
Ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης έρχεται ξανά με τον Σάκο Εκστρατείας του, μιλώντας μας για βιβλία σαν να αφηγείται ιστορίες. Σήμερα, στον Σάκο του, ερωτήματα και προβληματισμοί για την τέχνη και τη φάση υπερδιόγκωσης του πολιτισμικού φαινομένου, με τον (εσκεμμένο;) αφανισμό των κριτηρίων, με αφορμή το βιβλίο του Θανάση Μουτσόπουλου «Όχι ακριβώς τέχνη – Η υπερδιόγκωση του πολιτισμικού φαινομένου» (εκδ. Πλέθρον).
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
«Ήδη είναι περασμένα μεσάνυχτα, μπροστά μου το τελευταίο κιβώτιο κενό κατά το ήμισυ. Σκέψεις με κατακλύζουν […] Όχι σκέψεις· εικόνες, αναμνήσεις», γράφει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν [Walter Benjamin] στο Αποσυσκευάζω τη βιβλιοθήκη μου (μτφρ. Βαγγέλης Μπιτσώρης, εκδ. Άγρα). Ακριβώς αυτό συμβαίνει τούτο τον καιρό στον ταπεινό ανταποκριτή σας από τον Σελιδόκοσμο, τη ζώνη εκείνη ανάμεσα στην πραγματική πραγματικότητα, τη μνήμη παλαιότερων καταστάσεων, και τον σχεδιασμό νέων πραγματικοτήτων (αυτός δεν είναι άλλωστε ο ρόλος των βιβλίων;). Ύστερα από (μια ακόμα!) θηριώδη μετακόμιση, το να αποσυσκευάζεις τη βιβλιοθήκη είναι έργο επίπονο αλλά και γόνιμο — επινοείς άλλου είδους ταξινομήσεις, προβαίνεις σε απανωτά ξεδιαλέγματα, αναθυμιέσαι πότε και πού διάβασες για πρώτη φορά Μπόρχες, Καραγάτση, Καρούζο ή Κορτάσαρ, γίνεται το μυαλό και πάλι ένα ιλιγγιώδες καλειδοσκόπιο. Όπως το γράφει ο Μπένγιαμιν: εικόνες, αναμνήσεις. Ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη βρίσκεται τώρα απιθωμένος σε μια καρέκλα στο έξοχο φαγάδικο της Κυψέλης όπου καταφεύγει ο κάτοχός του για να ξαποστάσει και να διαβάσει ύστερα από ώρες τακτοποίησης και ταξινόμησης βιβλίων και χαρτιών. Το βιβλίο που είναι ανοιχτό μπροστά του, στις τελευταίες του πια σελίδες, ναι μεν οδήγησε σε σκέψεις, αλλά και σε εικόνες και σε αναμνήσεις.
Τέχνη / Χάος / Φιλοσοφία
Ο Μαν Ρέι φωτογραφίζει τη σκόνη που απλώνεται στο Μεγάλο Γυαλί του Μαρσέλ Ντυσάν, κι ο Ντυσάν με το μαγικό ραβδί της υπερνοημοσύνης του ανυψώνει σε έργο τέχνης ό,τι αγγίζει. Τα μακρύκανα κλαρίνα ονομάζονται βοϊδόπουτσες. Στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο η ρομάνι αναγνωρίζεται ως επίσημη γλώσσα και η Έσμα Ρετζέποβα άδει και ποζάρει ως Ινδή πριγκίπισσα. Στην οδό Τήνου ιδρύεται η Οπισθοδρομική Κομπανία, αρχικά ως Κομπανία Γαβ-Γαβ. Τα λέμε «σκυλάδικα», διατείνεται ο Ηλίας Πετρόπουλος γιατί μια τραγουδίστρια στον Βαρδάρη ανέβαινε στην πίστα με το σκυλάκι της. Τρελός χαμός με την Betty Boop – μπλαζέ, μελαγχολική, η μοναδική σεξουαλική ηρωίδα που πέρασε ποτέ από Sundeay strip χωρίς να χρειαστεί να γδυθεί. Ο Robert Norman Ross θεωρείται ότι ολοκλήρωσε περισσότερους από τριάντα χιλιάδες (30.000!!!) πίνακες στη ζωή του. Στους δρόμους βλέπεις ακριθακική street art. Στις 9 Απριλίου του 1950, Κυριακή του Πάσχα, στην Παναγία των Παρισίων, ένα κομάντο λεττριστών διακηρύσσει ότι ο Θεός είναι νεκρός και επικρατεί πανζουρλισμός και σκάνδαλο. Έχει ξεσπάσει το punk πριν καν σκάσει από τ᾽ αβγό του. Ο Διαμαντής Αϊδίνης ζωγραφίζει γιγαντιαίες αεροαπεικονίσεις ανώνυμων. Ο Osamu Tezuka, ο πατριάρχης των μάνγκα, έμενε άγρυπνος έως και εβδομήντα δύο ώρες δουλεύοντας επίμονα τα κόμικς του και κάποτε, εξαντλημένος, αφαιρέθηκε και σχεδίασε σανδάλια σαμουράι σε έναν αστροναύτη. «Τατουάζ πάνω στο δέρμα του κτηρίου» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το γκραφίτι. Οι καταστασιακοί και ο Γκι Ντεμπόρ [Guy Debord], καίτοι δρουν διακριτικά, στις κατακόμβες της επίσημης πραγματικότητας, γίνονται ο πυροκροτητής για το πανηγύρι του 1968.
Ο Θανάσης Μουτσόπουλος καταπιάνεται διεξοδικά με όλες, κυριαλεκτικά όλες, τις τάσεις και εκφάνσεις της τέχνης ή/και αντιτέχνης των τελευταίων δεκαετιών.
Ο Θανάσης Μουτσόπουλος καταπιάνεται διεξοδικά στο Όχι ακριβώς τέχνη – Η υπερδιόγκωση του πολιτισμικού φαινομένου (εκδ. Πλέθρον) με όλες, κυριαλεκτικά όλες, τις τάσεις και εκφάνσεις της τέχνης ή/και αντιτέχνης των τελευταίων δεκαετιών. Σχολιάζει την Outlook και τις ποικίλες Μπιενάλε, την Documenta και τους θεσμούς, τα κινήματα που ξεπήδησαν από το πουθενά και μεμονωμένους καλλιτέχνες – άλλοι πασίγνωστοι σταρ πια και άλλοι που ουδείς θυμάται ύστερα από μια εφήμερη λάμψη.
Εννέα πολύπτυχα κεφάλαια και ένας περιεκτικός επίλογος, 563 σελίδες μεγάλου σχήματος, γραμμένες με διεισδυτικότητα, και με ένα σπινταρισμένο και σπινταριστικό ροκ ύφος. Από την αναζήτηση της ετερότητας μέχρι τον ψηφιακό κόσμο, από τον ουρητήρα του Ντυσάν και τα κονσερβαρισμένα κόπρανα του Πιέρο Μαντσόνι [Piero Manzoni] στο άυλο και στο βάιραλ, από το sublime, το Υψηλό στην άκρατη αποθέωση του Τίποτα (έστω για λίγα δευτερόλεπτα στο smartphone), και από τον Μποστ στον Κανιάρη, περνώντας από τον μεγαλόπνοο σχεδιασμό ουτοπικών πόλεων στις δημιουργικές, και ενίοτε βίαιες, σφοδρές κόντρες με τον λεγόμενο «εξευγενισμό» [gentrification]. Και παντού σαρκωμένα φαντάσματα του dada και σφριγηλά ζόμπι του punk, των situationnistes ενώ, βέβαια, ως φαίνεται δεσπόζει παντού, σε όλα τα πεδία της τέχνης, η πολύπτυχη μορφή του Μπένγιαμιν (για πόσο άραγε;).
Τι είναι σημαντικό και τι είναι ασήμαντο; Τι είναι έργο τέχνης και τι δεν είναι; Από τη μια εξωφρενικά πάρτι και δεξιώσεις σε φαντασμαγορικά εγκαίνια, η επίμοχθη έρευνα και δουλειά στο εργαστήριο από την άλλη. Από τη μια καλλιτέχνες σταρ και από την άλλη αφανείς ή διακριτικοί ή ερημίτες δημιουργοί.
Για να φτάσουμε, σερφάροντας ανάμεσα στα (πάντα;) ζωντανά εδώ κι εκεί προτάγματα της avant-garde, ακόμα και μέσα από την οικειοποίηση αυτών των προταγμάτων από προγράμματα που οδηγούν στο άυλο και στο υπερμαζικό, στο εξωφρενικά παροδικό και στο ακατάσχετο. Αλλά και στο υπερεπιβλητικό, το υπερμεγαλειώδες, το υπερκαλλιτεχνικό. Από τα NFT (Non-Fugible Tokens) στο υπερπαρδαλό post-punk και post-Fluxus σκάφος του Δάκη Ιωάννου δίπλα σ᾽ ένα γαϊδουράκι στην Ύδρα.
Οι εξελίξεις στο πεδίο της Τέχνης
Τα κριτήρια έχουν πλέον κονιορτοποιηθεί, επισημαίνει ο Μουτσόπουλος, το anything goes τρέχει με χίλια χιλιόμετρα την ώρα, μπαινοβγαίνουν στα μουσεία και στις γκαλερί καλλιτέχνες που ίσως αύριο εξαφανιστούν, ενώ κάποιοι εξαφανισμένοι ανακαλύπτονται και ανασύρονται από την αφάνεια. Αίφνης, και ενώ ζούμε σε φάση space odyssey και βάλε, ως προς τις δυνατότητες και τις εφαρμογές της ηλεκτρονικής και ψηφιακής τεχνολογίας, διαπιστώνουμε μια στροφή του ενδιαφέροντος κάποιων θεωρητικών και καλλιτεχνών προς το λαϊκό, το ανώνυμο, το καθημερινό κάτι τις – το κέντημα, η καλαθοπλεκτική, η κηπουρική, το πλέξιμο, η μαγειρική, και πάει λέγοντας φιλοξενούνται, ύστερα από ταχυδακτυλουργικές μετατροπές τους σε τέχνη, σε μεγάλα μουσεία και διοργανώσεις.
Συγκρούσεις επί συγκρούσεων για το τι είναι και τι δεν είναι τέχνη τις τελευταίες δεκαετίες, εμπλοκή της τέχνης με την επιστήμη, αποθέωση της ευφάνταστης πολεοδομίας αλλά, συνάμα, και επιμονή άλλων στη flânerie και την dérive. Καλούνται (;) οι επιμελητές/curators να βάλουν τάξη στο χάος ή/και να ρίξουν λάδι στη φωτιά προκαλώντας νέες συζητήσεις, νέους διαχωρισμούς, νέες συγκρούσεις. Τι είναι σημαντικό και τι είναι ασήμαντο; Τι είναι έργο τέχνης και τι δεν είναι; Από τη μια εξωφρενικά πάρτι και δεξιώσεις σε φαντασμαγορικά εγκαίνια, η επίμοχθη έρευνα και δουλειά στο εργαστήριο από την άλλη. Από τη μια καλλιτέχνες σταρ και από την άλλη αφανείς ή διακριτικοί ή ερημίτες δημιουργοί. Από τη μια ο Τζεφ Κουνς [Jeff Koons], o Διαμαντής Διαμαντόπουλος και ο Νίκος Μπάικας από την άλλη. Κι ακόμα, η Ελένη Πανουκλιά και ο Κώστας Τσώλης.
«Δεν πιστεύουμε ότι θα πάψουν να υπάρχουν σταρ καλλιτέχνες», καταλήγει ο Θανάσης Μουτσόπουλος, «όμως πιθανότατα η παρουσία τους θα είναι ακόμα πιο εφήμερη από ό,τι σήμερα. Όσο υπάρχουν βαθύπλουτοι άνθρωποι που επιθυμούν όχι μόνο να ξοδεύουν τεράστια ποσά για τέχνη αλλά και να θέλουν να διαμορφώνουν τις εξελίξεις, ώστε να ακούγεται το όνομά τους, θα καθιερώνονται νέοι σταρ καλλιτέχνες».
Όπως και να ᾽χει, μες στο υπερμεταμοντέρνο κουλουβάχατο και τις νέες συνθήκες των αλλεπάλληλων εγκλεισμών και της διαρκούς απειλής των ιών, κάτω από τις πλουμιστές φτερούγες του kitsch, ενόσω η δημιουργική αρνητικότητα του Dada εμπνέει ακόμη, καθώς ζούμε, όπως επισημαίνει ο Μουτσόπουλος, σε φάση υπερδιόγκωσης του πολιτισμικού φαινομένου και του (εσκεμμένου;) αφανισμού των κριτηρίων, η θεωρία και η φιλοσοφία έχουν (από καιρό) κληθεί να βάλουν κάποια τάξη στα πράγματα. Πλέον ουδείς καλλιτέχνης, με αξιώσεις ισχύος, δημιουργεί χωρίς ένα φιλοσοφικοαισθητικό πλαίσιο. Αλλά, επίσης, ουδείς θεατής ή φιλότεχνος δεν μπορεί πια να δεξιωθεί το έργο τέχνης, να το εκτιμήσει, ή έστω να το απολαύσει εάν δεν έχει προηγουμένως μελετήσει έστω στοιχειωδώς κάποια κρίσιμα πονήματα σχετικα με την τέχνη. Ένα από αυτά είναι το Όχι ακριβώς τέχνη του Θανάση Μουτσόπουλου.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, το αφήγημα «Η Κοκό στην Κοπεγχάγη – Το μυθιστόρημα της μεταπολίευσης» (εκδ. Νήσος).