Σήμερα, στο δεύτερο αυτό μέρος, ο Σάκος περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το πολυσέλιδο μυθιστόρημα του Στσέπαν Τβάρντοχ «Ο βασιλιάς» (μτφρ. Ναταλία Σκανδάλη, εκδ. Καστανιώτη). Κεντρική εικόνα: © Kroshka Nastya (Freepik).
Γράφει ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Η Πολωνία μας γοητεύει. Οι καλλιτέχνες της διαθέτουν έναν δυναμικό συνδυασμό ωριμότητας και ωμότητας, ρεαλισμού και φαντασίας, κυνισμού και λυρισμού, ποιητικότητας και σκληρού χιούμορ. Επίσης, διακρίνονται για την ευρυμάθειά τους και για τη γόνιμη εμμονή τους με την ιστορία. Αυτό το καλοκαίρι, με αφορμή την (κυριολεκτικώς) εμπρηστική γνωριμία και φιλία μου με την εικαστικό και ακτιβίστρια Katarzyna Wojtczak, τον μεγασκηνοθέτη Lukasz Twarkowski (που μας έκανε να παραμιλάμε με το Rohtko), τον πυραυλοκίνητο μουσικό Lubomir Grzelak (που είχα τη χαρά να φιλοξενήσω στην Κυψέλη), την ηθοποιό Katarzyna Osipuk και τη συγγραφέα Anka Herbut, ταξίδεψα, για μιαν ακόμα φορά, στην πολωνική ποίηση και πεζογραφία.
Διάβασα και πάλι τον τόμο Η ζωή εδώ και τώρα της Βισουάβα Σιμπόρσκα (μτφρ. Μπεάτα Ζουλκιέβιτς, εκδ. Καστανιώτη), όπως επίσης και τις Τιμές στον μικρό θεό της ειρωνείας, του αγαπημένου από τη δεκαετία του 1980 Ζμπίγκνιου Χέρμπερτ (μτφρ. Χάρης Βλαβιανός, εκδ. Πατάκη), θαύμασα την ποίηση του Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι μέσα από το βιβλίο Στην ομορφιά που δημιουργούν οι άλλοι (μτφρ. Χάρης Βλαβιανός, εκδ. Πατάκη), και ήδη είμαι χωμένος/χαμένος/χυμένος στο πολυμυθιστόρημα Τα βιβλία του Ιακώβ (μτφρ. Αλεξάνδρα Δ. Ιωαννίδου, εκδ. Καστανιώτη) της τιμημένης με Νόμπελ Όλγκα Τοκάρτσουκ. Ενδιαμέσως τσάκισα τα κόκαλά μου και τόνωσα τα φαιά μου κύτταρα περνώντας μέσα από τα κολασμένα τοπία και τις άγριες εντάσεις που κερνάει ο Στσέπαν Τβάρντοχ με το μυθιστόρημά του Ο βασιλιάς (μτφρ. Ναταλία Σκανδάλη, εκδ. Καστανιώτη).
Το κοινωνικοπολιτικό παζλ της Πολωνίας
Ημιβαρέων βαρών «τούβλο» (μόλις 480 σελίδες), ο Βασιλιάς είναι ένα πανίσχυρο κράμα ακραίας βίας, αναζήτητης ταυτότητας, εμπλοκής με τον παραλογισμό, λαχτάρας για κάθαρση. Είναι, συνάμα, η ιστορία μιας πόλης, της Βαρσοβίας· το κοινωνικοπολιτικό παζλ μιας χώρας, της Πολωνίας· το ταλάνισμα ενός λαού, των Εβραίων· οι ταλαντεύσεις ενός ανθρώπου, που είναι δύο άνθρωποι, του νεαρού γκάνγκστερ Μόισες Μπέρνσταϊν που γίνεται ο προχωρημένης ηλικίας απόστρατος ταξίαρχος Μόισες Ίνμπαρ. Είναι επίσης η ιστορία ενός έρωτα, αυτού του Μόισες και της Μάγκντα. Τέλος, είναι ένας ατέρμονος στοχασμός σχετικά με το το σημαίνει να γράφουμε, να αναζητούμε την αλήθεια γράφοντας, να αφήνουμε ένα ίχνος με τη γραφή μας.
Ο Στσέπαν Τβάρντοχ (Szczepan Lech Twardoch, Κνουρόβ, 1979), δείχνει πόσο επιδέξια χειρίζεται μάζες ιστορικών γεγονότων αναμειγνύοντάς τες με περιπέτειες προσώπων. Κι ακόμα, να συνταιριάζει το έλλογο με το παράλογο, την ακρίβεια με το παραλήρημα, το παρελθόν με το παρόν. Ο αφηγητής (οι δύο αφηγητές που είναι ένας) μιλάει σε πρώτο ενικό και σε ενεστώτα χρόνο, μετακινούμενος ανάμεσα στο 1937 και το 1987. Μιλάει για αγώνες πυγμαχίας, για συμμορίες, για κακοποιούς, για φρικαλέες δολοφονίες (εκκινώντας με αυτή του πατέρα του), για συγκρούσεις πολιτικών ομάδων, για την άνοδο του ναζισμού, για το γολγοθά των Εβραίων.
Κίνδυνοι κάθε λογής ελοχεύουν στους δρόμους και στα στέκια της Βαρσοβίας.
Ανάγλυφα περνάνε από τις σελίδες του πρόσωπα όπως ο πυγμάχος και μπράβος και φονιάς Γιάκουμπ Σαπίρο, ο επίσης πυγμάχος και ακροδεξιός Αντζέι Ζιεμπίνσκι, ο «νονός» και σοσιαλιστής Κουμ Καπλίτσα, ο ραδιούργος Δόκτωρ Γιάνους Ρατζιβίλεκ, οι τραμπούκοι Πανταλέον και Μούνια, η Μάγκντα Άσερ, ερωμένη και νέμεσις του αφηγητή, η πολύπλαγκτος «τσατσά» Ρίβκα Κίι, ο Έντβαρντ Τιούστεφ, ο Πολωνός Μπίλι δε Κιντ («αγαπούσε τη λογοτεχνία, ήταν δεκαοχτώ χρονών και είχε ήδη σκοτώσει τρεις ανθρώπους»), και πάντα και παντού, ως παντοδύναμος κριτής και αμείλικτο στοιχειό και απηνής ελεγκτής συνειδήσεων, ο φυσητήρας Λίτανι. Και δεκάδες άλλοι σκοτεινοί μεσοπολεμικοί τύποι που χρησιμοποιούνται από τον συγγραφέα για να ζωντανέψει μια εποχή έντονων παθών, σφοδρών βιαιοτήτων, αδίστακτου κυνισμού, τρομερών ταραχών.
Κίνδυνοι κάθε λογής ελοχεύουν στους δρόμους και στα στέκια της Βαρσοβίας. Ακροβατώντας στο μεταίχμιο λογικής και τρέλας, ο δεκατεφτάχρονος Μόισες Μπέρνσταϊν αφήνεται να παρασυρθεί από τον χείμαρρο των γεγονότων, σχεδόν άβουλος, με αμούστακη, άψητη συνείδηση, με μια διεστραμμένη αφέλεια, με μια καλιγουλική απερισκεψία. Δρα και, κυρίως, ακούει και βλέπει και παρατηρεί. Συμμετέχει στα δρώμενα αλλά χωρίς να τα επηρεάζει, πράττει ό,τι του λένε να πράξει. Μαριονέτα και πιόνι. Αλλά, ύστερα από πέντε δεκαετίες, θα υποχρεωθεί, θα αναγκαστεί από τον (κατά Χέγκελ) δόλο του λόγου (List der Vernunft) να δώσει λόγο, ναι, να λογοδοτήσει για να τα φοβερά και τρομερά πεπραγμένα του ιδίου και των κακοποιών, δολοφόνων μάλιστα του πατέρα του, τους οποίους συναναστράφηκε και υπηρέτησε.
Όσο πιο αβέβαιος είναι, τόσο περισσότερο βεβαιώνει ότι το γράψιμο είναι η μόνη διέξοδος.
Γράφει, ο εξηνταεφτάχρονος Μόισες Ίνμπαρ για τα όσα έπραξε ο δεκαεφτάχρονος Μόισες Μπέρνσταϊν· γράφει άλλοτε με ντοκιμαντερίστικη βεβαιότητα ως προς τα γεγονότα και άλλοτε σπαρασσόμενος από μια διαλυτική, απορρυθμιστική αβεβαιότητα· γράφει κυριευμένος από τις ερινύες αλλά και γράφει πασχίζοντας απεγνωσμένα να βρει ένα απάγγειο, να αισθανθεί τη δρόσο μιας άφεσης αμαρτιών. Όσο πιο αβέβαιος είναι, τόσο περισσότερο βεβαιώνει ότι το γράψιμο είναι η μόνη διέξοδος.
Ο Στσέπαν Τβάρντοχ γεννήθηκε το 1979 και είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς της σημερινής Πολωνίας. Τα περισσότερα μυθιστορήματά του έχουν γίνει πολύκροτα μπεστ σέλερ στη χώρα του, όπως τα Μορφίνη (Morfina, 2012), O δράκος (Drach, 2014), O βασιλιάς (Król, 2016), Το βασίλειο (Królestwo, 2018) και Ταπεινότητα (Pokora, 2020). Το βιβλίο του Το αιώνιο Γκρούνβαλντ (Wieczny Grunwald, 2010) θεωρήθηκε από την κριτική μια αποκάλυψη. Έχει επίσης δημοσιεύσει, μεταξύ άλλων, τα αυτοβιογραφικά κείμενα Φάλαινες και νυχτοπεταλούδες (Wieloryby i ćmy, 2015), τη συλλογή διηγημάτων Μπαλάντα για κάποια δεσποινίδα (Ballada o pewnej panience, 2017) και μια επιλογή από τις επιφυλλίδες του με τίτλο Πώς δεν έγινα ποιητής (Jak nie zostałem poetą, 2019). Έχει αποσπάσει πολλές σημαντικές λογοτεχνικές διακρίσεις για το έργο του (ενδεικτικά: Βραβείο Αναγνωστών Nike, Kościelski, Brücke Berlin-Preis, Le Prix du Livre Européen). Ζει με την οικογένειά του στην κωμόπολη Πιλχοβίτσε στην Άνω Σιλεσία. Μεταφράζεται για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα. |
«Υπήρχε στη φωνή της κάτι απειλητικό, η ανάμνηση κάποιου πράγματος, κάποιου γεγονότος από το παρελθόν που αφορούσε μόνο την ίδια και τον Κουμ. Ακόμα κι εγώ το ένιωσα», χτυπάει στα πλήκτρα ο Ίνμπαρ. «Εκτός κι αν δεν το ένιωσα», σκέφτεται αμέσως μετά, «δεν ξέρω, δεν θυμάμαι, δεν ξέρω πόσα από αυτά που γράφω εδώ τα γνώριζα τότε και πόσα από αυτά τα έμαθα αργότερα, όμως σήμερα, εδω που γράφω στην πράσινη γραφομηχανή μου, ξέρω πως στη φωνή της παραμόνευε κάποιος κίνδυνος, διότι όλη μου τη ζωή την πέρασα παρέα με ανθρώπους η φωνή των οποίων πάντα έκρυβε κάποιον κίνδυνο».
Ο Βασιλιάς είναι ένα εθιστικό/μεθυστικό κοκτέιλ καταιγιστικής δράσης και αναστοχασμού. Παίζει τόσο με το κοφτό σκοτεινό ύφος του μαιτρ Τζέιμς Έλροϊ όσο και με τη φιλοσοφική υψιπέτεια (πάντα εσκεμμένα ξεχαρβαλωμένη) του Βίτολντ Γκομπρόβιτς. Διασχίζει με λυγισμένα γόνατα τους λαβυρίνθους της λήθης για να φτάσει, έστω μπουσουλώντας, στους μαιάνδρους της μνήμης.
Ανάμεσα σε επεισόδια βίας, ανάμεσα σε αιματηρές συγκρούσεις ομάδων, ανάμεσα σε προδοσίες και ίντριγκες και φονικά, μαίνεται η εσωτερική διένεξη του αφηγητή με τον ίδιο του τον εαυτό, μια διένεξη που θα φανερωθεί και θα χαρτογραφηθεί μισόν αιώνα μετά, μια διένεξη που οδηγεί απαρέγκλιτα σε σκέψεις βίαιες, αιματηρές, φονικές (αλλά, εντέλει, μέσα από τη συγγραφική διεργασία, και λυτρωτικές).
«Θεός δεν υπάρχει γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος», κραυγάζει βουβά, στο mute, ο Μόισες Μπέρνσταϊν/Ίνμπαρ. «Κάτι υπάρχει, κάποια όντα, αλλά εφόσον υπάρχουν όντα στα οποία δεν μπορούμε να καθορίσουμε τα όρια μεταξύ δύο ανθρώπων, τότε ο άνθρωπος ως άτομο –δηλαδή κάτι ξεχωριστό από τον υπόλοιπο κόσμο και τους υπόλοιπους ανθρώπους– με την έννοια που έχουμε μάθει μέχρι τώρα να κατανοούμε δεν υπάρχει».
Ένα λογοτεχνικό νοκάουτ, διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του Βασιλιά. Πράγματι· και, συνάμα, ένας κεραυνός σε slow motion!
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, το αφήγημα «Η Κοκό στην Κοπεγχάγη – Το μυθιστόρημα της μεταπολίευσης» (εκδ. Νήσος).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο Λίτανι έπλεε πάνω από την πόλη, και τους κοιτούσε όλους από ψηλά και τους αγαπούσε, και αγαπούσε την πόλη που τους είχε γεννήσει. Αγαπούσε τις ίντριγκες που μηχανεύονταν οι άνθρωποι λες και θα ζούσαν αιώνια, αγαπούσε τα όνειρα και τα σχέδιά τους. Τραγουδούσε το τραγούδι του κυνηγού και της αγάπης». (σ. 371)