Ο Χρήστος Αστερίου για το μυθιστόρημα "Laura" του Cristóbal Garrido, με αφορμή την όψιμη ανακάλυψή του από την ισπανική κριτική.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Σ’ ένα από τα πρώτα μου ταξίδια στη Σαλαμάνκα, πριν ακριβώς είκοσι τρία χρόνια, ανακάλυψα στο υπόγειο παλαιοπωλείο της Calle Sorias που διατηρούσε ένας συγγενής από την πλευρά της Ισπανίδας μητριάς μου μια παλιά έκδοση της Laura. Το μυθιστόρημα, ένας ταλαιπωρημένος πανόδετος τόμος με την υπογραφή τού ως τότε άγνωστου σε μένα Cristóbal Garrido είχε πρωτοκυκλοφορήσει λίγο πριν το ξέσπασμα του ισπανικού εμφυλίου από κάποιον εκδότη ονόματι Menéndez.
Το αντίτυπο με την παράξενη φυστικί κουβερτούρα έφερε στον κολοφώνα, κάτω ακριβώς από τον λογότυπο των ομώνυμων εκδόσεων –ένα σπειροειδές κέλυφος σαλιγκαριού– τον αριθμό 553 και μια χειρόγραφη αφιέρωση στη δεύτερη σελίδα. Η αφιέρωση, ωστόσο, ήταν τόσο δυσανάγνωστη που παρά τις προσπάθειες του βιβλιοπώλη να την αποκρυπτογραφήσει τραβώντας από το συρτάρι του τον πιο παχύ μεγεθυντικό φακό που είχα δει ποτέ, παρέμεινε μια ακατάληπτη μουντζούρα. Όπως μου είπε εκείνος ο κατά κάποιο τρόπο μακρινός θείος μου, το όνομα του οποίου έχω ξεχάσει, η Laura στεκόταν ισάξια δίπλα σε γνωστά αριστουργήματα όχι μόνο της ισπανικής αλλά και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και δεν υπολειπόταν σε τίποτα ακόμα κι αν την συνέκρινε κανείς με τα καλύτερα μυθιστορήματα του Γκράχαμ Γκρην και της Δάφνης ντι Μωριέ ή με τα ωραιότερα κείμενα του Φερνάντο Πεσσόα.
Η αφηγηματική λιτότητα και η απροσποίητη βαθύνοια της Laura άρχισε να με συνεπαίρνει σε τέτοιο βαθμό, που άρχισα να νιώθω αυτάρκης στις σελίδες της και να μην σηκώνω κεφάλι
Δέχτηκα με δυσπιστία το δώρο του Ισπανού συγγενή και καθώς η περιήγησή μου στην περιοχή της Καστίλης και Λεόν εξελισσόταν άσχημα, αφού η Ισπανίδα συμφοιτήτρια με την οποία στο παρελθόν διατηρούσα σχέση δεν έδειχνε την παραμικρή διάθεση να με ξαναδεί, βυθίστηκα στην ανάγνωση. Τα πρωινά καθόμουν πίσω απ’ τη μεγάλη τζαμαρία ενός κεντρικού καφέ στη Σαλαμάνκα, σημείο απ’ το οποίο μπορούσα, παράλληλα με την Laura, να σαρώνω την εικόνα των περαστικών σε αναζήτηση της Nuria με την οποία προφανώς ήμουν ακόμα τσιμπημένος. Κάθε τόσο κατέφευγα σ’ ένα ισπανοελληνικό λεξικό, που είχα πλάι μου, αναζητώντας την σημασία μιας άγνωστης λέξης ή το νόημα κάποιας περίπλοκης φράσης που δεν καταλάβαινα. Καθώς περνούσαν οι μέρες, η αφηγηματική λιτότητα και η απροσποίητη βαθύνοια της Laura άρχισε να με συνεπαίρνει σε τέτοιο βαθμό, που άρχισα να νιώθω αυτάρκης στις σελίδες της και να μην σηκώνω κεφάλι. Πριν ακόμα ολοκληρώσω την ανάγνωση είχα πειστεί ότι ο σοφός βιβλιοπώλης είχε δίκιο: στα χέρια μου κρατούσα ένα κλασσικό αριστούργημα, το οποίο για κάποιο ακατανόητο λόγο έμενε ακόμα στην αφάνεια, μακριά από το αναγνωστικό κοινό.
Η όψιμη ανακάλυψη του γεννημένου στη Σαλαμάνκα Cristóbal Garrido από την ισπανική κριτική αλλά κυρίως οι εγκωμιαστικές αναφορές των Marsé, Marias και Chirbes στην Laura έφεραν πρόσφατα τον συγγραφέα στον αφρό της επικαιρότητας καθιερώνοντάς τον στις συνειδήσεις των ειδικών ως μια σπάνια μορφή του ευρωπαϊκού μοντερνισμού.
Ξαναπιάνοντας το μυθιστόρημα πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια, τίποτα δεν μου άρεσε πια στο συγκεκριμένο βιβλίο, το οποίο έμοιαζε τώρα ασύνδετο και παρωχημένο, ένα ερωτογράφημα γεμάτο λεκτικές πιρουέτες
Το καλοκαίρι του 2012, καλεσμένος από τον Δήμο της Σαλαμάνκα, βρέθηκα ξανά στην πόλη όπου πρωτοδιάβασα την Laura, για να λάβω μέρος σε διεθνές συνέδριο προς τιμήν του Garrido. Προς μεγάλη μου έκπληξη, ωστόσο, διαπίστωσα, ξαναπιάνοντας το μυθιστόρημα πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια, ότι τίποτα δεν μου άρεσε πια στο συγκεκριμένο βιβλίο, το οποίο έμοιαζε τώρα ασύνδετο και παρωχημένο, ένα ερωτογράφημα γεμάτο λεκτικές πιρουέτες. Προς στιγμή σκέφτηκα να ακυρώσω την συμμετοχή μου καθώς φοβήθηκα πως θα ήμουν αναγκασμένος να μιλήσω αρνητικά για μια νεανική αγάπη, και μόνο μετά από αρκετή σκέψη αποφάσισα να παραβρεθώ στις εργασίες του συνεδρίου. Ανακατεύοντας το ράφι με τους κλασσικούς στο αθηναϊκό μου διαμέρισμα συνειδητοποίησα πως η απόρριψη της Laura δεν ήταν πρωτόγνωρο φαινόμενο και πως προοδευτικά η αναγνωστική μου πορεία διαγραφόταν περισσότερο τεθλασμένη και άναρχη παρά ευθεία και γραμμική. Με άλλα λόγια, ενόσω συνδεόμουν με κάποια κλασσικά βιβλία που διάβαζα, άρχιζα να αναπτύσσω μια ασυνήθιστη απέχθεια για άλλα, πάλαι ποτέ αγαπημένα. Ήξερα, βέβαια, πως τίποτα δεν ήταν μόνιμο, πως η γνώμη μου άλλαζε και πως όλα θα ξεκινούσαν κάποια στιγμή από την αρχή.
Ξεκίνησα την ομιλία μου στην Σαλαμάνκα σηκώνοντας το φθαρμένο αντίτυπο που μου είχε δωρίσει τότε εκείνος ο μακρινός συγγενής. Όταν λίγο μετά έσφιξα το χέρι της χήρας του Garrido στον προθάλαμο της αίθουσας έμαθα έκπληκτος πως τα γράμματα στην δεύτερη σελίδα, εκείνα τα μικροσκοπικά ορνιθοσκαλίσματα, ανήκαν στο ίδιο τον Ισπανό συγγραφέα.
*Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΣΤΕΡΙΟΥ είναι συγγραφέας.