Ο Νικόλας Σεβαστάκης για «κλασικά» που επανέρχονται ξανά και ξανά διεκδικώντας τον ελάχιστο χρόνο μας.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Οι αποτυχημένες γνωριμίες με βιβλία τα οποία θεωρούνται σπουδαία ή «ορόσημα» και υποχρεωτικά μυητικά περάσματα, είναι αναπόσπαστο τίμημα κάθε αναγνωστικής ζωής· εκτός αν μιλάμε για εκείνο το στιλ πρωταθλητισμού που βάζει στοίχημα να υπερπηδά όλα τα εμπόδια για να κατακτήσει ένα βιβλίο ή έναν συγγραφέα ως τρόπαια.
Από τη μια με κούραζε ο φλύαρος νατουραλισμός και από την άλλη με πάγωνε και εκείνος ο μοντερνισμός που αποθέωνε την εμπρόθετα περίπλοκη κατασκευή και το παιχνίδι του σημαίνοντος.
Νομίζω ότι οι ματαιωμένες, ημιτελείς ή απρόθυμες αναγνώσεις κατέχουν πολύ σημαντική θέση στη βιογραφία μας. Για μένα, πάντως, τα πράγματα ξεκαθάρισαν σχετικά νωρίς. Σε κάθε είδος, σε κάθε περιοχή της λογοτεχνίας ή του στοχαστικού δοκιμίου –των δυο επικρατέστερων αναφορών μου– βρέθηκα μπροστά σε θηρία που δεν κατάφερα να τα εξημερώσω ή δεν το προσπάθησα καν. Εκ των υστέρων πιστεύω ότι καταλαβαίνω έναν από τους λόγους: από τη μια με κούραζε ο φλύαρος νατουραλισμός και από την άλλη με πάγωνε και εκείνος ο μοντερνισμός που αποθέωνε την εμπρόθετα περίπλοκη κατασκευή και το παιχνίδι του σημαίνοντος. Εγώ ήμουν με το σοφό μίγμα ρομαντισμού και ρεαλισμού του Φλομπέρ της Αισθηματικής Αγωγής ή έστω με το ήπιο μοντέρνο των ιστοριών του Τσβάιχ ή του Γιόζεφ Ροτ. Όχι με τον ακραίο περιγραφισμό του Ζολά ούτε όμως με τους πειραματιστές της φόρμας. Τον Ζολά, για παράδειγμα, τον διάβασα περισσότερο στα κριτικά του κείμενα παρά ως μυθιστοριογράφο (αν και προσπάθησα και παλιότερα και πρόσφατα). Με τον Προυστ ξεκίνησα μάλλον καχύποπτα και ύστερα δεν μπορούσα να ξεφύγω από το μαγικό αφηγηματικό του δίχτυ. Με τον Τζόϋς, πάλι, δεν μπόρεσα να προχωρήσω πέρα απ τους Δουβλινέζους. Ούτε και στην Βιρτζίνια Γουλφ που έκανα προσπάθειες να τη διαβάσω στα είκοσι όπως και πριν λίγα χρόνια. Παρόλα αυτά, θυμάμαι πως εντυπωσιάστηκα βαθιά από το USA του Ντος Πάσσος, παράδειγμα της μοντερνιστικής τεχνικής.
Στην ποίηση έμειναν για μένα εντέλει ξένα τα Κάντος του Πάουντ και δεν με άγγιξε καθόλου ο μαχητικός φουτουρισμός του Μαγιακόφσκι. Στη δική μας ελληνική εμπειρία, η ρητορική στάθηκε εμπόδιο για να προχωρήσω στον Παλαμά, ενώ δεν συνέβη το ίδιο με τις λεγόμενες χαμηλές φωνές του ΄20 (άρα δεν είναι μόνο θέμα «πεπαλαιωμένων» γλωσσικών τρόπων).
Παραδόξως, η γλώσσα του Καζαντζάκη δεν με απώθησε, τουλάχιστον σε ένα βιβλίο όπως ο Καπετάν Μιχάλης. Μιλώ όμως ξανά για την εφηβεία. Ακόμα και τότε όμως δεν άντεξα ούτε λίγες σελίδες από τα φιλοσοφικά του στην Ασκητική. Αν και από κλασικό αριστερό σπίτι δεν θυμάμαι να διάβασα Λουντέμη ούτε το Πώς δενότανε το Ατσάλι του Οστρόφσκι, ενώ ξεκοκάλισα ό,τι είχε η βιβλιοθήκη μας από διηγήματα του Τσέχωφ και του Γκόγκολ.
Όποιος όμως μιλήσει για «απόλαυση της ανάγνωσης» του Καντ ή του Χέγκελ, μάλλον μας κοροϊδεύει.
Και στα άλλα μου διαβάσματα, στη φιλοσοφία ή στον πολιτικό στοχασμό, ισχύει κάτι παρόμοιο. Εδώ όμως υπεισέρχεται από χρόνια το επαγγελματικό, ακαδημαϊκό διάβασμα, με το κράτημα σημειώσεων και τις μέριμνες του δασκάλου. Παρόλα αυτά, ακόμα και στη μη μυθοπλαστική γραφή υπάρχει για μένα η απόλαυση της ανάγνωσης: στον νεαρό Μαρξ, στον Τοκβίλ, στον Νίτσε, στον Γιανκιέλεβιτς και άλλους. Όποιος όμως μιλήσει για «απόλαυση της ανάγνωσης» του Καντ ή του Χέγκελ, μάλλον μας κοροϊδεύει.
Όσο περνούν τα χρόνια χάνω την υπομονή μου και σπάνια δίνω δεύτερη ευκαιρία στα βιβλία. Ευτυχώς όμως δεν ήταν έτσι και πριν από λίγα χρόνια και έτσι μπόρεσα να αγαπήσω, με καθυστέρηση, κάποια παραπεταμένα του παρελθόντος: το Μαγικό βουνό του Τόμας Μαν ή τα διηγήματα του Βιζυηνού που τα διάβασα στα σαράντα μου.
Είπαμε όμως: «κλασικό» δεν είναι άραγε αυτό που επανέρχεται ξανά και ξανά διεκδικώντας τον ελάχιστο χρόνο μας και τους άλλους περισπασμούς μας;
*Ο ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και πανεπιστημιακός.