Μια ανάγνωση-απολογισμός, για το τελευταίο μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα Ο θησαυρός του Χρόνου (εκδ. Πατάκη).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Ο τραγικός θάνατος του Μένη Κουμανταρέα (1931-2014) θα δώσει ευλόγως αφορμές για γενικούς απολογισμούς του έργου και της ζωής του. Για το πρώτο θα γραφτούν σίγουρα πολλά, αφού η λογοτεχνική του πορεία είναι πλούσια και διακεκριμένη, ενώ για τη δεύτερη φρόντισε ο ίδιος ο δημιουργός να εκφράσει στο τελευταίο του βιβλίο το εύρος των άδηλων πτυχών της, με αφορμή τον θάνατο της γυναίκας του Λιλής. Τώρα, το αυτοβιογραφικό αυτό μυθιστόρημα καθίσταται το πλέον κατάλληλο requiem για την αποδημία του.
Αν διαβάσει κανείς απροκάλυπτα μερικά από τα προηγούμενα έργα του Μ. Κουμανταρέα θα δει ότι το μοτίβο της ομοφυλοφιλίας είναι συχνό και χαρακτηρίζει πολλούς από τους πρωτεύοντες ή δευτερεύοντες ήρωές του. Αυτή η επαναλαμβανόμενη χρήση του υποψιάζει ότι είναι αυτοβιογραφικό στοιχείο, ειδικά όταν έμπαινε σε πρόσωπα στα οποία δεν ήταν νομοτελειακά υποχρεωτικό, από την υπόθεση του έργου, να εμφανιστεί. Τώρα, ο ίδιος ο συγγραφέας, κάνοντας αυτόν τον απολογισμό, αποκαλύπτει σε ένα μυθιστόρημα-εξομολόγηση τη διπλή σεξουαλική ταυτότητα του ήρωά του, χωρίς να κρύβει πολλά.
Το τέχνασμα του ψευδο-αφηγητή
Ο ίδιος ο συγγραφέας, κάνοντας αυτόν τον απολογισμό, αποκαλύπτει σε ένα μυθιστόρημα-εξομολόγηση τη διπλή σεξουαλική ταυτότητα του ήρωά του.
Το αρχικό τέχνασμα του συγγραφέα, που δίνει ενδιαφέρον και ώθηση στο μυθιστόρημά του, είναι η τεθλασμένη αφήγηση, που περνά μέσα από έναν άλλο ψευδο-αφηγητή. Ο κεντρικός αφηγητής, που σε γενικές γραμμές ταυτίζεται με τον λογοτέχνη, αναπολεί, καθώς απευθύνεται σε έναν «φίλο και συνάδελφό» του, την εποχή που ήταν νέος και δούλευε ως αλληλογράφος. Τότε γνώρισε και τη γυναίκα του Λιλή –που τώρα είναι κλινήρης– και συνάντησε το φάντασμα του νεκρού πρώην αλληλογράφου Αναγνωστόπουλου ή Αναγνώστου, ο οποίος του μίλησε για τη δική του νιότη, όταν έζησε κι αυτός ανάλογες ομοφυλοφιλικές εμπειρίες. Με αυτή τη διπλή αναγωγή στο παρελθόν, πηγαίνουμε πίσω στις αρχές του αιώνα και έτσι το κείμενο χτίζει διαδρόμους μεταξύ του γήρατος και των ποικίλων ορόφων της νιότης.
Στη συνέχεια, και όταν κανείς αντιληφθεί το συνολικό σχέδιο, βλέπει τη διαρκή αντίστιξη μεταξύ της άρρωστης Λιλής και των πνευμάτων με τα οποία επικοινωνεί ο συγγραφέας-αφηγητής. Στο μεν πρώτο επίπεδο, ο γηραιός πρωταγωνιστής έρχεται αντιμέτωπος σταδιακά με τον επικείμενο θάνατο της γυναίκας του, και, όταν αυτός έλθει, βιώνει την απώλεια, την κενότητα, τη μονήρη ζωή. Στο δεύτερο, τα φαντάσματα που τον επισκέπτονται του θυμίζουν το παρελθόν του, αποτελούν –κυρίως ο Αναγνώστου– ένα ιδανικό διαλογικό alter ego και έτσι συντελείται ο απολογισμός του βίου του και η διαλεκτική των κρυφών ομοφυλοφιλικών ερώτων, η διαλεκτική μάλλον της κρυφής ζωής με τη φανερή. Η Λιλή με άλλα λόγια οδηγεί στο κενό μέλλον που θα έλθει μετά τον θάνατό της, ενώ οι νεκροί συνομιλητές παραπέμπουν στο γεμάτο με εμπειρίες παρελθόν.
Μάστορας της μεστής αφήγησης
Αποδεικνύεται μάστορας της μεστής, στρωτής, ακώλυτης αφήγησης, που φοριέται σαν μάλλινο ρούχο και διατηρεί τη ζεστασιά μιας παλαιικής ζωής.
Ο Μ. Κουμανταρέας αποδεικνύεται μάστορας της μεστής, στρωτής, ακώλυτης αφήγησης, που φοριέται σαν μάλλινο ρούχο και διατηρεί τη ζεστασιά μιας παλαιικής ζωής. Κι αυτή η δεξιοτεχνία κάνει την ανάγνωση να βυθίζεται σε νοσταλγικές βόλτες, σε ερωτικές σκηνές με ποικίλους άνδρες, αλλά και στη γνήσια έγνοια του αφηγητή για την άρρωστη, πολυχαπακωμένη γυναίκα του. Ένα μαλακό χαλί απλώνεται κάτω από τα πόδια μας και ο ρυθμός που δίνει στο βήμα μας είναι ο κατάλληλος για να προχωρήσουμε, αργά αλλά όχι σε slow motion, σταθερά αλλά όχι βαρετά, τον βηματισμό μας. Το συνεχές μπρος πίσω συντηρεί και τα δύο επίπεδα και ανανεώνει την ανάγνωση, που δεν λιμνάζει.
Μου άρεσε το θάρρος του συγγραφέα που αποκαλύπτει κάτι το οποίο ήταν λίγο πολύ γνωστό αλλά τώρα το εκθέτει απερίφραστα. Μου άρεσε επίσης αυτή η μαλακή γλώσσα· εύπλαστη, λίγο παλαιική, θερμή και προσηνής, φιλόξενη και νοσταλγική. Μου άρεσε όμως πιο πολύ η δομή του έργου με τις αναδρομές και τις συνδέσεις παρόντος και παρελθόντος. Και μη νομίσετε ότι όλα όσα λέγονται είναι αλήθειες. Αυτό το «περίπου» που νοτίζει το έργο, αυτά τα Αναγνωστόπουλος ή Αναγνώστου, οδός Σατραπείας ή Σινώπης κ.ά. υποβάλλουν πως όλα είναι εφικτά αλλά όχι αληθινά, όλα περίπου έτσι αλλά όχι έτσι ακριβώς. Ο Μ. Κουμανταρέας δεν έκανε απλώς έναν απολογισμό, αλλά έπλασε με μυθιστορηματικά υλικά τη ζωή του πρωταγωνιστή του, ώστε να μοιάζει με τη δική του και συνάμα να είναι αυτόνομη, λοξά κοιταγμένη, ειλικρινής όσο και μυθική, με στοχασμούς και αναστοχασμούς αλλά και με έντεχνη πλοκή.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Τελευταίο του βιβλίο, η μελέτη «Βιβλιογραφία για τον Νίκο Καζαντζάκη» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
Πατάκης 2014