Το αποτύπωμα της Δικτατορίας και της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στην ελληνική λογοτεχνία. Σημαντικά έργα πεζογραφίας, ακαριαίες ποιητικές δημιουργίες και εν θερμώ απομνημονεύματα.
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Η επέτειος του Πολυτεχνείου αποτελεί μια ζωντανή και ενεργή μνήμη. Από τη μία, επειδή πολλοί που το έζησαν, είτε από μέσα είτε απ’ έξω, είναι ακόμα ζωντανοί και θυμούνται, αφηγούνται και μεταφέρουν τα βιώματά τους στις επόμενες γενιές. Μάλιστα η λεγόμενη Γενιά του Πολυτεχνείου συμμετείχε δραστικά, καταλαμβάνοντας έκτοτε θέσεις-κλειδιά και πολιτικά οφίκια, στη διαμόρφωση της Μεταπολιτευτικής Περιόδου. Από την άλλη, το Πολυτεχνείο πέρασε γρήγορα στη σχολική πράξη, έγινε γιορτή, άρα μέρα μνήμης και αναστοχασμού, έγινε γνωστό σε μαθητές και μαθήτριες δεκαετίες τώρα, ορθώθηκε ψηλά στο εικονοστάσι της εκπαιδευτικής μας εκκλησίας, σχεδόν σε ίση μοίρα με την 28η Οκτωβρίου και την 25η Μαρτίου. Ως μνημείο ακόμα και το ίδιο το κτήριο αποκτά μια φετιχιστική αξία, όπως δείχνει Η δύσκολη τέχνη (εκδ. Αντίποδες, 2015) του Δημήτρη Ελευθεράκη, που στοχάστηκε για την ιστορική του μνήμη με αφορμή ένα γκράφιτι που το «βεβήλωσε». Τέλος, η ιδεολογική του επένδυση (από την αριστερή ματιά, που θεώρησε τους Συνταγματάρχες άλλη μία καταπιεστική εξουσία, σχεδόν παρόμοια με όσες προηγήθηκαν στα ταραγμένα μετεμφυλιακά χρόνια, έως τους λοιπούς αγωνιστές, που στο Πολυτεχνείο είδαν να κορυφώνεται η αντιχουντική δράση και να συμβολίζεται το πέρασμα στη Δημοκρατία) το εξύψωσε σε περίοπτη θέση στην Ιστορία μας.
Τα Δεκαοχτώ κείμενα (εκδ. Κέδρος, 1970) θεωρούνται η μέγιστη συλλογική αντιδικτατορική αντίδραση, με στιβαρά ονόματα της εποχής όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων
Η λογοτεχνία το εγκολπώθηκε πολύ γρήγορα μετά το 1974, αλλά και πριν απ’ αυτό όρθωσε τα αντανακλαστικά της, όταν στάθηκε απέναντι στη Χούντα με όποιον τρόπο μπορούσε. Τα Δεκαοχτώ κείμενα (εκδ. Κέδρος, 1970) θεωρούνται η μέγιστη συλλογική αντιδικτατορική αντίδραση, με στιβαρά ονόματα της εποχής όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων (Γεώργιος Σεφέρης, Μανόλης Αναγνωστάκης, Νόρα Αναγνωστάκη, Αλέξανδρος Αργυρίου, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Νίκος Κάσδαγλης, Λίνα Κάσδαγλη, Μένης Κουμανταρέας, Ρόδης Ρούφος, Γιώργος Χειμωνάς, Θ. Δ. Φραγκόπουλος, Τάκης Σινόπουλος, Στρατής Τσίρκας, Καίη Τσιτσέλη, Σπύρος Πλασκοβίτης, Τάκης Κουφόπουλος και Δ.Ν. Μαρωνίτης).
Η ποίηση, πάλι, λόγω του ακαριαίου χαρακτήρα της, συνέλαβε γρήγορα τα μηνύματα της εποχής και τα κάρφωσε με στίχους.
Από την Κωστούλα Μητροπούλου («1050 Χιλιόκυκλοι», 1974):
«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!»
Αυτή η φωνή που τρέμει στον αέρα,
δεν σούστειλε ένα μήνυμα μητέρα,
αυτή η φωνή δεν ήτανε του γιού σου,
ήταν φωνές χιλιάδες του λαού σου.
«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!»
και τη Λένα Παππά («Στούς σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου», 1974):
Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα
κείτεται
-δεκοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-
για να έχω εγώ πουλιά-φτερά στα χέρια μου,
και συ στο σπιτάκι σου,
μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι
και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.
μέχρι το «Φοβάμαι» (1983) του Μανόλη Αναγνωστάκη:
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Γρήγορα αντανακλαστικά έδειξε και το χρονικό ή το απομνημόνευμα, τα οποία σταδιακά προεκτάθηκαν σε αυτοβιογραφικές σελίδες όσων έζησαν άμεσα ή έμμεσα τα γεγονότα της 17ης Νοέμβρη, βίωσαν ευρύτερα τη Δικτατορία και κατέθεσαν, μόλις αυτή έπεσε, τις εμπειρίες τους, ώστε να απαθανατίσουν τις μελανές εκείνες στιγμές, να διασώσουν δηλαδή το βίωμα ως ντοκουμέντο: από Το χρονικό των τριών ημερών (1974) της Κωστούλας Μητροπούλου και το Πώς φτάσαμε στη νύχτα της μεγάλης σφαγής (1975) της Λιλής Ζωγράφου μέχρι την αυτοβιογραφική κατάθεση Ερασιτέχνης επαναστάτης (2018) του Απόστολου Δοξιάδη.
꩜
Στην πεζογραφία γράφτηκαν πολλά, ειδικά τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, όταν η μνήμη ακόμα έκαιγε και σταδιακά έδινε τη θέση της σε βιωματικές αλλά και σε μεταβιωματικές γραφές.
Τα πρώτα εμβληματικά μυθιστορήματα της Μεταπολίτευσης για το Πολυτεχνείο αποτελούν σίγουρα η «Αντιποίησις αρχής» του Αλέξανδρου Κοτζιά και η «Αρχαία σκουριά» της Μάρως Δούκα, έργα γραμμένα από αντίθετους ιδεολογικά πόλους και δημοσιευμένα την ίδια χρονιά, το 1979.
Τα πρώτα εμβληματικά μυθιστορήματα της Μεταπολίτευσης για το Πολυτεχνείο αποτελούν σίγουρα η Αντιποίησις αρχής του Αλέξανδρου Κοτζιά και η Αρχαία σκουριά της Μάρως Δούκα, έργα γραμμένα από αντίθετους ιδεολογικά πόλους και δημοσιευμένα την ίδια χρονιά, το 1979. Και τα δύο αναδεικνύουν το σαθρό υπογάστριο του απριλιανού καθεστώτος και παρουσιάζουν χαρακτήρες, που δεν είναι ακριβώς ήρωες: ο μεν πρώτος έναν αρνητικό ήρωα κι η δεύτερη μια αντιηρωίδα, αν κριθεί με τα κριτήρια περί εξεγερμένης Αριστερής νεολαίας.
Στην Αντιποίησις αρχής ο Μένιος Κατσαντώνης είναι ένας άνθρωπος αμφίβολης ηθικής, γίνεται χαφιές τις μέρες του Πολυτεχνείου, εντέλει βασανίζεται και αποβάλλεται από τις τάξεις των ασφαλιτών. Έτσι, με ένα νεωτερικό μυθιστόρημα ο Αλ. Κοτζιάς δείχνει από μέσα το καθεστωτικό απόστημα, που χρησιμοποιεί ρηχούς, ευτελείς και εντέλει άχρηστους ανθρώπους για τις βρομοδουλειές του. Από την άλλη, στην Αρχαία σκουριά η Μυρσίνη περνάει από τη μεγαλοαστική τάξη, στην οποία μεγάλωσε, στο αριστερό ρεύμα, περισσότερο από έρωτα παρά από κομμουνιστική αφύπνιση, και απομυθοποιεί το αντιδικτατορικό κίνημα, βασανίζεται από την αστυνομία και συμμετέχει στα γεγονότα της 17ης Νοεμβρίου, αλλά συνάμα κρίνει αρνητικά το δεδομένο αριστερό προφίλ των φοιτητών της εποχής.
Είχαν προηγηθεί, βέβαια, μερικά κείμενα, που προσέγγιζαν τα πολύ πρόσφατά τους γεγονότα, τόσο της Χούντας και του Πολυτεχνείου όσο και της επανόδου στη Δημοκρατία: ο Σπύρος Πλασκοβίτης στη συλλογή διηγημάτων Το Συρματόπλεγμα (1974) αναπλάθει τις εμπειρίες του από τη φυλάκισή του στα χρόνια της επταετίας, η Μαργαρίτα Λυμπεράκη στο Μυστήριο (1976) αναφέρεται στο κρίσιμο τριήμερο του Νοεμβρίου του 1973 και στους πρώτους μεταπολιτευτικούς μήνες, ο Νίκος Κάσδαγλης στο διήγημα «Επιβάσεις» (από τη συλλογή Μυθολογία, 1977) σκιαγραφεί, στο πρόσωπο ενός διωκόμενου γιατρού, τα ηλίθια μέσα που χρησιμοποιούσε η δικτατορική εξουσία αλλά και την αντιηρωική δειλία του απλού κόσμου· επίσης, ο Χριστόφορος Μηλιώνης, στα Διηγήματα της δοκιμασίας (1978), που είχαν γραφτεί την περίοδο της χούντας, με έναν φαινομενικά αθώο και ακίνδυνο τρόπο αποκαλύπτει τα ασφυχτικά αισθήματα του εγκλεισμού και της ανασφάλειας που βίωνε το άτομο μέσα σ’ αυτήν την εποχή. Ας μην ξεχάσουμε, τέλος, το Επάγγελμα πόρνη (1978) της Λιλής Ζωγράφου, που σατιρίζει ανελέητα τη χαμέρπεια και την υποκρισία των ανθρώπων της Δικτατορίας.
Τη δεκαετία του ’80, όταν η γενιά που ανδρώνεται τότε στρέφει τη λογοτεχνία στον ατομικό βίο, εξακολουθούν να ασχολούνται με τη Χούντα και το Πολυτεχνείο συγγραφείς των προηγούμενων γενιών, που έχουν ζήσει εκ του σύνεγγυς τα πράγματα. Λ.χ. ο Διονύσης Χαριτόπουλος στο 525 τάγμα πεζικού (1981) συστήνει μια πολεμική παρωδία, αφού εξιστορεί γελοιογραφικά την επιστράτευση του 1974 την οποία κήρυξε το Απριλιανό καθεστώς, για να αντιμετωπίσει -πρόχειρα και χωρίς σχέδιο- την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ο ίδιος πεζογράφος επιστρέφει στα χρόνια της Επταετίας το 2014 με τις Πρόβες πολέμου, για να σατιρίσει πάλι τη στρατοκρατική νοοτροπία της εποχής στα σύνορα του Έβρου, το 1967 αυτή τη φορά, με αποκορύφωμα το αποτυχημένο κίνημα του βασιλιά.
Τη δεκαετία του ’80, όταν η γενιά που ανδρώνεται τότε στρέφει τη λογοτεχνία στον ατομικό βίο, εξακολουθούν να ασχολούνται με τη Χούντα και το Πολυτεχνείο συγγραφείς των προηγούμενων γενιών, που έχουν ζήσει εκ του σύνεγγυς τα πράγματα.
Ξανά πίσω στη δεκαετία του ’80, ο Γιώργος Ιωάννου αφηγείται με το γνωστό στοχαστικό ύφος του τα γεγονότα του Πολυτεχνείου στο πεζογράφημά του «Ο τοίχος με τα κάγκελα» (από το Εφήβων και μη, 1982) και πάλι ο Νίκος Κάσδαγλης στη Νευρή (1985) αναφέρεται με αντιηρωικό τόνο στην τραυματισμένη γενιά που βγήκε από την Επταετία, ώσπου φτάνουμε το 1989 στον Απόστολο Δοξιάδη, ο οποίος δημοσιεύει τον Μακαβέττα. Πρόκειται για μια τραγελαφική αναπαράσταση της ατμόσφαιρας της Δικτατορίας, με τον αντισυνταγματάρχη Αχιλλέα Μακαβέττα να αναλαμβάνει να εξουδετερώσει την ανταρσία του «Γορίλλα», συνταγματάρχη που επαναστατεί και περικυκλώνει την 7η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία στα χρόνια της χούντας, αλλά τελικά γίνεται ο ίδιος πραξικοπηματίας. Το όλο κλίμα που στήνεται είναι σατιρικό και παρωδιακό, για να καταδειχθεί το σαθρό υπόβαθρο των Συνταγματαρχών, οι βυζαντινισμοί και η κωμική στρατοκρατία, η κινούμενη άμμος της Ιστορίας κι η μεταμοντέρνα υπονόμευση των νόμων της.
Η Δικτατορία, ως τέλος μιας προηγούμενης περιόδου, ως μετάβαση σε μια άλλη «χώρα», ως αναστολή της δημοκρατικής Ελλάδας, ως προγονόπληκτο ανάχωμα στην τρομερή δεκαετία του ’60, αλλά και ως λογική απόρροια της ταραγμένης πολιτικής ζωής της ίδιας δεκαετίας, περνά, άλλοτε πιο σθεναρά κι άλλοτε πιο ράθυμα, μέσα στις σελίδες πολλών βιβλίων. Τα περιδιαβαίνω εν τάχει: Θανάσης Βαλτινός Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 (1989), Σώτη Τριανταφύλλου Αύριο, μια άλλη χώρα (1997), Ρέα Γαλανάκη Ο αιώνας των λαβυρίνθων (2002), Τάσος Χατζητάτσης Σα σπασμένα φτερά (2003), Γιάννης Κιουρτσάκης Εμείς οι Άλλοι (2010) κ.λπ.
Η διάσταση μεταξύ ενός ανυποψιάστου ή κεκαθαρμένου παρόντος και του ζοφερού παρελθόντος στα χρόνια της Δικτατορίας φαίνεται σε έργα, όπως Η τρομοκρατία της μνήμης (1993) της Λείας Βιτάλη, όπου ο τωρινός εαυτός ξανασυναντά τον παλιό, ο οποίος έζησε μέσα στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ή το Κάτω από τις οπλές (2010) του Γιάννη Ατζακά, όπου ο παλαίμαχος ηθοποιός Χάρης Φωτίου διαβάζει τα ημερολόγια του φίλου του Άλκη Πολίτη, που αφορούν όσα συνέβησαν το 1968.
Την περίοδο της Χούντας ανασκαλεύει το σύγχρονο αστυνομικό (και δικαστικό) μυθιστόρημα, είτε επικεντρώνοντας τη δράση του μέσα σ’ αυτήν, είτε μελετώντας την απήχηση του Πολυτεχνείου και τη μεταπολιτευτική εξέλιξη όσων υπέστησαν διώξεις και πολιτική τρομοκρατία.
Την περίοδο της Χούντας ανασκαλεύει το σύγχρονο αστυνομικό (και δικαστικό) μυθιστόρημα, είτε επικεντρώνοντας τη δράση του μέσα σ’ αυτήν, είτε μελετώντας την απήχηση του Πολυτεχνείου και τη μεταπολιτευτική εξέλιξη όσων υπέστησαν διώξεις και πολιτική τρομοκρατία. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν το Μυρίζει αίμα (2008) του Γιάννη Ράγκου και Μια σκοτεινή υπόθεση (2010) του Λάκη Δόλγερα, όπου το κλίμα της εποχής περνάει έμμεσα αλλά γλαφυρά.
Πιο πολλή ουσία, για να καταλάβουμε πώς εξελίχθηκε η Γενιά του Πολυτεχνείου και πόσα από τα δεινά της δικής μας εποχής εντοπίζονται στο τότε, έχουν τα αστυνομικά μυθιστορήματα του Πέτρου Μάρκαρη, στα οποία ο πρωταγωνιστής αστυνόμος Κώστας Χαρίτος είχε συμμετάσχει, όταν ήταν νεαρός αστυνομικός στην έφοδο στο Πολυτεχνείο, αν και αργότερα δεν αποφεύγει να συνάψει στενές σχέσεις με τον αριστερό Ζήση, που είχε διωχθεί πολλάκις λόγω των πολιτικών του φρονημάτων. Πιο συγκεκριμένα, στο Ο Τσε αυτοκτόνησε (2003) ο συγγραφέας διερευνά πώς παλιοί αγωνιστές της αντιδικτατορικής δράσης μετεξελίχθηκαν σε καθεστώς μέσα στη Μεταπολίτευση, προδίδοντας στην ουσία τους αγώνες τους. Στο Ψωμί παιδεία ελευθερία (2012), τίτλος που παραπέμπει ευθέως στην επαναστατική ατμόσφαιρα της εποχής, ο Π. Μάρκαρης αναδεικνύει πώς η τότε Γενιά του Πολυτεχνείου θεωρείται από τους μεταγενέστερους ότι καπηλεύθηκε τον αγώνα, ανέβηκε στην εξουσία, πούλησε αριστεροσύνη κι αντίσταση και τελικά ενσωματώθηκε με κέρδη και δόξα στο σύστημα που πολεμούσε. Ίδια εξέλιξη έχει και ο πρωταγωνιστής στο Όνειρο του Οδυσσέα (2011) του Μάκη Καραγιάννη, σύμβολο της αντίστασης κατά της Χούντας, που καταλήγει κατηγορούμενος για υπεξαίρεση χρημάτων και τελικά ανευρίσκεται νεκρός. Σε ανάλογο κλίμα κινούνται ο Γιώργος Μπράμος στο Ψέμα του λύκου (2013) και ο Αντώνης Γκόλτσος στην Αφιέρωση (2016).
꩜
Επιστρέφω σε πεζογραφήματα που έχουν στον πυρήνα τους τη Δικτατορία, κυρίως σε σχέση με το τι άφησε, πώς και γιατί δεν έκλεισε τα τραύματα και τους ανοικτούς λογαριασμούς της, ποια συνείδηση ενέβαλε στη μετέπειτα ολοένα και περισσότερο κραταιούμενη Δημοκρατία…
Ξεκινώ με την Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος (2005) του Δημήτρη Φύσσα, ένα μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας, που εξετάζει το what if μετά την Κατοχή επικρατούσε η Αριστερή παράταξη και η Ελλάδα μετατρεπόταν σε Λαϊκή Δημοκρατία. Ο Νοέμβριος του 1973 βρίσκεται στο προσκήνιο, επειδή η εξέγερση των φοιτητών οργανώνεται απέναντι σ’ αυτό το φανταστικό κομμουνιστικό καθεστώς και φυσικά βάφεται με αίμα, ενώ το Πολυτεχνείο εκφράζει πλέον πάλι την αντίσταση σε ένα ολοκληρωτικό τρόπο διακυβέρνησης, όχι όμως απέναντι στη στρατοκρατούμενη Χούντα των Συνταγματαρχών αλλά στη σοβιετόφιλη κυβέρνηση.
Τρία χρόνια μετά, ο Ηλίας Μαγκλίνης εκδίδει την Ανάκριση (2008), το 2022 τον ακολουθεί η Μαρία Φακίνου την Κλίμακα Μπόγκαρτ και το 2009 ο Θοδωρής Ραχιώτης τους Βασανιστές. Το πρώτο και το τρίτο λειτουργούν σαν καθρέφτες, αφού ο Ηλ. Μαγκλίνης υιοθετεί την οπτική γωνία του θύματος, ενώ ο Θ. Ραχιώτης αυτήν του θύτη στα κρατητήρια της ΕΑΤ-ΕΣΑ. Η Μ. Φακίνου συνομιλεί με τον Μαγκλίνη ως προς τη σχέση κόρης-πατέρα, αλλά φλερτάρει και με τον Ραχιώτη ως προς την ανάδειξη του δράστη.
Στην Ανάκριση ο πατέρας, που είχε κακοποιηθεί από τους χουντικούς, επιλέγει την ιστορική απόσυρση και δεν μιλά, δεν αποκαλύπτει όσα έζησε, κρύβει μέσα του τα τραύματά του και τα εξαφανίζει με έναν πέπλο σιωπής. Η κόρη του, ωστόσο, χαρακώνει τον εαυτό της, τόσο ως μορφή τέχνης όσο και ως μορφή σωματοποίησης της πατρικής κληρονομιάς, ένα είδος συμ-πάθειας για όσα αυτός υπέστη. Ανάλογα στην Κλίμακα Μπόγκαρτ ο πατέρας προσπαθεί να διαγράψει το ύποπτο παρελθόν του στα χρόνια της χούντας, αλλά η κόρη, όταν το ανακαλύπτει, κόβει τις σχέσεις της με τον «μιαρό» πρόγονό της. Η γενιά που τα έζησε επιλέγει την ιστορική λήθη, ενώ η επόμενη γενιά θέλει να τα αναβιώσει μέσω της οδυνηρής μνήμης ή να αποστασιοποιηθεί από τους θύτες-συγγενείς της. Από την άλλη, στους «Βασανιστές» ένας απλός άνθρωπος, χωρίς βαθιά ιδεολογική συνείδηση, μετατρέπεται σε βασανιστή της Χούντας, γρανάζι σε ένα πλαίσιο που δίνει ρόλους και επιφορτίζει με καθήκοντα, χωρίς αναγκαστικά ο δράστης να ενδιαφέρεται για τα κομμουνιστικά πιστεύω των θυμάτων του· η δύναμη και η βία είναι το ίδιο σκληρό ναρκωτικό με κάθε ιδεολογία.
Η γενιά που τα έζησε επιλέγει την ιστορική λήθη, ενώ η επόμενη γενιά θέλει να τα αναβιώσει μέσω της οδυνηρής μνήμης ή να αποστασιοποιηθεί από τους θύτες-συγγενείς της.
Στους Τυφλούς (2017) του Νίκου Μάντη, ένας εύζωνας με παραφυσικές δυνατότητες βρίσκεται σε ένα χουντικό σόου στο Καλλιμάρμαρο και μέσω του βλέμματός του αναδεικνύεται σατιρικά ο τραγέλαφος του απριλιανού καθεστώτος, ο αρχαιόπληκτος συντηρητισμός του και η φανφαρόνικη αντίληψη περί ιστορίας. Δύο τελευταία έργα αναδεικνύουν νεαρούς της εποχής του 1967 και του 1973 ως πολίτες χωρίς συνείδηση, των οποίων η ζωή ανακόπτεται από τη Δικτατορία και τα καλλιτεχνικά τους όνειρα εκπαραθυρώνονται. Ο ζωγράφος του Αλέξη Πανσέληνου στο Λάδι σε καμβά (2022) και οι νεαροί μουσικοί του Γιάννη Μπασκόζου στη Μπαλάντα των ανίδεων και καλών (2023) (δεν) προσεγγίζουν την αντιστασιακή πράξη, όχι από δειλία αλλά από αφελή ατομικισμό.
꩜
Μια πρώτη προσπάθεια αποτίμησης και ανθολόγησης κειμένων, ποιητικών και πεζών, που αναφέρονται στο Πολυτεχνείο αποτελεί η ανθολογία του Ηλία Γκρη Το μελάνι φωνάζει – 17 Νοέμβρη 1973 στη λογοτεχνία (Γαβριηλίδης 2013, με δύο επανεκδόσεις έκτοτε), όπου επιλέγονται αποσπάσματα από δεκάδες ποιήματα και πεζά, τα οποία αφιερώνουν μικρό ή μεγάλο μέρος τους στη Δικτατορία και την αντιδικτατορική δράση.
Τελικά, πενήντα χρόνια μετά την αιματηρή εξέγερση πόσο «πρακτικό παρελθόν» είναι το Πολυτεχνείο; Σε αντίθεση με το «ιστορικό παρελθόν», που είναι νεκρό και αντικείμενο ξερής επιστημονικής πραγμάτευσης, το «πρακτικό παρελθόν» –κατά τον Όουκσοτ– είναι αυτό που επιζεί και επηρεάζει το παρόν. Ίσως το 1973 είναι το πιο έντονα «πρακτικό παρελθόν» που ζούμε, χωρίς το μουσειακό φάσκιωμα, που έχει τυλίξει την 28η Οκτωβρίου και την 25η Μαρτίου, χωρίς τους εξασθενημένους πλέον θρήνους του 1922, όχι μόνο επειδή είναι πιο φρέσκο, αλλά κι επειδή έχει περιβληθεί με την ιδεολογική αχλή της αγωνιστικής νεολαίας, της αντιδικτατορικής αντίστασης και της διαχρονικής προσήλωσης στη Δημοκρατία.
Βρίσκεται στο κατώφλι ανάμεσα στον αέναα επίκαιρο Εμφύλιο, αφού μέχρις ενός σημείου συνεχίζει μέσα στον τριακονταετή πόλεμο (1943-1974), κατά τον Αλέξανδρο Κοτζιά, την εμφυλιακή διαμάχη, θέτοντας στο ένα άκρο τις ακροδεξιές πρακτικές της Χούντας και στο άλλο όλο τον δημοκρατικό κόσμο, από τους κομμουνιστές έως τους δημοκράτες αστούς. Το Πολυτεχνείο έρχεται ως ο τελευταίος ηρωικός απόηχος της εμφύλιας διαπάλης, με πολλά ερωτηματικά για τον μαζικό ηρωισμό και το κομματικό πρόσημο: αφενός η αντίσταση δεν ήταν τόσο μαζική και συνειδητοποιημένη όσο νομίζουμε κι αφετέρου απέναντι στη Χούντα στάθηκαν Αριστεροί αλλά και λοιπές δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου. Είναι όμως κατώφλι γιατί εισάγει μια νέα περίοδο, τη Μεταπολίτευση· κι η λογοτεχνία μιλά για τη 17η Νοέμβρη, υποδεικνύοντας συχνά την αρχή της νέας δημοκρατικής πολιτείας, τις παθογένειες που κληροδοτήθηκαν αλλά και την αμαρτωλή εξέλιξη, πολιτική και οικονομική, της γενιάς του Πολυτεχνείου.
Το Πολυτεχνείο έρχεται ως ο τελευταίος ηρωικός απόηχος της εμφύλιας διαπάλης, με πολλά ερωτηματικά για τον μαζικό ηρωισμό και το κομματικό πρόσημο: αφενός η αντίσταση δεν ήταν τόσο μαζική και συνειδητοποιημένη όσο νομίζουμε κι αφετέρου απέναντι στη Χούντα στάθηκαν Αριστεροί αλλά και λοιπές δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου.
Όσοι έζησαν τα γεγονότα, επιχείρησαν αφενός να τα απαθανατίσουν και τα διασώσουν μνημονικά για τις επόμενες γενιές κι αφετέρου να χειριστούν το προσωπικό τραύμα. Σταδιακά ξεπερνιέται η φάση του πρώτου σοκ και η θεματοποίηση της χούντας έρχεται με αυτοστοχαστικά κείμενα, τα οποία άλλοτε προσπαθούν να εξιχνιάσουν τον ψυχισμό του θύματος, άλλοτε να αποκωδικοποιήσουν την οπτική γωνία του θύτη κι άλλοτε να επιχειρήσουν μια γενικότερη, με επαγωγικό τρόπο πάντα, ιστορική κατόπτευση της εποχής. Νεότερες μελέτες και προσεγγίσεις, όπως της Δέσποινας Σκούρτη «Αντικατοπτρισμοί και μνήμες της περιόδου 1967-1974 στη ελληνική πεζογραφία» (2015), φωτίζουν ένα τεράστιο πλήθος κειμένων και αναδεικνύουν τους μηχανισμούς πρόσληψης, επεξεργασίας και αποτύπωσης της επταετίας στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία.
Κρατώ από αυτή τη μελέτη μερικά χρήσιμα συμπεράσματα ως επίλογο της δικής μου παρουσίασης. Η λογοτεχνία μας παρουσιάζει το ατομικό να συναντά το συλλογικό μέσα στο πλαίσιο του πολιτικού γίγνεσθαι. Φέρνει τη μνήμη να διασταυρώνεται με την Ιστορία αλλά και την εκούσια σιωπή, αφού συχνά οι μάρτυρες της εποχής (με τη διπλή σημασία της λέξης) προτιμούν να μη μιλούν γι’ αυτή, άλλοτε ως προσπάθεια απώθησης κι άλλοτε ως χρήση της σιωπής σαν έμμεση επεξεργασία του τραύματος. Είτε με τον λόγο είτε με τη αφωνία, πολλοί συγγραφείς (και πρωταγωνιστές των κειμένων) άλλοτε συγκροτούν έναν «παρηγορητικό μύθο» αποθέωσης του πάνδημου αγώνα κι άλλοτε ασκούν κριτική και απομυθοποιούν όσα έγιναν.
Το Πολυτεχνείο για τους λογοτέχνες δεν είναι (μόνο) ένα πεδίο ηρωισμού, αλλά και πεδίο αέναης διαπάλης με την Ιστορία, που συνεχίζει να επενεργεί στο σήμερα, εκφράζοντας την εθνική και πολιτική μας μοίρα...
Το Πολυτεχνείο για τους λογοτέχνες δεν είναι (μόνο) ένα πεδίο ηρωισμού, αλλά και πεδίο αέναης διαπάλης με την Ιστορία, που συνεχίζει να επενεργεί στο σήμερα, εκφράζοντας την εθνική και πολιτική μας μοίρα, τα προγενέστερα πάθη, που εξέθρεψαν την 21η Απριλίου, και τον λαϊκό παλμό, που οδήγησε στη 17η Νοεμβρίου, αλλά και το αποτύπωμά της στο μεταπολιτευτικό σκηνικό, άλλοτε ως δημοκρατική αποκατάσταση κι άλλοτε ως καπηλεία της αντίστασης για προσωπικά και κομματικά συμφέροντα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).