Ο Βασίλης Αλεξάκης πιστεύει ότι ο Βικτόρ Ουγκώ ήταν ένας κακός μυθιστοριογράφος
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«Κάθε φορά που είμαι στη διαδικασία γραψίματος ενός νέου βιβλίου, πάντα διαβάζω κλασικούς συγγραφείς» μας είπε ο Βασίλης Αλεξάκης από το Παρίσι, όταν μιλήσαμε μαζί του. «Αισθάνομαι ότι είναι τόσο έξω από αυτό που εγώ κάνω, που δεν υπάρχει περίπτωση να με κάνουν να λοξοδρομήσω, κι έτσι διαβάζω με μεγάλη ευχαρίστηση. Όλοι οι κλασικοί είναι καλοί δάσκαλοι. Οι μεν γιατί δίνουν σωστές συμβουλές και οι δε γιατί οι δρόμοι που υποδεικνύουν είναι όλοι λάθος. Διαβάζοντας τον Ντίκενς μαθαίνεις ως συγγραφέας σωστά πράγματα, ενώ με τον Ουγκώ μαθαίνεις τι πρέπει να αποφεύγεις».
Είναι τόσο λεπτομερής η περιγραφή του Ουγκώ, που νομίζεις ότι πλέον σε καμία πόλη δεν μπορείς να φτιάξεις υπόνομο αν δεν διαβάσεις τους «Άθλιους».
Έχω σοβαρές αντιρρήσεις για τα μυθιστορήματα του Ουγκώ, αντιρρήσεις για όλα του τα βιβλία, από τους «Άθλιους» μέχρι την «Παναγία των Παρισίων». Βρίσκω ότι τον Ουγκώ, σε γενικές γραμμές, δεν τον ενδιαφέρει το μυθιστόρημα αλλά η πρόοδος της ανθρωπότητας, και υποτιμά με αυτόν τον τρόπο το μυθιστόρημα. Ο Ουγκώ είναι ένα είδος δημοτικού σχολείου όπου στα βιβλία του διδάσκει όλα τα μαθήματα, γεωγραφία, ιστορία, αρχιτεκτονική, τα οποία όμως είναι τελείως περιττά για το ίδιο το μυθιστόρημα. Όταν ο Γιάννης Αγιάννης με τον Μάριο μπαίνουν στους υπονόμους, τότε που ο Μάριος είναι τραυματισμένος, ενώ εμείς περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει με αυτά τα δύο ταλαίπωρα πρόσωπα, τα οποία ως γνωστόν κυνηγάει ο Ιαβέρης, ο Ουγκώ τα παρατάει στην είσοδο των υπονόμων και μας περιγράφει πώς κατασκευάστηκαν οι υπόνομοι του Παρισιού. Και έχουμε από εκεί και κάτω εξήντα σελίδες περιγραφή για την κατασκευή των υπονόμων του Παρισιού, οι οποίες δεν μας ενδιαφέρουν καθόλου. Είναι τόσο λεπτομερής η περιγραφή, που νομίζεις ότι πλέον σε καμία πόλη δεν μπορείς να φτιάξεις υπόνομο αν δεν διαβάσεις τους «Άθλιους». Και αυτό το επαναλαμβάνει συνέχεια. Το βιβλίο αρχίζει με μια ατελείωτη ‒υπέροχη πρέπει να πω‒ περιγραφή της Μάχης του Βατερλό, η οποία ουδεμία σχέση έχει με το θέμα του βιβλίου, παρά μόνο μια, απειροελάχιστη: κάποιος κλέβει ένα ρολόι από έναν πεθαμένο στρατιώτη. Η μόνη σχέση με την όλη πλοκή αυτής της ατελείωτης περιγραφής, που από μόνη της είναι ένα μικρό βιβλίο, είναι αυτό το ρολογάκι που κάποιος κλέβει από έναν πεθαμένο.
Ακόμη όμως και οι κακοί ήρωές του είναι υπερβολικά κακοί. Η μονομανία του Ιαβέρη καταντάει βαρετή, ενώ η αυτοκτονία του στον Σηκουάνα γίνεται με τρόπο που δεν πείθει. Το στοιχείο της καρικατούρας υπάρχει πολύ έντονο
Οι ίδιες φλυαρίες υπάρχουν σε όλα τα βιβλία του Ουγκώ. Στην «Παναγία των Παρισίων» νομίζεις ότι ο Ουγκώ είναι μεσίτης, γιατί κάνει μια εξίσου μακροσκελέστατη περιγραφή των κτιρίων του Παρισιού. Δεν περιγράφει απλώς τα κτίρια που είναι γύρω από την Παναγία των Παρισίων, αλλά επεκτείνεται ακόμη και στα περίχωρα. Όπως ο Δουμάς έχει μια τρέλα με την ιστορία, ο Ουγκώ την έχει με την αρχιτεκτονική. Φαίνεται να περιφρονεί το μυθιστόρημα. Αυτό είναι κάτι που προκύπτει και από τα πρόσωπα που δημιουργεί, τα οποία είναι στην ουσία καρικατούρες προσώπων. Καμία σχέση δεν έχουν με τους ήρωες του Σταντάλ, του Μπαλζάκ ή του Φλωμπέρ. Για τον Κουασιμόδο, το μόνο που μας λέει είναι ότι είναι πάρα πολύ άσχημος, επαναλαμβάνοντάς το κατά κόρον. Το ίδιο ισχύει και για τον Γιάννη Αγιάννη. Είναι ένα πρόσωπο τελείως αδιάφορο, ένας ηθικολόγος, ο οποίος στο τέλος του μυθιστορήματος, όταν πεθαίνει, ανεβαίνει στον ουρανό σαν να ήταν άγιος ή κάτι τέτοιο. Ένα πρόσωπο χωρίς στην ουσία προσωπικότητα, πέρα από τη σωματική του δύναμη και ένα είδος χριστιανικής καλοσύνης. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο όμως στους «Άθλιους», το οποίο ο Ουγκώ δεν τολμάει να αναπτύξει, είναι η περίεργη σχέση του Γιάννη Αγιάννη με αυτό το κοριτσάκι. Υπάρχει εκεί ένα είδος σεξουαλικής λαγνείας, γιατί ο Αγιάννης ζηλεύει τον εραστή της κοπέλας, τον Μάριο. Έχουμε σε αυτό το σημείο κάτι σκοτεινό, το οποίο ίσως και να μεταφέρει την προσωπική σχέση που είχε ο Ουγκώ με την κόρη του. Ακόμη όμως και οι κακοί ήρωές του είναι υπερβολικά κακοί. Η μονομανία του Ιαβέρη καταντάει βαρετή, ενώ η αυτοκτονία του στον Σηκουάνα γίνεται με τρόπο που δεν πείθει. Το στοιχείο της καρικατούρας υπάρχει πολύ έντονο και σε ένα ακόμη, τραγικά αποτυχημένο, μυθιστόρημά του, το οποίο λέγεται «Ο άνθρωπος που γελά». Σε αυτό ο ήρωας έχει κάνει μια χειρουργική επέμβαση και έχει ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη του, το οποίο είναι κάτι σαν αξιοθέατο για τον λαό που πηγαίνει και το βλέπει, σαν ένα νούμερο που εμφανίζεται στα πανηγύρια. Μια τόσο χοντροκομμένη και απίστευτη φιγούρα είναι το κεντρικό πρόσωπο αυτού του μυθιστορήματος, το οποίο βεβαίως είναι αδύνατο να διαβαστεί, εκτός και αν είσαι λάτρης του Ουγκώ. Με λίγα λόγια, ο Ουγκώ δημιουργεί πρόσωπα με δύο διαστάσεις που τους λείπει η ψυχή. Οι καλύτερες στιγμές του είναι εκεί που παραμερίζει τον άνθρωπο και εμφανίζει το πλήθος. Με όλα αυτά δεν θέλω να πω ότι ο Ουγκώ είναι ένας κακός συγγραφέας, είναι εξαιρετικός συγγραφέας, αλλά ένας πολύ κακός μυθιστοριογράφος.