
Περί σπουδαιότητας και αρεσκείας γράφει ο Μένης Κουμανταρέας ισορροπώντας ανάμεσα στην εξομολογητική διάθεση και το παιχνίδι με τα βιβλία.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Είναι ψέμα πως έχω διαβάσει κάποιο σπουδαίο βιβλίο και δεν μου άρεσε. Για τον απλούστατο λόγο ότι συνήθως εγκαταλείπω βιβλία –σπουδαία ή όχι– όταν δεν μου ταιριάζουν.
Λατρεύω τον Τζόυς, στους «Δουβλινέζους» και στο «Πορτρέτο του Καλλιτέχνη» αλλά τον εμβληματικό του «Οδυσσέα» δεν μπόρεσα να τον διαβάσω ποτέ. Δεν μιλώ βέβαια για το «Φίνεγκανς Γουέικ», διότι αυτό δεν διαβάζεται ούτε από Άγγλους.
Και είναι ψέμα, επίσης, ότι δεν μου άρεσαν, όσα δεν ολοκλήρωσα, απλά η ανάσα μου δεν έφτανε τη δικιά τους πνοή. Από το πιο παλιό, την Ιλιάδα –που είναι μέσα στο αίμα μας– ως τον Δον Κιχώτη, – που με ξετρέλανε ο πρώτος τόμος, μα που για κάποιο μυστήριο λόγο, άφησα τον δεύτερο στη μέση. Ή ακόμα τον Προυστ που διάβασα ηδονικά τους μισούς τόμους και από δέος ή τεμπελιά, ποτέ δεν προχώρησα ως το τέλος. Ατέλειωτες συζητήσεις έχω κάνει γύρω από αυτά τα βιβλία, και όχι πάντα επιπόλαιες, διότι αισθάνομαι σαν να τα έχω διαβάσει. Ας αναφέρω όμως και μερικά εμβληματικά έργα που δεν διάβασα καθόλου. Π.χ. τον Πόλεμο και Ειρήνη, μολονότι λατρεύω τον Τολστόι ή τους Δαιμονισμένους, ενώ διάβασα ως και τα πιο μικρά κείμενα του Ντοστογιέφσκι. Επίσης, δεν τελείωσα, γιατί μου έφερνε ασφυξία, την περίφημη Τύφλωση του Ελίας Κανέτι μολονότι είχα να κάνω με τη δεινή μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη. Δεν μπόρεσα να προχωρήσω πέρα από τη δέκατη σελίδα από το Θάνατο του Βιργιλίου του Μπροχ αλλά εδώ έφταιγε η μετάφραση. Και λυπάμαι όσους πήραν στα χέρια τους μερικές μικρές αγαπημένες νουβέλες του Τόμας Μαν από τον καλό εκδοτικό οίκο Ίνδικτος, διότι εκεί ο μεταφραστής ήξερε καλύτερα τα γερμανικά από τα ελληνικά.
Βρίσκω εξαιρετικά υγιές να μη σου αρέσει κάτι που θεωρείται ή είναι όντως σπουδαίο. Αν κάποιος, λόγου χάρη, έρθει να μου πει ότι δεν μπόρεσε να τελειώσει τον Μόμπυ Ντικ, δεν θα έχω να του προσάψω το παραμικρό, κι ας λατρεύω τον Μέλβιλ. Είναι σαν να προσάπτεις, τηρουμένων των αναλογιών, στον Τολστόι ότι δεν μπορούσε να υποφέρει τον Σαίξπηρ. (Με άλφα γιώτα παρακαλώ, αλλιώς απομένει μόνο η κούραση του σεξ). Λατρεύω τον Τζόυς, στους Δουβλινέζους και στο Πορτρέτο του Καλλιτέχνη αλλά τον εμβληματικό του Οδυσσέα δεν μπόρεσα να τον διαβάσω ποτέ. (Ένα βιβλίο που στη δεκαετία του ’60 ο φίλος και θαυμάσιος ποιητής Νίκος Παναγιωτόπουλος έκλεψε από τον Ελευθερουδάκη την καλή εποχή, τότε που δεν είχαμε λεφτά και μπορούσαμε να κλέβουμε χωρίς τύψεις). Δεν μιλώ βέβαια για το Φίνεγκανς Γουέικ, διότι αυτό δεν διαβάζεται ούτε από Άγγλους, κι αν υπάρχει κάποιος ας στείλει γράμμα να με διαψεύσει.
Η ανάγνωση είναι μια απόλαυση, και σαν όλες τις απολαύσεις έχει και τις διαστροφές της. Όσο μεγαλύτερες διαστροφές έχει κανείς με τη λογοτεχνία, τόσο περισσότερο μπορεί να πλησιάσει τα μεγάλα αλλά και τα μικρά της έργα.
Η λατρεία στα βιβλία είναι φυσικό να έχει το αντίθετό της, την απαρέσκεια ή ακόμα και τον αποτροπιασμό. Και αυτόν τον τελευταίο μόνο μεγάλα και τολμηρά έργα μπορούν να προκαλέσουν. Τα εφήμερα ροζ βιβλία, συνήθως γυναικών συγγραφέων, μόνο αθώες γκριμάτσες μπορούν να προκαλέσουν. Δεν έχει νόημα να προχωρήσω, αλλά μια και το φέρνει ο λόγος, θα πω ότι απεχθάνομαι τον Μπατάϊγ ή πλήττω αφόρητα με τον Μπουκόφσκι ή ότι τα έργα του Μαρκήσιου ντε Σάντ μού είναι προσβάσιμα μόνο στον βαθμό που η προσωπικότητα του συγγραφέα τους με έλκει. Ή ακόμα ότι δεν διάβασα ποτέ –ούτε θα διαβάσω– την Οδύσσεια του Καζαντζάκη, ή ότι μ’ αρέσει να ανακαλώ στίχους από τη Θεία Κωμωδία του Ντάντε χωρίς φυσικά να έχω διαβάσει ούτε τη μισή. Ότι προτιμώ τους Νεκρικούς Διαλόγους του Λουκιανού από κάποιους διαλόγους του Πλάτωνα, εξαιρουμένου βεβαίως του Συμποσίου. Ότι παίρνω μεγάλη ευχαρίστηση διαβάζοντας ορισμένα από τα Δοκίμια του Μονταίνου αλλά τρέπομαι εις φυγήν μπρος στο σύνολο.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΕΝΗ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑ
Η ανάγνωση είναι μια απόλαυση, και σαν όλες τις απολαύσεις έχει και τις διαστροφές της. Όσο μεγαλύτερες διαστροφές έχει κανείς με τη λογοτεχνία, τόσο περισσότερο μπορεί να πλησιάσει τα μεγάλα αλλά και τα μικρά της έργα. Αν δεν υπήρχαν τα μικρά και πολύτιμα μπιζουδάκια –ένα διήγημα του Μωπασάν, του Τσέχωφ, του Παπαδιαμάντη ή του Μητσάκη– δεν θα υπήρχαν και τα μεγάλα έργα. Ζούμε μέσα σε αντιθέσεις και μέσα απ’ αυτές ολοκληρωνόμαστε.