Ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης έρχεται και πάλι με τον Σάκο Εκστρατείας του, μιλώντας μας για βιβλία σαν να αφηγείται ιστορίες. Σήμερα, το πρώτο μέρος ενός ευρύτερου κειμένου για τον William Howard Gass και το μυθιστόρημα-ογκόλιθος «Το τούνελ» (μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, εκδ. Καστανιώτη). Κεντρική εικόνα: Σκίτσο του Gass από τον © Michael Hafftka.
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Βαρύς χειμώνας, βαρύς και ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη. Μόνο το ένα από τα βιβλία, με τα οποία είναι φορτωμένος, ζυγίζει 1398 γραμμάρια, κι ακόμα ζυγίζει και πολλά κιλά μελάνι που έχουν χυθεί γι᾽ αυτό, συν το βάρος των βιβλίων που σε ωθεί να (ξανα)διαβάσεις αφού το διάβασες. Ένα μυθιστόρημα (;) που κλείνει ένα τέταρτο του αιώνα ζωής και που χρειάστηκαν σχεδόν τριάντα χρόνια έως ότου ολοκληρωθεί και εκδοθεί. Ένα έργο που εγκλείει πολλά έργα και που παραπέμπει σε άλλα, στων οποίων την ανάγνωση (μάλλον: τη μελέτη) μας ωθεί. Κυρίες και κύριοι, έλεγε ένας ποιητής, σηκώστε τον ποδόγυρό σας, ανεβάστε τα μπατζάκια σας, περνάμε τώρα σε ένα λούνα παρκ της λογοτεχνίας που είναι, συνάμα, μια επικίνδυνη ναρκοθετημένη ζώνη. Ένα στρατηγός έλεγε επίσης, «Όχι· θα διαβούμε το ποτάμι και θα ξαποστάσουμε στη σκιά εκείνων των δέντρων».
1/ Ολόφωτη Σήραγγα. Εν προκειμένω, θα διαβούμε όχι κάποιο ποτάμι (καίτοι υπάρχουν πάμπολλα, και σημαίνοντα ποτάμια εδώ) αλλά ένα τούνελ. Το Τούνελ. Μιαν όχι σκοτεινή αλλά ολόφωτη σήραγγα που θέλει να μας οδηγήσει στην καρδιά της καρδιάς του ζητήματος: τι είναι το Κακό, το Απόλυτο Κακό, και πώς δύνασαι να το υπερβείς – να το διαυγάσεις, να το εξιχνιάσεις, να το διαβείς ώστε να το υπερβείς. Δώδεκα κύκλοι της κόλασης του Κακού, δώδεκα μέρη, που εξακτινώνονται σε άλλα δώδεκα το καθένα, απαρτίζουν το Τούνελ του Γουίλιαμ Χάουαρντ Γκας (William Howard Gass, 30 Ιουλίου 1924 – 6 Δεκεμβρίου 2017). Ο Γιώργος Κυριαζής, μουσικός και γυριστής στη γλώσσα μας ζόρικων συγγραφέων (Τόμας Πίντσον, Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, Γκαρθ Ρισκ Χάλμπεργκ, Γουίλιαμ Τ. Βόλμαν, Άντριου Κράμεϊ), σαν τον Τσαρλς Μπρόνσον στη «Μεγάλη Απόδραση», έσκαψε το τούνελ του Τούνελ και μας το προσφέρει σε ανεπίληπτα ελληνικά, πιστός στη μελωδία των λέξεων του δημιουργού του. Οι εκδόσεις Καστανιώτη στέκονται στο ύψος των περιστάσεων, και κάτι παραπάνω: το ελληνικό Τούνελ είναι τα μάλα καλύτερο τυποαισθητικά από εκείνο των θρυλικών εκδόσεων Dalkey Archive Press. Ο Έλληνας αναγνώστης μπορεί κάλλιστα να αρχίσει να παίζει στο φλιπεράκι των 932 σελίδων – διότι, ναι, πρόκειται για ένα δαιμονισμένο pinball που η τρελή του μπίλια πηγαίνει ιλιγγιωδώς από τη Λογοτεχνία στην Ιστορία, από την Αυτοβιογραφία στην Ποίηση, από την Περιπλάνηση στην Παραπλάνηση, από το Είναι στο Μηδέν, και φτού κι απ᾽ την αρχή.
Πρόκειται για ένα δαιμονισμένο pinball που η τρελή του μπίλια πηγαίνει ιλιγγιωδώς από τη Λογοτεχνία στην Ιστορία, από την Αυτοβιογραφία στην Ποίηση, από την Περιπλάνηση στην Παραπλάνηση, από το Είναι στο Μηδέν, και φτού κι απ᾽ την αρχή.
2/ Τίποτα Δεν Είναι Αληθινο – Τα Πάντα Παίζονται. Η επίφοβη ρήση που αγάπησαν, και πάλεψαν αναλύσουν (και να πραγματώσουν) προσωπικότητες όπως ο Φρειδερίκος Νίτσε, ο Γουίλιαμ Σ. Μπάρρουζ και ο Γκι Ντεμπόρ είναι η μπίλια στο pinball του Τούνελ. Τα ταμπλό που απλώνονται είναι, βασικά, δύο: Ο Λαβύρινθος της Ιστορίας και η Σκακιέρα του Λόγου. Ο αφηγητής, ο απεχθέστατος και ελεεινός, αξιοθρήνητος και επικίνδυνος, Γουίλιαμ Φρέντερικ Κόλερ, χάνεται στο χάος της Ιστορίας και νοσεί. Η θανάσιμη (και θανατηφόρα, διότι γίνεται φονιάς) πάθησή του διαγιγνώσκεται ως «φασισμός της καρδιάς». Διαγνώστης και θεράπων ιατρός είναι ο δημιουργός του, ο Γκας. Η ίαση είναι η ποίηση – όχι ίαση για τον ανίατο Κόλερ, αλλά για τον αναγνώστη, για τον νοήμονα άνθρωπο, για μας. Ίαση προληπτική: ώστε να πάμε με τη μεριά του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, μας λέγει ο Γκας, και όχι με τη μεριά του Οντίλο Λοτάριο Γκλομπότσνικ. Ο πυρήνας του Τούνελ είναι πώς μπόρεσε η χώρα που έφτασε στις Άλπεις της φιλοσοφίας, της μουσικής, και της λογοτεχνίας (με τους Καντ και Χέγκελ, με τους Μπαχ και Μπετόβεν, με τους Γκαίτε και Μαν) να γεννήσει το (πολυκέφαλο, συλλογικό) Τέρας που διέπραξε την Shoah, το Ολοκαύτωμα. Το «Τίποτα Δεν Είναι Αληθινο – Τα Πάντα Παίζονται» είναι δίκοπο μαχαίρι. Όταν είσαι πλήρης, ή τείνει να είσαι, όταν γεύεσαι τους χυμούς της ζωής, όταν δοξολογείς την ύπαρξη, σε οδηγεί στην ελευθερία, στο καλό. Όταν, όπως ο Κόλερ, ποντάρεις στη μικρότητα, ενώ διακατέχεσαι από τεθλασμένη μεγαλομανία, όταν στο μήλο βλέπεις το σκουλήκι που σου μοιάζει, όταν γέρνεις τελικά προς τη μεριά της μνησικακίας (που είναι κύημα της απογοήτευσης), ελλοχεύει ο κίνδυνος να αρχίσεις από το μικρό κακό και να διολισθήσεις στο Απόλυτο Κακό – έστω να γίνεις συνήγορός του, θιασώτης του, χαιρέκακος θεατής του, ένας bystander.
3/ Ο Φονιάς της Γάτας. Ένας καθηγητής ιστορίας στο πανεπιστήμιο που φτάνει να γίνει φονιάς μιας γάτας, κάποιος που, εκκινώντας από τη χολή ενός αποτυχημένου πάρτι γενεθλίων στα δώδεκά του, οδηγείται στην βουβή (αρχικά και κατόπιν διατυπωμένη εκκωφαντικά, αν και εντός του μόνον) απέχθεια για τους ανθρώπους –για τους γονείς του, τους γιους του, τους φοιτητές του, τους ακαδημαϊκούς συναδέλφους του– είναι, εν δυνάμει, φασίστας. Η μπίλια του ξεφεύγει. Είναι τυφλός απέναντι στο άνοιγμα προς την ελευθερία, κρύβει τα μύχιά του στις σελίδες ενός πονήματος σχετικά με την Ενοχή και την Αθωότητα, παρεξηγεί το ένδον σκάπτε του Μάρκου Αυρήλιου και αρχίζει να σκάβει τωόντι ένα τούνελ στο υπόγειο του σπιτιού του για να αποδράσει – από τι; Από την ίδια του τη μίζερη και μιαρή οντότητα.
Ο Κόλερ, μας λέγει ο Γκας, επαίρεται ότι εγκατέλειψε την Ποίηση χάριν της Ιστορίας, ενώ στην πραγματικότητα εγκατέλειψε τον Λόγο χάριν του Παραλόγου (που εμφανίζεται ως άκαμπτος, πειθαρχημένος, σαρωτικός Λόγος).
4/ Μισαλλοδοξία. Η άλλη όψη του κέρματος. Ο χαμένος στον λαβύρινθο γίνεται μισαλλόδοξος. Καθιστά αδύνατον να του δοθεί οτιδήποτε ουσιώδες. Ο έρωτας διαρκώς του διαφεύγει. Ο γάμος και η οικογένεια γίνονται κακά όνειρα. Ο Κόλερ εγκαταλείπεται, διότι ήδη και εμπράκτως, από τη φοβερή καμπή της 9ης προς την 10η Νοεμβρίου του 1938, από το εναρκτήριο λάκτισμα της Shoah, από τη Νύχτα των Κρυστάλλων, εγκατέλειψε τον όποιο εαυτό του, παρασυρόμενος από τους άλλους, και τραμπούκισε, καίτοι νεαρός Αμερικανός φοιτητής, μαζί με τους αλλόφρονες ναζήδες των Ταγμάτων Εφόδου, ρημάζοντας καταστήματα και κατοικίες Εβραίων. Κι ακόμα, εγκατέλειψε την όποια νοημοσύνη και ανθρωπιά του, παρασυρόμενος από τις λαβυρινθώδεις απάνθρωπες θεωρήσεις του μέντορά του, του Μάγκους Τάμπορ – και εδώ ο Γκας κλείνει ιδιοφυώς το μάτι στον αναγνώστη (για εκατομμυριοστή φορά στο corpus του): Δείτε τον Χάιντεγκερ, δείτε τον λεγόμενο Μάγκους του Μέσκιρχ. Δείτε πώς η έμφαση στον χώρο και η περιφρόνηση του χρόνου, η εστίαση στο ρίζωμα, στο γνήσιο, στο αυθεντικό μπορεί να εμπλέξει μεμονωμένους ανθρώπους και μεγάλες συλλογικότητες σε μικρές και μεγάλες φρικαλεότητες. Ο Κόλερ, μας λέγει ο Γκας, επαίρεται ότι εγκατέλειψε την Ποίηση χάριν της Ιστορίας, ενώ στην πραγματικότητα εγκατέλειψε τον Λόγο χάριν του Παραλόγου (που εμφανίζεται ως άκαμπτος, πειθαρχημένος, σαρωτικός Λόγος). Η μισαλλοδοξία ενδέχεται να προκύψει εάν είσαι γιος ενός υπερφίαλου (με την έννοια του αλαζονικού, ξεροκέφαλου, στενόμυαλου) πατέρα και μιας υπερφίαλης (με την έννοια ότι ομνύει υπέρ της φιάλης, ζει και πεθαίνει με το οινόπνευμα, το ουίσκι αρχικά, το τζιν κατόπιν) μητέρας. Η δύναμη κρούσης της ναζιστικής ιδεολογίας ήταν η απογοήτευση. Και ο φουκαράς/φονιάς Κόλερ ιδρύει (μες στο μυαλό του, είναι ψοφοδεής και ανήμπορος για οτιδήποτε άλλο) το Κόμμα των Απογοητευμένων. Ο Φασισμός της Καρδιάς καραδοκεί.
Ο Γουίλιαμ Χ. Γκας στη βιβλιοθήκη του σπιτιού του. Φωτογραφία © Κάθριν Γκας. |
5/ Μουσική & Αρχιτεκτονική. Ο Γκας συνθέτει και οικοδομεί το Τούνελ. Μουσική σύνθεση και κτίσμα. Ισορροπεί καίρια ανάμεσα στο σύστημα του Άρνολντ Σένμπεργκ χωρίζοντας το έργο σε δώδεκα μέρη (όχι κεφάλαια, αλλά μέρη, τμήματα, φθόγγους) που το καθένα τους εμπεριέχει δώδεκα υπομέρη. Η γραμμικότητα έχει παραμεριστεί. Ο κάθε φθόγγος συνηχεί με τον άλλο, ένα διαβολεμένο μουσικό pinball, ώστε η αλήθεια, όπως και το ον, να λέγεται πολλαχώς. Παράλληλα, δομεί το έργο με τον τρόπο του αγαπημένου του πρωτοποριακού αρχιτέκτονα Πίτερ Άιζενμαν [Peter Eisenman, 1932], ιδίως με μοντέλο το House VI, όπου τα πάντα εμπλέκονται με τα πάντα, όπου κοιτάζοντας έναν χώρο βλέπεις κι άλλους πέντε, όπου δεσπόζει η διαλεκτική ένα/όλα. Καλούμαστε, και επιθυμούμε διακαώς ως φαίνεται, αφού διαβάσουμε «γραμμικά» το Τούνελ, να επανέλθουμε σε ένα μέρος για να διαυγάσουμε ένα άλλο, να μελετήσουμε μια παράγραφο ξανά ώστε να λάμψει εκ νέου, και αλλιώς, το σύνολο του έργου, να υπογραμμίσουμε μια λέξη για να συλλάβουμε πάλι τη σημασία των περίπου τετρακοσίων πενήντα χιλιάδων άλλων λέξεών του. Από εκεί που εντρυφούμε στην παιδική ηλικία του Κόλερ, ο Γκας μάς δίνει μια και μας εκτινάσσει στη θανή των τριών αδελφών του Κάφκα (Έλλι, Βάλλι, και Όττλα) στα στρατόπεδα εξόντωσης. Ενώ χανόμαστε στον διεστραμμένο λυρισμό του 2ου υποτμήματος («Κάνε Ποτάμια») του 11ου τμήματος («Βόλτα στο Ποτάμι»), βρισκόμαστε στη καρδιά της καρδιάς του ζητήματος: όταν ζεις εγκωμιάζοντας το μίσος και το θάνατο, πεθαίνεις από «φασισμό της καρδιάς», και τίποτα δεν μπορούν να κάνουν γι᾽ αυτό η Λου, η Ρου, και η Σουσού, οι ερωμένες σου που σε παράτησαν όταν πήραν χαμπάρι ότι έχεις ήδη παρατήσει τον εαυτό σου.
6/ Άνω και Κάτω. Σένμπεργκ και Ein Überlebender aus Warschau. Κάφκα και Der Bau. Κάπου εκεί ακούγεται και η Τρίτη Συμφωνία του Henryl Gorecki. Ποίηση και περιπλάνηση/εξερεύνηση στο αχανές ορυχείο του χρόνου. Ανασκαφές και εκσκαφές στα πεδία μαχών της Λογοτεχνίας. Ο Γκας συνθέτει και οικοδομεί. Μελωδίες και φέροντες οργανισμοί. Για να ειπωθεί το ανείπωτο. Παθιασμένος αναγνώστης του μνημειώδους τρίτομου έργου του Ρίτσαρντ Έβανς [Sir Richard John Evans, 1947] για το Τρίτο Ράιχ (στα ελληνικά από τις εκδ. Αλεξάνδρεια) και, συνάμα, μανιακός λεπιδοπτερολόγος της λογοτεχνικής έφρασης, περνάει από την Ιστορία στις μικροϊστορίες, από το ευρύ πεδίο στην κλειδαρότρυπα, από το Υψηλό [sublime] στο χθαμαλό, από τον Ιμμάνουελ Καντ στο λίμερικ. Περνάει, μάλιστα, από την εσχατολογία στη σκατολογία. Οι σελίδες του Τούνελ είναι τίγκα στα κόπρανα. Ο Κόλερ λέει/γράφει όλες τις λέξεις, αυτές του πεπαιδευμένου λογίου και εκείνες του αλλόφρονα σκατιάρη. Μία λέξη είναι ανήμπορος να γράψει: το όνομα του ενός εκ των δύο γιων του. Και το όνομα αυτού: Αδόλφος, φυσικά! Ο Κόλερ νοσεί. Η νόσος είναι νόσος είναι νόσος. Ο «φασισμός της καρδιάς» μαγαρίζει, μιαίνει, μολύνει τα πάντα. Ο Κόλερ μπασταρδεύει τον Ρίλκε προς το τέλος του έργου και μας αφιονίζει να το πιάσουμε από την αρχή. Ο πολύς Μάικλ Σίλβερμπλατ [Michael Silverblatt, 1952] διάβασε/απόλαυσε/μελέτησε το Τούνελ 4,5 φορές. Μας μένει 1,5 φορά για να πατσίσουμε.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, το αφήγημα «Η Κοκό στην Κοπεγχάγη – Το μυθιστόρημα της μεταπολίευσης» (εκδ. Νήσος).
ΥΓ. Η τεράστια λογοτεχνική και φιλοσοφική σημασία του βιβλίου αυτού με υποχρεώνει (άλλο που δεν ήθελα!) να συνεχίσω στον επόμενο Σάκο την πραγμάτευσή του, με άλλους Έξι Φθόγγους. Θα μιλήσω για τεχνάσματα και παγίδες, για προπομπούς και συνοδοιπόρους, καθώς και για βιβλία που η ανάγνωσή τους επιτρέπει μια πληρέστερη απόλαυση του Τούνελ.