Ο ποιητής Θοδωρής Ρακόπουλος, για τον αδίκως μνημονευόμενο και υπερεκτιμημένο Άλλεν Γκίνσμπεργκ.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ο Καλβίνο είχε δίκιο όταν έλεγε πως τους κλασσικούς δεν τους διαβάζουμε αλλά τους ξαναδιαβάζουμε. Ενίοτε, βέβαια ορισμένους δεν θέλουμε να τους ξαναδιαβάσουμε διόλου: τους ξαναδιαβάζουν άλλοι όμως, τριγύρω μας, και εμείς, στη μέση του μονήρους και κοινωνικά παρεξηγήσιμου κυκλώνα, με εμμονή κλείνουμε τα αυτιά μας στην επαναλαμβανόμενη, σαν ινδικό mantra, αναφορά στην μυθοπλασία ή στους στίχους τους. Αυτού του είδους τους κλασσικούς, μια πρόχειρη αναλυτική κατηγορία θα τους χαρακτήριζε: υπερεκτιμημένους. Τουλάχιστον σύμφωνα με τη δική μας γνώμη. Και η λογοτεχνία είναι δι-υποκειμενική υπόθεση.
Με μια πιο δεοντολογική προσέγγιση, θα θέλαμε ως “κλασσικός” να ορίζεται μόνο ο πραγματικά διαχρονικός συγγραφέας. Προσωπικά νομίζω πως η απόλαυση και η κρίση της λογοτεχνίας δεν μπορεί να είναι μόνο φιλολογική: κι άρα, η έννοια του “κλασσικού” κειμένου [πρέπει να] σημαίνει πως ο χρόνος δεν το φθείρει αλλά αντίθετα, το ευνοεί. Δεν είναι όμως πάντα έτσι, και η δημοφιλία ενός/μιας συγγραφέα συχνά αποβαίνει καθοριστικό στοιχείο ως προς το αν τον/την θεωρούμε κλασσικό ή όχι.
Ο Γκίνσμπεργκ έχει μια βαθιά φωνή, μια ανάσα που διαρκεί, την οποία βέβαια ξεσήκωσε από την Πεντάτευχο: ο βιβλικός σχοινοτενής στίχος, που συχνά ξεκινάει με “και”, και διασκελίζει πολλές αράδες είναι μια τυπική τεχνική του
Μου είναι δύσκολο να ανακαλέσω συγγραφέα (ας το περιορίσουμε: ποιητή) πιο αδίκως μνημονευόμενο και πιο υπερεκτιμημένο από τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ. Εδώ και σχεδόν δεκαπέντε χρόνια απομακρύνθηκα από την αρχική σαγήνη της φωνής του, επιδραστική στα εφηβικά μου χρόνια. Εξοκέλλω σε βιογραφισμό διότι σε ορισμένα αναγνώσματα η ηλικία παίζει σημαντικό ρόλο – και σίγουρα, η διαχρονικότητα στην οποία αναφέρθηκα πριν δεν είναι μόνο ιστορική (άρα “αντικειμενική”) αλλά και προσωπική (κι άρα υποκειμενική). Αφορά λοιπόν τον αναγνώστη σε όλες τις εποχές της ιστορίας και σε όλες τις εποχές της ζωής του.
Για τον Γκίνσμπεργκ μίλησαν με φαρμάκι ο Ελύτης κι ο Καρούζος, ποιητές πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους αλλά που πράγματι εντόπισαν κι οι δύο, σε ανύποπτο χρόνο, το ζήτημα με τον Αμερικανό βάρδο. Και το ζήτημα, λέει ο Ελύτης, αντιπαραβάλλοντας τον όντως σημαντικότερο και απολαυστικότερο Εμπειρίκο με τον αμερικανό... ομόλογό του (στο δοκίμιο Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, εκδ. Ύψιλον), είναι η αγγλική γλώσσα και το διεθνές της βεληνεκές. Το σχόλιο του Καρούζου είναι ανάλογο: “μπουκάρει τώρα κι ένας αμερικανός εβραϊκής "προφητικότητας", ρίχνει τη φράση "είμαι προφήτης" και κάτι τρέχει στα γύφτικα” (στον τόμο των συνεντεύξεων του ποιητή, εκδ. Ίκαρος, σ. 102).
Αν και διακρίνω μια σχετική δόση αντισημιτισμού, ωστόσο συμφωνώ με το πνεύμα της κριτικής στην κακή χρήση της θρησκείας, την οποία ο Γκίνσμπεργκ απεδείχθη ο επιτυχέστερος και ανιαρότερος των ποιητών. Αυτό που με ενοχλεί στην καλτ δημοφιλία του είναι ακριβώς η αίσθηση που έχω για το ανείπωτα πεπερασμένο της φωνής του. Λίγοι ποιητές έχουν τόσο ξεπεραστεί από τις δύο αναγνωστικές χρονικότητες: τον χρόνο και την ηλικία. Εξηγούμαι. Ο Γκίνσμπεργκ έχει μια βαθιά φωνή, μια ανάσα που διαρκεί, την οποία βέβαια ξεσήκωσε από την Πεντάτευχο: ο βιβλικός σχοινοτενής στίχος, που συχνά ξεκινάει με “και”, και διασκελίζει πολλές αράδες είναι μια τυπική τεχνική του. (Το γεγονός πως ο ίδιος έγινε Βουδδιστής δεν ανατρέπει αλλά ενισχύει το επιχείρημα αυτό. Και βέβαια, δεν σημαίνει τούτο πως δεν μου αρέσει η πράγματι θρησκευτική ποίηση).
Εκτός από την βιβλική ρυθμολογία, με κουράζει και η εν γένει εκκοσμίκευση θρησκευτικών όρων στο έργο του, το οποίο πράγματι είναι μια εύστοχη κριτική στην κυρίαρχη κουλτούρα της χώρας και της εποχής του. Αυτή η μακρά φωνή υποτίθεται, για να θεωρούμε τον ποιητή “κλασσικό”, πως διασχίζει τις εποχές και τους χρόνους. Μόνο που στον Γκίνσμπεργκ, το έργο του (όχι η “μορφή του” και το hype που την ακολουθεί), καταδεικνύει έναν χρόνο πεπερασμένο και μια εποχή ξεπερασμένη. Είναι έτσι μια ωραία τοιχογραφία της δεκαετίας του '50 στην Αμερική. Αλλά ο κόσμος, και δη ο δικός μου κόσμος, δεν είναι η Αμερική του '50. Ο κόσμος μας είναι απολύτως ένα προάστιο του Πέτρογκραντ ή μια αχανής βιβλιοθήκη, αν τα μεταχειρίζονται αυτά ο Ντοστογιέφσκυ ή ο Μπόρχες. Αλλά, νομίζω, δεν είναι το Αμέρικα, με τις μανιχαϊστικές του προδιαθέσεις, τον ρομαντισμό του, την κάπως κουραστική δοξολογία της αλητείας. Οι μετα-θρησκευτικές αφηγήσεις και φόρμες είναι παρούσες, με προφανείς τρόπους στις ινδουιστικές ή καββαλιστικές αναφορές έργων όπως το Καντίς, ή η Σούτρα του Ηλιοτρόπιου, αλλά και στα έργα Πλουτώνια Ωδή και Ουρλιαχτό – όχι όμως σε μικρότερα (και ωραία) ποιήματα, όπως το Θεία Ρόζα ή το Σουπερμάρκετ στην Καλιφόρνια.
Αιώνια έφηβοι που απευθύνονται σε αιώνια έφηβους, ρίζωσαν στον Κανόνα που έπρεπε μια υπερδύναμη με δημοκρατική βάση να προτείνει, όσο η επιρροή της εξαπλωνόταν μεταπολεμικά.
Ο Γκίνσμπεργκ, κι οι beats εν γένει, είναι αφόρητα ιστορικά προσδιορισμένοι. Ήταν και γεωγραφικά προσδιορισμένοι, στις ΗΠΑ, αλλά (βλ. και σχόλιο Ελύτη) λίγο η γλώσσα, λίγο ο ιμπεριαλισμός και λίγο η μελαγχολία μας, έγιναν παγκόσμιοι. Αιώνια έφηβοι που απευθύνονται σε αιώνια έφηβους, ρίζωσαν στον Κανόνα που έπρεπε μια υπερδύναμη με δημοκρατική βάση να προτείνει, όσο η επιρροή της εξαπλωνόταν μεταπολεμικά. Υποψιάζομαι πως εν πολλοίς η beat γραφή ήταν η αμερικανική απάντηση στην σχετική έλλειψη καλλιτεχνικών πρωτοποριών που χαρακτήριζε ώς τον πόλεμo τη μεγάλη χώρα της Δύσης. Βέβαια, ο Γκίνσμπεργκ κι οι μπητνίκοι (τους οποίους χαιρέτησε στεντορείως και ο Εμπειρίκος, που λέγαμε πριν), για να είμαστε δίκαιοι, πολεμήθηκαν από το συντηρητικό “κατεστημένο”, ακόμη και με τη βία. Ωστόσο, ο συμπαθής γενειοφόρος από το Νιούαρκ τελικά ενσωματώθηκε απολύτως, αποθεώθηκε από την κριτική, επιβλήθηκε ακαδημαϊκά και προς το τέλος της ζωής του είχε καταλήξει αντιδραστικός (υποστηρίζοντας την κανονικοποίηση των beats, τον ποιητικό επαγγελματισμό και... τη νομιμοποίηση της παιδεραστίας!).
Το γεγονός και μόνο πως όσα επιχειρήματα κι αν εγείρει κανείς για το θέμα νιώθει πως διαπράττει έγκλημα καθοσιώσεως και πως θα τον εγκαλέσουν για προδοσία, μάλλον είναι ενδεικτικό του πόσο συντηρητική είναι η πρόσληψη του Γκίνσμπεργκ (ως "ήρωα", "άγιου", "προφήτη", και μέσω παρόμοιων μετα-θρησκευτικών όρων) σήμερα. Μόνο που ο ποιητής Γκίνσμπεργκ δεν είναι τίποτα από αυτά. Είναι ένας φιλολογικά κλασσικός συγγραφέας που απολαμβάνει τεράστια δημοφιλία. Και του οποίου τα βιβλία που κοσμούσαν την εφηβική βιβλιοθήκη μου τα έχω χαρίσει – και δεν μου λείπουν καθόλου.
Ο ΘΟΔΩΡΗΣ ΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας.