Αξίζει να διαβάσουμε τα μυθιστορήματα αυτών των τεσσάρων γυναικών συγγραφέων, από τις πλέον γνωστές παγκοσμίως, που κυκλοφόρησαν πρόσφατα στα ελληνικά.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Τα ονόματά τους είναι καταγεγραμμένα στην αναγνωστική συνείδηση όλων. Δεν προσπερνάς εύκολα βιβλίο τους. Δεν είναι μόνο η γυναικεία ψυχή που μέσα από τις λέξεις τους ξεπηδάει εύγλωττη, είναι, κυρίως, η ανθρώπινη συνθήκη που στα μυθιστορήματά τους ανασύρεται από τα βάθη, αποκτάει ένα νόημα καθοριστικό.
Η εκδοτική συγκυρία φέρνει την Άιρις Μέρντοχ, την Κάρσον ΜακΚάλερς, την Ιζαμπέλ Αλιέντε και την Μαρία Τζουντίτε Ντε Καρβάλιο να εμφανίζονται αυτή την περίοδο στις προθήκες των βιβλιοπωλείων σε περίοπτη θέση.
Όντως, πρόκειται για ένα ευκταίο συναπάντημα που μας υπενθυμίζει πως στην παγκόσμια λογοτεχνία υπήρξαν (ευτυχώς, συνεχίζουν να υπάρχουν) σημαντικές γυναίκες συγγραφείς που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τον γυναικείο κόσμο στην ολότητά του και συνάμα μάς τείνουν το χέρι να συναντηθούμε εκεί που τα ανθρώπινα ζητήματα είναι κοινά και επιτακτικά.
Για πρώτη φορά στην Ελλάδα
Η Άιρις Μέρντοχ «ευτύχησε» στα μέρη μας όταν πριν από λίγους μήνες κυκλοφόρησε το πολυσέλιδο μυθιστόρημά της Θάλασσα, θάλασσα (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Gutenberg). Το ίδιο ισχύει και για την πρόσφατη έκδοση του μυθιστορήματός της Η καμπάνα (μτφρ. Έφη Τσιρώνη, εκδ. Διόπτρα).
To συγκεκριμένο μυθιστόρημα μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά και εντάσσεται στην πρώτη περίοδο της Μέρντοχ. Ηταν 39 ετών όταν το έγραψε και είχαν προηγηθεί ήδη άλλα τρία βιβλία της. Αμέσως έγινε εκδοτική επιτυχία και μάλιστα λέγεται πως μέσα σε δέκα εβδομάδες από τη στιγμή που εκδόθηκε, είχαν πουληθεί πάνω από 30.000 αντίτυπα.
Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη για λογαριασμό του BBC Two, ενώ έγινε και ραδιοφωνικό σίριαλ (όπως ήταν η συνήθεια της εποχής) στο BBC Radio 4 και στη σειρά «Classic Serial».
Πρόκειται για ιστορία που εμπλέκει τη θρησκεία, τον πόθο, την ισορροπία ανάμεσα στο καλό και το κακό, κι όλα αυτά μέσω της βαθιάς φιλοσοφικής γραφής της Μέρντοχ. Πρωταγωνίστρια είναι η Ντόνα Γκρίνφιλντζ που έπειτα από έξι μήνες χωρισμού, αποφασίζει να επιστρέψει στον άντρα της, τον Πολ.
Ο Πολ, ιστορικός τέχνης, κάνει έρευνα στο Αβαείο Ίμπερ, ένα γυναικείο μοναστήρι στο Γκλόστερσιρ, και φιλοξενείται από μια κοσμική θρησκευτική κοινότητα που είναι εγκατεστημένη εκεί κοντό. Τα μέλη της ζουν και δουλεύουν υπό την καθοδήγηση του αρχηγού τους, Μάικλ Μιντ, και το άγρυπνο βλέμμα της Ηγουμένης.
Η άφιξη της Ντόνα συμπίπτει με τις χαρούμενες προετοιμασίες για την υποδοχή της καινούριας καμπάνας του Αβαείου, που θα αντικαταστήσει την παλιά, ένα θρυλικό σύμβολο που έχει χαθεί εδώ και χρόνια.
Η ευφορία είναι διάχυτη, η κοινότητα του Αβαείου μοιάζει με μικρό Παράδεισο. Ώσπου, ξαφνικά, ανακαλύπτουν την παλιά καμπάνα. Και την ίδια στιγμή αρχίζουν να αποκαλύπτονται όλες οι δυσαρμονίες, τα μυστικό, όσα κρύβει κι όσα ποθεί ο καθένας τους...
Η δομή του μυθιστορήματος χαρακτηρίζεται από πολυάριθμα δίπολα και αντιθετικά μεταξύ τους ζευγάρια. Αυτά τα ζεύγη, δημιουργούν μια θαυμαστή συμμετρία στην πλοκή, ενώ αρκετοί αναλυτές της τονίζουν πως έχουν ως βάση την πλατωνική θεώρηση της Μέρντοχ για την πραγματικότητα.
Η Ιζαμπέλ Αλιέντε, αν και διανύει την όγδοη δεκαετία της ζωής της, παραμένει ιδιαιτέρως παραγωγική. Στο νέο της μυθιστόρημα Ο άνεμος ξέρει τ’ όνομά μου (μτφρ. Δέσποινα Δρακάκη, εκδ. Ψυχογιός) πλέκει με τρόπο θαυμαστό τις τραυματικές ιστορίες δύο μικρών παιδιών που χωρίστηκαν νωρίς με αποτέλεσμα να μεγαλώσουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά το ένα από το άλλο.
Στη Βιέννη του 1938 ο Ζάμουιλ Άντλερ είναι έξι χρονών όταν ο πατέρας του εξαφανίζεται κατά τη διάρκεια της Νύχτας των Κρυστάλλων και η οικογένειά του, όπως όλοι οι Εβραίοι, τα χάνει όλα.
Η μητέρα του, απελπισμένη, του εξασφαλίζει μία θέση στο τρένο που θα τον μεταφέρει από τη ναζιστική Αυστρία στην Αγγλία. Μια νέα σελίδα ξεκινάει για τον Ζάμουιλ, με αχώριστους συντρόφους για το υπόλοιπο της μακράς ζωής του το πιστό του βιολί και το βάρος της μοναξιάς και της αβεβαιότητας.
Χρόνια μετά, το 1982, στο Ελ Μοσότε, η Λετίσια Κορδέρο, στα επτά της, μπαίνει παράνομα στις Ηνωμένες Πολιτείες διασχίζοντας τον Ρίο Γκράντε γαντζωμένη πάνω στον πατέρα της, έχοντας γλιτώσει από θαύμα τη γενοκτονία που ξεκλήρισε το χωριό της κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου.
Στη συνέχεια η Αλιέντε μάς μεταφέρει στην Αριζόνα του 2019. Οκτώ δεκαετίες αργότερα, η επτάχρονη Ανίτα Ντίαζ ανεβαίνει με τη μητέρα της στην οροφή ενός τρένου προκειμένου να ξεφύγουν από μια θανάσιμη απειλή στο Ελ Σαλβαδόρ και βρίσκονται εξορισμένες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η άφιξή τους συμπίπτει με τη νέα, αμείλικτη πολιτική της κυβέρνησης που χωρίζει στα σύνορα μητέρα και κόρη.
Και στις δύο περιπτώσεις, τα παιδιά ταξιδεύουν με τρένο και τελικά μένουν μόνα τους, ξεκομμένα από τις οικογένειές τους από τον πόλεμο ή τη μετανάστευση, καθώς γινόμαστε μάρτυρες των δραματικών θυσιών που μερικές φορές πρέπει να κάνουν οι γονείς για να προστατεύσουν τους γιους και τις κόρες τους και να τους δώσουν την καλύτερη δυνατή ζωή.
Ο Αλιέντε μεταφέρει την ιστορία μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών, αλλάζει μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος, καθώς δύο πολύ διαφορετικά παιδιά σε πολύ διαφορετικά μέρη και συνθήκες αναζητούν την ασφάλεια του σπιτιού και της οικογένειας.
Εδώ δεν έχουμε τη «συνήθη» Λατινική Αμερική που χρησιμοποιεί συχνά η Αλιέντε στα βιβλία της, αλλά κάτι πολύ ευρύτερο.
Μια γυναίκα της ρουτίνας
Η Μαρία Ζουντίτε Ντε Καρβάλιο θεωρείται μια από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές μορφές της πορτογαλικής λογοτεχνίας. Κι όμως, το βιβλίο της Άδειες ντουλάπες (μτφρ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Ικαρος) είναι το πρώτο που μεταφράζεται στα ελληνικά.
Πρωταγωνίστρια είναι μια γυναίκα μόνη στη Λισαβόνα: η Ντόρα Ροσάριο, χήρα εδώ και δέκα χρόνια. Έχοντας φτωχύνει γρήγορα έπειτα από τον θάνατο του συζύγου της, η Ντόρα είχε πιάσει δουλειά σε ένα παλαιοπωλείο και είχε την υποστήριξη των πεθερικών της στην εκπαίδευση της μοναχοκόρης της, Λίζας. Η Ντόρα ήταν μια γυναίκα της ρουτίνας: σπίτι, δουλειά, μια κάπως λυπημένη γυναίκα, χωρίς χρόνο να σκεφτεί τον εαυτό της. Όλα αυτά, μέχρι τα 17α γενέθλια της κόρης της, όταν σε μια συνομιλία με την πεθερά της, Άνα, ο κόσμος της καταρρέει.
Η Ντε Καρβάλιο θαρρείς πως κυκλώνει τη μοναξιά με τις λέξεις της. Λες και απορροφάει τους ήρωες με αποτέλεσμα να την «φορούν» σαν δεύτερο δέρμα. Υπάρχει η ιδέα της αγάπης, η οποία μπορεί να είναι ασταθής ή να φαινόταν σταθερή (μέχρι τη στιγμή που θα συνειδητοποιήσετε ότι, τελικά, δεν ήταν ποτέ), αλλά η μοναξιά είναι αυτή που κάθεται σαν σκόνη στο μυθιστόρημα.
Είναι μια απλή αφήγηση, γεμάτη ανθρώπινα συναισθήματα, αλλά απλή. Η Ντόρα Ροζάριο είναι απομονωμένη, αλλά δεν νιώθει την αγωνία ή τη θλίψη της μοναξιάς της. Κάνει τη ρουτίνα του, έχει την απλή και μπανάλ ζωή του. Και όταν συμβαίνει η τελική ανατροπή, πάλι θα επιστρέψει σε ένα οικείο και βολικό σχήμα που έχει πλάσει για τη ζωή της.
Χάρη στις εκδόσεις Διόπτρα, η Κάρσον ΜακΚάλερς επανέρχεται στην επικαιότητα, καθώς εδώ και καιρό επανεκδίδονται όλα τα βιβλία της σε νέες μεταφράσεις. Πρόσφατα εκδόθηκε το μυθιστόρημά της Ανταύγειες σε χρυσά μάτια (μτφρ. Έφη Τσιρώνη).
Το βιβλίο, φυσικά, έγινε ευρύτερα γνωστό όταν μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Τζον Χιούστον με πρωταγωνιστές τον Μάρλον Μπράντο και την Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Ωστόσο, αυτό που καταφέρνει άλλη μια φορά η ΜακΚάλερς είναι να ξεγυμνώσει με επιδέξιο τρόπο όλα τα τραύματα που κουβαλούν οι ήρωές της.
Η ζωή τους έχει δομηθεί πάνω στο ψέμα και την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα. Αυτό το βιβλίο ήταν από τα πρώτα στην εποχή του που δεν φοβήθηκε να μιλήσει ανοιχτά για την ομοφυλοφιλία και την ηδονοβλεψία.
Σ’ ένα πληκτικό στρατόπεδο στην Αμερική του μεσοπολέμου, ο λοχαγός Πέντερτον παλεύει σιωπηλά με την καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία του, ενώ η όμορφη γυναίκα του, η Λενόρα, τον απατά με έναν άλλο αξιωματικό, που ο γάμος του περνά επίσης κρίση. Ένας νεαρός στρατιώτης, που παθαίνει εμμονή με τη Λενόρα, θα γίνει ο καταλύτης και θα έρθουν στο φως όλα τα προβλήματα και τα κρυμμένα πάθη των δύο ζευγαριών. Μέσα στην ασφυκτική ατμόσφαιρα του στρατοπέδου, η ένταση ανάμεσά τους αυξάνεται, οδηγώντας σε μια αναπόφευκτη καταστροφή.
Το βιβλίο Ανταύγειες σε χρυσά μάτια κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1941 προκαλώντας μεγάλη αίσθηση στους λογοτεχνικούς και όχι μόνο κύκλους. Το σύντομο σε έκταση βιβλίο γράφτηκε όταν η συγγραφέας ήταν μόλις εικοσιτεσσάρων ετών και αποκαλύπτει την πλοκή του από την πρώτη κιόλας σελίδα.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο)