Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Σε μια παλιά, καλή, ελληνική ταινία του Αλέκου Σακελάριου, στην Κυρά μας τη μαμή (γυρισμένη το 1958, με τους αείμνηστους Γεωργία Βασιλειάδου και Ορέστη Μακρή), αποτυπώνεται ο κλονισμός που επέρχεται στις αντιλήψεις των ανθρώπων ενός απομακρυσμένου χωριού ονόματι Λεστινίτσα, όταν φτάνει ένας γιατρός από την Αθήνα. Μέχρι τότε οι χωριανοί λειτουργούσαν με βάση τις οδηγίες της μαμής, με μαντζούνια και κομπογιαννίτικες πρακτικές, με φυλακτά και ξεματιάσματα, ενώ τώρα καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα σε όλα αυτά και στην επιστήμη και τις μεθόδους της.
Κάτι ανάλογο συνέβη μέσα στον 20ό αιώνα και στη λογοτεχνία, όταν η μελέτη της πέρασε από την εμπειρική προσέγγιση στα επιστημονικά σκαλοπάτια της ερμηνείας και της θεωρητικής συστηματοποίησης των κειμένων. Η αλλαγή Παραδείγματος, κατά τη μεθοδολογία του Thomas Kuhn, έγινε καταρχάς με τους ρώσους Φορμαλιστές, οι οποίοι μελέτησαν πρώτοι το λογοτεχνικό φαινόμενο, μίλησαν για τη λογοτεχνικότητα και τους τρόπους με τους οποίους η γλώσσα της λογοτεχνίας απομακρύνεται, ανοικειώνεται, από την καθημερινή γλώσσα και εν γένει έθεσαν επιστημονικά εργαλεία για την ανάλυση της ποιητικής γραφής.
Από τον Φορμαλισμό στην Αποδόμηση
Τους ρώσους θεωρητικούς (ενδεικτικά στο βιβλίο οι Σκλόφκσι, Μεντβέντεφ, Μπαχτίν) ακολούθησε η Σχολή της Πράγας (Γιάκομπσον, Μουκαρόφσκι) που έντυσε τις θεωρίες αυτές με τα γλωσσολογικά πρότυπα, Σχολή πάνω στην οποία στηρίχτηκαν οι δομιστικές και σημειωτικές έρευνες κυρίως στη Γαλλία αλλά και αλλού (Τοντόροφ, Ζενέτ, Μπαρτ, Κάλλερ, Λότμαν κ.λπ.). Ο δομισμός εστίασε πολύ στη δομή του κειμένου και προσπάθησε να διαμορφώσει κανόνες που συστηματοποιούν τη μορφή κάθε έργου, σε μια καθολική γραμματική που να εφαρμόζεται αν είναι δυνατόν παντού. Ο μεταδομισμός, που ακολούθησε, από την Αποδόμηση του Ζακ Ντεριντά έως τις αντισυμβατικές θεωρίες των Μισέλ Φουκώ και Πωλ ντε Μαν, λειτούργησαν φυγόκεντρα ως ροπές που θέλησαν να δείξουν πως συχνά οι κανόνες είναι πολύ στενοί για να εφαρμοστούν με βεβαιότητα πάνω στην τέχνη.
Δεν λείπουν φυσικά θεωρίες που είδαν το κείμενο υπό το πρίσμα των πορισμάτων άλλων επιστημών, όπως ήταν η Ψυχανάλυση...
Από τον ανά χείρας τόμο δεν λείπουν οι παλιότερες θεωρίες της Νέας Κριτικής (Ρίτσαρντς, Μπρουκς, Μπερκ κ.λπ.) ή της βασικής για τη μετέπειτα έρευνα Ερμηνευτικής (Γκάνταμερ, Χιρς, Ρικαίρ κ.ά). Δεν λείπουν φυσικά θεωρίες που είδαν το κείμενο υπό το πρίσμα των πορισμάτων άλλων επιστημών, όπως ήταν η Ψυχανάλυση (Χόλλαντ, Μπλουμ, Φέλμαν) ή η κοινωνική ματιά του Μαρξισμού (Λούκατς, Μπένγιαμιν, Ήγκλετον κ.λπ.), οι οποίες προσπάθησαν να φωτίσουν τους όρους γένεσης του λογοτεχνικού έργου, με έμφαση είτε στον ψυχικό κόσμο του δημιουργού είτε στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που τον καθόρισαν. Ανάλογες θεωρήσεις έκανε ο Φεμινισμός (Ντόνοβαν, Μηζ, Σιξού) που επικεντρώθηκε στο γένος συγγραφέων, χαρακτήρων και αναγνωστών και ο Πολιτισμικός Υλισμός (Γουίλλιαμς κ.ά) που χρησιμοποίησε εκτενώς την έννοια της κουλτούρας.
Αναγνωστικές θεωρίες και νεώτερα ρεύματα
Μεγάλη στροφή σε όλα αυτά αποτέλεσε η Θεωρία της Πρόσληψης, είτε μιλάμε για την Αισθητική της Πρόσληψης (Γιάους) είτε για την Κριτική της Αναγνωστικής Ανταπόκρισης (Ίσερ), αφού πλέον το βάρος μεταφέρεται στον αναγνώστη, και είναι αυτός που νοηματοδοτεί το κείμενο. Το κείμενο από μόνο του δεν έχει ένα αναλλοίωτο νόημα, το οποίο οφείλουμε να αναζητήσουμε, αλλά είναι ο αποδέκτης του που θα του προσδώσει νόημα ανάλογα με τις παραμέτρους της κοινότητας μέσα στην οποία ανήκει, χρονικά και ιδεολογικά. Τέλος, νεότερες σχετικά έρευνες με βάση τον Νέο Πραγματισμό, τον Μεταμοντερνισμό (Τζέημσον, Χάτσιον) και τις Μετααποικιακές Σπουδές (Σαΐντ, Μπάμπα) συμπληρώνουν το παζλ και αποτυπώνουν τα βασικά ρεύματα της Θεωρίας της Λογοτεχνίας, σχεδόν μέχρι τις μέρες μας.
Το βιβλίο που επιμελήθηκε ο K.M. Newton και μετέφεραν στα ελληνικά οι Αθ. Κατσικερός και Κ. Σπαθαράκης εντάσσεται στη γραμμή των τόμων που χαρτογραφούν και παρουσιάζουν όλες αυτές τις θεωρίες οι οποίες επιχείρησαν από ποικίλες οπτικές γωνίες και επιστημονικές σκοπιές να μελετήσουν το λογοτεχνικό φαινόμενο. Θυμίζω -για όποιον θέλει να προσεγγίσει αυτές τις θεωρίες- το βιβλίο των D. Fokkema - Elr. Ibsch «Θεωρίες λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα» (Πατάκης, 1997), το έργο των M. Delcroix - F. Hallyn «Εισαγωγή στις σπουδές της λογοτεχνίας» (Gutenberg, 2000), τον τόμο που επιμελήθηκε ο R. Selden «Από τον φορμαλισμό στον μεταδομισμό» (Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 2004), το βιβλίο των M. Angenot - J. Bessière - D. Fokkema - E. Kushner (επιμ.) «Θεωρία της Λογοτεχνίας. Προβλήματα και προοπτικές» (Gutenberg, 2010), το ευσύνοπτο «Λογοτεχνική θεωρία - μια συνοπτική εισαγωγή» του Jonathan Culler (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1997) και το έργο των Απ. Λαμπρόπουλου – Αντ. Μπαλασόπουλου (επιμ.) «Χώρες της θεωρίας» (Μεταίχμιο, 2010).
Ένας χρηστικός οδηγός πλεύσης
Το επίτομο έργο του K.M. Newton κάνει το εξής διαφορετικό: παραθέτει τα ίδια τα κείμενα των πρωτοπόρων της Θεωρίας της λογοτεχνίας, έστω και συντομευμένα, δίνοντας έτσι στους ίδιους τους σκαπανείς των νέων αντιλήψεων τον λόγο, ώστε να μπορεί κανείς να διαβάσει από πρώτο χέρι τις απόψεις τους και να παρακολουθήσει την εξέλιξη της θεωρίας περί τη λογοτεχνία. Μ' αυτόν τον τρόπο, ο επιμελητής επιχειρεί να δημιουργήσει μια κιβωτό κειμένων-σταθμών που καθόρισαν τη σκέψη της εποχής τους και συνετέλεσαν στην εξέλιξή της μέχρι σήμερα. Ο αναγνώστης έτσι έχει στη διάθεσή του έναν χρηστικό οδηγό πλεύσης ώστε να κατατοπιστεί και, μερικές φορές, ακόμα κι αν δυσκολευτεί στην κατανόηση να διερευνήσει το θέμα περαιτέρω.
Περάσαμε από την παντοδυναμία της μαμής στην αξιοπιστία –με όλες τις αβεβαιότητες που κουβαλά– του γιατρού
Είναι φυσικό να λείπουν σημαντικά ονόματα και έργα, όπως λ.χ. ο L. Goldman στον Μαρξισμό ή η L. Irigaray στον Φεμινισμό, καθώς μέσα σε 500 σελίδες δεν είναι δυνατόν να συμπεριληφθούν τα πάντα. Αυτό όμως που επιτυγχάνεται –και δεν είναι λίγο– είναι το ότι μπορεί κανείς να ανατρέξει, μέσα σ' ένα ευσύνοπτο ανάγνωσμα, στις βασικές συλλήψεις που προώθησαν μια επιστημονικότερη θεώρηση της λογοτεχνίας και των προβλημάτων που αυτή εγείρει. Τέλος, οι σύντομες εισαγωγές σε κάθε θεωρία κατατοπίζει για τις βασικές θέσεις της, ενώ το ευρετήριο ονομάτων (αν είχαμε και ευρετήριο όρων, θα ήταν καλύτερα) δίνει μια μικρή βοήθεια στην πλοήγηση του λαβυρίνθου.
Έτσι, μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι η μελέτη της πεζογραφίας και της ποίησης έχει βάσεις σε επιστημονικά εργαλεία και δεν εναπόκειται στον εμπειρισμό των ενασχολούμενων με αυτή, αφού πλέον περάσαμε από την παντοδυναμία της μαμής στην αξιοπιστία –με όλες τις αβεβαιότητες που κουβαλά- του γιατρού. Καλή ανάγνωση.