Για το μυθιστόρημα της Έλενας Μαρούτσου «Το εξιλαστήριο θαύμα – Μια ιστορία σε πενήντα μία βαλίτσες» (εκδ. Κίχλη). Κεντρική εικόνα: Πίνακας του Modigliani.
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Υπάρχει μια τεχνική στο θέατρο, που χρησιμοποιούν ενίοτε οι σκηνοθέτες, σύμφωνα με την οποία ο ηθοποιός πρέπει να παίξει με έναν συγκεκριμένο περιορισμό και με βάση αυτόν να οριοθετήσει τα λόγια και τις πράξεις του: λ.χ. δεν πρέπει καθόλου να κοιτάζει τον συμπρωταγωνιστή του ή να ανάβει ένα τσιγάρο κάθε φορά που κάτι σημαντικό πρόκειται να συμβεί. Κάτι ανάλογο μοιάζει να κάνει και η Έλενα Μαρούτσου, καθώς η βαλίτσα –στις διάφορες εκδοχές και χρήσεις της– περνοδιαβαίνει από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, συνδέοντας συμβολικά τα ποικίλα επίπεδα αυτού του μυθιστορηματικού παλίμψηστου. Με αυτόν τον τρόπο αποβαίνει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, το οποίο, ανάλογα με τη σκηνή στην οποία εμφανίζεται, επανορίζεται και συνάμα προσδιορίζει την έννοια του ταξιδιού, εκούσιου και κυρίως ακούσιου.
Και λέω «παλίμψηστο», καθώς ετερόκλιτα χρονικά επίπεδα και ιστορικοκοινωνικές και προσωπικές εμπειρίες συντήκονται στο βασικό πεδίο δράσης που είναι η φιλοξενία εκ μέρους της οικογένειας του Νίκου και της Ραχήλ ενός ασυνόδευτου προσφυγόπουλου από τη Σομαλία. Η ιδέα, που είναι δανεισμένη από το βιβλίο της Émilie de Turckheim Ο Πρίγκιπας με το φλιτζανάκι (Πόλις, 2020) αλλά ακολουθεί άλλα χνάρια, εμπλουτίζεται με επεισόδια από τους εξόριστους στη Λέρο το 1949 και μετά, αλλά και από το Ψυχιατρείο που στιγμάτισε το νησί για δεκαετίες. Οι εικόνες του πρόσφυγα, του εξόριστου, του ψυχοπαθή λιώνουν σ’ αυτό το μυθιστορηματικό καμίνι και δημιουργούν μια συναισθησία σκέψεων και συναισθημάτων, μια ανθοδέσμη σκληρών και τρυφερών σκιρτημάτων.
Η ιστορία βέβαια που θέτει η πεζογράφος ως κεντρικό άξονα οδηγεί αλλού. Η υποδοχή του νεαρού Μουσά ανανεώνει από τη μία τον φθαρμένο γάμο του ζευγαριού, αλλά συνάμα προκαλεί συναισθηματικές αναταραχές, θετικές κι αρνητικές, στα έφηβα κορίτσια της οικογένειας, της δεκαεφτάχρονης Κάλλιας και της δεκατριάχρονης Σκεύης. Σαν πέτρα προκαλεί κύκλους στη λιμναία επιφάνεια.
Νιώθω ότι η πεζογράφος γεμίζει τα βιβλία της, όπως και αυτό, παραπάνω από όσο θα έπρεπε, με παρακλάδια που ξεφεύγουν από τον άξονα, όχι ορίζοντας νέες παράλληλες γραμμές δράσης, αλλά απλώνοντας άναρχα μικρούς διαδρόμους χωρίς έξοδο...
Πριν έρθει αυτή η διαφυλετική συνάντηση, η Έλενα Μαρούτσου είχε φροντίσει να γεμίσει τα διάφορα επεισόδια με την ερωτομανία των δύο ενήλικων πρωταγωνιστών: η Ραχήλ με τους πολυάριθμους εραστές της, με αποκορύφωμα τον Ρίχαρντ, νεανικό παθιασμένο έρωτα στο Παρίσι, και ο Νίκος με την παλιά σχέση του Φαίδρα, η οποία επανεμφανίζεται τώρα ως η υπεύθυνη ψυχολόγος του Μουσά, αλλά και τις εξωσυζυγικές ερωμένες που αρτύνουν τη ζωή του. Ο έρωτας, λέει η συγγραφέας, είναι το γρήγορο γέμισμα του ποτηριού αλλά και το γρήγορο άδειασμά του. Αυτό το ανατρεπτικό συναίσθημα, που είναι βασικό θέμα σε πολλά βιβλία της, έχει πάντα σωματική διάσταση, ορθώνει και γκρεμίζει ψυχισμούς, κι εντέλει πάντα προσγειώνεται ανάμεσά μας φυσικά και αυθόρμητα.
Νιώθω ότι η πεζογράφος γεμίζει τα βιβλία της, όπως και αυτό, παραπάνω από όσο θα έπρεπε, με παρακλάδια που ξεφεύγουν από τον άξονα, όχι ορίζοντας νέες παράλληλες γραμμές δράσης, αλλά απλώνοντας άναρχα μικρούς διαδρόμους χωρίς έξοδο· νιώθω επίσης ότι οι πολυάριθμοι αφηγητές της δεν μιλάνε με τον κατάλληλο τρόπο, όπως π.χ. η δεκατριάχρονη Σκεύη γράφει λίγο μεγαλίστικα στο ημερολόγιό της. Ίσως γι’ αυτό το πιο πετυχημένο βιβλίο της συγγραφέως είναι οι «Χυδαίες ορχιδέες», οι οποίες αποτελούν διηγήματα, που ωστόσο συνδέονται με εσωτερικούς δεσμούς, κι όχι ένα ενιαίο μυθιστόρημα. Έτσι, κι εδώ η πέτρα που λέγεται «φιλοξενούμενος πρόσφυγας» δεν πείθει για όλες τις εξελίξεις που δρομολογούνται με την έλευση του, αλλά πολλές φαίνονται κεντρόφυγα ανούσιες.
Κρατώ, ωστόσο, το ύφος της Έλενας Μαρούτσου, που είναι ζεστό και σκεπτόμενο, και τη φιλοσοφία της που διαχέεται μέσα στην αφήγηση, περί έρωτα και προσωπικών απωλειών, ένα ξανακοίταγμα των ανθρώπινων σχέσεων στο πλαίσιο διαφορετικών κάθε φορά περιστάσεων. Μέσω της διακειμενικότητας και της συνομιλίας με άλλες τέχνες (π.χ. τη ζωγραφική του Μοντιλιάνι), η συγγραφέας κάνει τη λογοτεχνία τρισδιάστατη, τόσο με ενδογλωσσικές συνάψεις όσο και με οπτικές συνδέσεις και συνειρμούς.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).