Για τη συλλογή διηγημάτων (ή, καλύτερα, για το σπονδυλωτό μυθιστόρημα) του Δημήτρη Χριστόπουλου «Δωδεκάτη Φεβρουαρίου» (εκδ. Ποταμός)
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Η μόνη μου ένσταση είναι ότι δεν πρέπει τα κείμενα του τόμου να διαβαστούν ως συλλογή διηγημάτων, γιατί έτσι θα μείνουν μόνο στην προσεγμένη γλώσσα και θα χάσουν την ουσιαστικότερη –πολυπρισματική– αίσθηση που αφήνουν ως σύνολο. Κατά τη γνώμη μου, λοιπόν, το βιβλίο θα έπρεπε να ονασμαστεί ειδολογικά «μυθιστόρημα», ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που αποσπασματικά και καλειδοσκοπικά είναι σε θέση να αναδείξει τον κεντρικό πυρήνα του.
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος, ίσως στο πιο ώριμο έργο του, πολιορκεί εκείνη τη μέρα όχι με ευθέως πολιτικό τρόπο, αλλά με πολυάριθμους χαρακτήρες οι οποίοι σχετίζονται με τον χώρο και τον χρόνο, είτε άμεσα είτε έμμεσα.
Άξονας (είτε μιλάμε για ομόθεμα διηγήματα είτε για σπονδυλωτό αφήγημα) είναι η νύχτα της 12ης Φεβρουαρίου 2012, όταν, στο πλαίσιο συνεχών ταραχών στο κέντρο της Αθήνας, με πολιτικό και κοινωνικό υπόβαθρο, καίγονται οι προσόψεις δύο εμβληματικών κινηματογράφων της Σταδίου, του «Αττικόν» και του «Απόλλων». Ο Δημήτρης Χριστόπουλος, ίσως στο πιο ώριμο έργο του, πολιορκεί εκείνη τη μέρα όχι με ευθέως πολιτικό τρόπο, αλλά με πολυάριθμους χαρακτήρες οι οποίοι σχετίζονται με τον χώρο και τον χρόνο, είτε άμεσα είτε έμμεσα. Κάνει κάτι ανάλογο, αν και με διαφορετικό ύφος αφήγησης, με την Κωνσταντία Σωτηρίου, που στο «Brandy Sour» (Πατάκης, 2022) έθεσε στο κέντρο του δικού της μυθιστορήματος το ξενοδοχείο Ledra Palace, το οποίο τώρα βρίσκεται στην Πράσινη Γραμμή της Λευκωσίας. Κι οι δύο συγγραφείς πλαγιοκοπούν τα ιστορικά ορόσημα των δύο τοπόσημων με απλούς ανθρώπους να διασταυρώνουν τη ζωή τους με αυτά, η Κύπρια συγγραφέας με πιο εμφανή ιστορικό τρόπο, ενώ ο Έλληνας ομότεχνός της με κινηματογραφικές πινελιές.
Από τον βοηθό προβολατζή μέχρι την καθαρίστρια κι από τον ταχυδρόμο μέχρι τον υπέργηρο παππού, χρονιές και σκηνικά, ταινίες και άνθρωποι, επώνυμοι πολίτες του κόσμου και καθημερινοί Αθηναίοι διασταυρώνονται σε όλη την πορεία των δύο κινηματογράφων. Η ιστορία τους είναι και η ιστορία της Αθήνας, σε μια καταγραφή από κάτω, που εστιάζει –όπως έκανε άλλωστε πάντα η λογοτεχνία- στη μοίρα των απλών ανθρώπων, οι οποίοι ωστόσο κουβαλάνε, πέρα από τα δικά τους δράματα, και λίθους από την Ιστορία της πόλης και της χώρας ολόκληρης.
Οι ιστορίες τυχαίων χαρακτήρων συναντάνε ταινίες που σχετίζονται με τα σινεμά ή σκιαγραφούν εξ αντανακλάσεως το κοινωνικοπολιτικό περικείμενο της τραγικής νύχτας. Λ.χ. η αναφορά στο «Πολύ σκληρός για να πεθάνει» κάνει τον ημιαναίσθητο Ταξιάρχη να φαντάζεται τον εαυτό του υπερήρωα, έναν άλλο Μπρους Γουίλις, που σώζει τα κτήρια από την αδηφάγο πυρκαγιά. Άλλες ταινίες μεταφέρουν το συγκινητικό τους περιεχόμενο ως νοσταλγικό δούρειο ίππο, ως αντίβαρο στη βαρβαρότητα των καιρών, ως τη δύναμη της τέχνης να αντιστρατεύεται με τα δικά της όπλα τη φρίκη και την επιθετική λαίλαπα της εποχής μας. Κι άλλες σχετίζονται με το όνομα «Απόλλων», όπως η «Επιχείρηση Απόλλων» με την Έλενα Ναθαναήλ ή τον Απόλλωνα Μαρσύα, τον ψευδώνυμο πρωταγωνιστή στην ταινία του Ορέστη Λιάσκου «Δάφνις και Χλόη» του 1931.
Μια χώρα που καίει τα πολιτισμικά τοπόσημά της -όποιοι κι αν είναι οι θύτες, με όποια αιτήματα κι αν βγαίνουν στους δρόμους και όποια κι αν είναι η κυβέρνηση- μια τέτοια χώρα δηλώνει ρητά ή άρρητα ότι ο πολιτισμός είναι η πολυτέλεια που δεν της πρέπει.
Το κάψιμο των κινηματογράφων σε μια Αθήνα αλλόφρονα και εξεγερμένη, σε μια Ελλάδα που βίωνε την οικονομική κρίση, είναι για τον συγγραφέα το ρέκβιεμ της πολιτικής και του πολιτισμού. Μια χώρα που καίει τα πολιτισμικά τοπόσημά της -όποιοι κι αν είναι οι θύτες, με όποια αιτήματα κι αν βγαίνουν στους δρόμους και όποια κι αν είναι η κυβέρνηση- μια τέτοια χώρα δηλώνει ρητά ή άρρητα ότι ο πολιτισμός είναι η πολυτέλεια που δεν της πρέπει. Όταν δηλαδή απαξιώνεται και παραδίδεται στην πυρά η Ιστορία, η κουλτούρα, το εποικοδόμημα για το οποίο είμαστε περήφανοι, αλλά εύκολα το ρίχνουμε στα λιοντάρια, η τέχνη, η ανθρωπιστική παιδεία κ.λπ., τότε ποια άλλη ένδειξη χρειαζόμαστε για την κατάντια των πιο λεπτών μας αξιών;
Με αυτόν τον τρόπο, η κοινωνία και η πολιτική μεταμορφώνουν τους δρόμους σε αρένα και σε ζούγκλα, όπου δεν μετράει το συναίσθημα κι η ανθρώπινη συνείδηση, ούτε ο βαθύς ψυχισμός. Κι όταν έξω και γύρω η οικονομική κρίση σοβεί, οι άνθρωποι αυτοκτονούν, το ΔΝΤ οργιάζει, τότε η πολιτική των αριθμών συναντά τους θανάτους των Ελλήνων και την εξάχνωση κάθε ίχνους πολιτισμού. Έγραψα προηγουμένως ότι ο Δ. Χριστόπουλος δεν πολιτικολογεί, αλλά μάλλον κάνω λάθος: πολιτικολογεί με τον πιο καθαρό και μαζί γόνιμο τρόπο, με αυτόν της λογοτεχνίας, που δεν προπαγανδίζει, αλλά αφήνει τα στιγμιότυπα, εντός και εκτός της μεγάλης οθόνης, να στύψουν το συναίσθημα, να εκπέμψουν συγκίνηση και να απομονώσουν τον μελοδραματισμό όπως και την εύκολη πολιτική ρητορεία.
Αν θέσουμε στο βιβλίο το ερώτημα «Ποιος φταίει για το κάψιμο των κινηματογράφων;», η απάντηση θα λανθάνει ες αεί ανάμεσα στα ιστορικά και ποιητικά εσταντανέ, ανάμεσα στα ρητά που διασπείρονται και στις σκηνές που σκηνοθετούνται μπροστά μας. Ο Δ. Χριστόπουλος φτιάχνει ένα παλίμψηστο εποχών, ανθρώπων, επεισοδίων και απογοητεύσεων, σκορπά κινηματογραφική νοσταλγία και δημιουργεί ένα πολύπλευρο έργο που παρασύρει τον αναγνώστη στο αφηγηματικό και στιλιστικό του χαρμάνι.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Aπόσπασμα από το βιβλίο:
«Γεννήθηκα το 1914, Σταδίου 19Α/21, την οδό του πνεύματος, του πολιτισμού και της διοίκησης. Έζησα Σταδίου 25/27, ανάλογα με την εποχή. Τα κατά καιρούς τηλέφωνά μου 1028, 1728, 28821, 3228821, 2103228821, 2103252817. Πλησίον μου το Απόλλων, το Σπλέντιτ και το Παλλάς. Έμαθα τον θάνατό μου από τις ειδήσεις – τουλάχιστον θάνατος φλογερός και φωτεινός, γεμάτος λάμψη. Τώρα δεν θέλω άλλο να υπάρχω. Στέκομαι μετέωρος μες στους καινούριους καιρούς, γυμνός από τα πάθη που κάποτε φούντωσαν εδωμέσα. Δεν αξίζει να τη ζήσω άλλο τούτη τη ζωή. Δικαίωμά μου.»