
Της Έλενας Χουζούρη
Την τελευταία δεκαετία παρατηρείται στην κριτική μια έντονη τάση να τοποθετούνται τα μυθιστορήματα μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια και οι όποιες κριτικές αποτιμήσεις να κινούνται περιοριστικά μέσα σ’ αυτά. Τρανταχτό παράδειγμα αποτελούν τα λεγόμενα ιστορικά μυθιστορήματα. «Κατηγορία» που άρχισε να… ανθίζει μετά την κυκλοφορία και επιτυχία της τριλογίας του Νίκου Θέμελη. Συλλήβδην λοιπόν οποιοδήποτε μυθιστόρημα αναφέρεται στο παρελθόν ή εκκινεί από το παρελθόν ή έχει κάποια ψήγματα παρελθόντος αβασάνιστα τοποθετείται στην κατηγορία «ιστορικό».
Ποιος, λόγου χάριν, είχε φορέσει την ταμπέλα «ιστορικό» στην «Κάθοδο των εννιά» ή «Στα στοιχεία από τη δεκαετία του εξήντα» του Θανάση Βαλτινού ή στο «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου ή σε μυθιστορήματα του Αλέξανδρου Κοτζιά ή ακόμη στα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου; Ουδείς από όσο μπορώ να θυμάμαι. Άλλα έψαχναν και αναδείκνυαν οι κριτικοί. Όσο για το αν ένα μυθιστόρημα είναι ιστορικό ή όχι και αν ακολουθεί την κλασική οδό του γεννήτορά του σερ Ουώλτερ Σκοτ ή αν επιλέγει τους παράδρομους, είναι ζήτημα το οποίο συζητιέται ήδη από τα μέσα του…19ου αιώνα και τελικό, γενικώς παραδεκτό, συμπέρασμα δεν υπάρχει έως σήμερα. Μήπως λοιπόν άλλες ματιές αποζητούν τα κείμενα, πιο ανοιχτές, και πιο βαθιές και πάντως λιγότερο κολλημένες σε ταμπέλες και πλαίσια;
Αυτές τις σκέψεις και τα ερωτήματα προκαλεί το τελευταίο μυθιστόρημα του Γιώργου Ξενάριου Στην άκρη του κόσμου [εκδ. Κέδρος]. Τόπος του μυθιστορήματος μια φανταστική μικρή παραθαλάσσια πόλη, κάπου στη νότια Πελοπόννησο, οι Αλυκές. Αλλά και κατ’ αντιστοιχία –και όχι βεβαίως τυχαία- το λεγόμενο «Μέτωπο του Βορρά», τουτέστιν το ιστορικά Μέτωπο των Βαλκανικών Πολέμων, των Πρώτων, κατά τα συμφραζόμενα. Δηλαδή κάπου στη Δυτική ή Κεντρική Μακεδονία και στη Θεσσαλονίκη. Χρόνος; Πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, πάντα κατά τα συμφραζόμενα και όχι ρητά. Άρα, ιστορικό πλαίσιο εξαιρετικά χαλαρό και πάντως σε καμία περίπτωση ρητό, ευδιάκριτο ή τέτοιο που να επιδρά στους ήρωες και στη ζωή τους. «Μακριά στο βάθος η Ιστορία», διαβάζουμε στο μυθιστόρημα. Η παρουσία δηλαδή της μεγάλης Ιστορίας λειτουργεί εντελώς προσχηματικά και καθόλου καθοριστικά. Θα μπορούσε μάλιστα να ισχυριστεί κανείς ότι το μυθιστόρημα έως και την αμφισβητεί, και πάντως σίγουρα την ειρωνεύεται έως και την παρωδεί, άρα αρκούντως την δυναμιτίζει. Αυτό είναι το πρώτο ζητούμενο της «Άκρης του κόσμου», και όχι το σημαντικότερο. Το πιο σημαντικό είναι τι υπάρχει, τι διαδραματίζεται και τι αναδεικνύεται μέσα από αυτό το χαλαρό χρονικό πλαίσιο.
Στον μυθιστορηματικό λοιπόν τόπο που ο συγγραφέας θέλει να ονομάσει Αλυκές, ενώ όλα δείχνουν αν όχι ευτυχισμένα τουλάχιστον ήρεμα και τακτοποιημένα, κι ενώ ήδη έχουν κάνει την εντυπωσιακή τους εμφάνιση οι νέες τεχνολογικές ανακαλύψεις, αυτοκίνητο, τηλέφωνο, τηλέγραφος, φωτογραφία, κάποιοι αρχίζουν να πεθαίνουν παρουσιάζοντας άγνωστα και πρωτόγνωρα για τους υπόλοιπους συμπτώματα. Οι θάνατοι με τα ίδια συμπτώματα πολλαπλασιάζονται μέρα με τη μέρα. Προφανώς, επιδημία. Αλλά τι; Χολέρα; Κάποια άλλη; Και ποια; Έως να ειδοποιηθεί η κεντρική θεσμική εξουσία στην Αθήνα και έως να σπεύσει γιατρός, το θανατικό έχει ρημάξει την μισή πολιτεία. Και πώς αντιδρούν οι κάτοικοι των Αλυκών που έχουν ξαφνικά και αναίτια βρεθεί σε μια απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη κατάσταση σοκ καθώς νοιώθουν το θάνατο κυριολεκτικά να τους θωπεύει; Πώς αντιδρούν καθώς κάθε μέρα αυτός που πεθαίνει μπορεί να είναι το παιδί τους, ο γονιός τους, ο φίλος τους, ο αγαπημένος, η αγαπημένη; Όσοι και όσες –από τους παλαιότερους- έχουν δει την εκπληκτική εκείνη ταινία του Χέρτσογκ «Μεφίστο» θα ανακαλύψουν κοινές διαδρομές με το μυθιστόρημα του Γ. Ξενάριου όσον αφορά την επιδημία που μπορεί να ενσκύψει σε μια πόλη και μπορεί να την αφανίσει και να την ξεθεμελιώσει όχι μόνον λόγω του θανατικού αλλά και λόγω του πανικού μπροστά στον επικείμενο θάνατο, πανικού που οδηγεί στην πλήρη διάρρηξη και ανατροπή της κοινωνικής συνοχής και του κοινωνικού ιστού, που φέρνει στην επιφάνεια τις πάσης φύσεως κακότητες του ανθρώπου.
Σε παρόμοιες καταστάσεις άλλωστε δεν οδηγούν και μεγάλες φυσικές καταστροφές όπως τσουνάμια και σεισμοί; Το ίδιο αρχίζει να συμβαίνει και στις Αλυκές ώσπου από την τοπική ελίτ λαμβάνεται η απόφαση της Μεγάλης Φυγής, αφού το θανατικό δεν μπορεί πλέον να ελεγχθεί και οι κάτοικοι είναι εκτός εαυτού. Οι υψηλής έντασης , εκφραστικά και παραστατικά, εικόνες της Μεγάλης Φυγής ή της Μεγάλης Εξόδου όπως θα μπορούσε επίσης να ονομαστεί αυτή η μαζική αγωνιώδης προσπάθεια αποφυγής του θανάτου και πορείας προς την ζωή παραπέμπουν: είτε στη βιβλική έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο, είτε στις αναγκαστικές τραγικές εξόδους-ξεριζωμούς των πάσης εθνότητας και θρησκείας προσφύγων της βαλκανικής κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων δεκαετιών καθώς και της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα. Ας μην ξεχνάμε ότι το χαλαρό ιστορικό πλαίσιο του μυθιστορήματος είναι η περίοδος των Πρώτων Βαλκανικών Πολέμων, έστω και αν δεν κατατίθεται ρητά. Ωστόσο, πέρα από τις παραπομπές σε παρόμοιες επώδυνες καταστάσεις στις οποίες έχουν βρεθεί οι άνθρωποι από τα βάθη ακόμη της Ιστορίας και της προϊστορίας της ανθρωπότητας, έχω την άποψη ότι η Μεγάλη Φυγή που ο Γ. Ξενάριος επιφυλάσσει στους κατοίκους των μυθιστορηματικών Αλυκών του αγγίζει άλλες παραμέτρους, βαθύτερες και σημαντικότερες. Αυτές έχουν να κάνουν με οντολογικά και υπαρξιακά μεγέθη και πάνω από όλα με τη σχέση του ανθρώπου με το θάνατο και τη ζωή. Γιατί θεωρώ ότι το μυθιστόρημα του Ξενάριου είναι κυρίως μια φιλοσοφική αλληγορία θανάτου αφενός και μια παρωδία της ζωής από την άλλη. Μπορεί οι πρώτες αναγνώσεις να αναδεικνύουν το στοιχείο της δυστοπίας –οι κάτοικοι που φεύγουν από τις Αλυκές δεν έχουν πια τόπο-, όπως όλοι οι πρόσφυγες εξάλλου, οι δεύτερες όμως είναι ακόμη πιο επώδυνες ακόμη και για τον ίδιο τον αναγνώστη αφού οι εντάσεις που του προκαλούν τον οδηγούν σε υπαρξιακά και οντολογικά ερωτήματα.
Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η πλευρά της Ιστορίας, του πολέμου συγκεκριμένα. Εδώ μεγαλουργεί η παρωδία. Θα τη ζήλευε ακόμη και ο Ώλτμαν στο MASH, έστω κι αν εκείνος οδηγούσε τα πράγματα στη γελοιοποίησή τους και σ έκανε να τρελαίνεσαι στα γέλια. Ο Ξενάριος δεν τα γελοιοποιεί αλλά τους δίνει τέτοιες αφύσικες διαστάσεις που τα ακυρώνει.
Συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην αλληγορία της Μεγάλης Φυγής λόγω της επιδημίας στο νότο και στην παρωδία του πολέμου κάπου στον μακεδονικό βορρά, ένα αμφιλεγόμενο, ασαφές ως προς την ιστορική του ταυτότητα, άρα εύπλαστο μυθιστορηματικά πρόσωπο. Ο Αλέξανδρος Σχινάς.
Ποιος ήταν; Η επίσημη Ιστορία τον έχει διασώσει ως τον δολοφόνο του Γεωργίου Α! Στη Θεσσαλονίκη, στις 18 Μαρτίου 1913. Εικασίες όμως περιβάλλουν έως σήμερα, την καταγωγή του, το επάγγελμά του, την πολιτική του τοποθέτηση, τα κίνητρά του και οπωσδήποτε τον θάνατό του. Αυτοκτόνησε -είπαν- πηδώντας από τα γραφεία της Χωροφυλακής όπου εκρατείτο και ανακρίνετο…
Ο Ξενάριος αναπλάθει έναν δικό του Αλέξανδρο Σχινά. Τον θέλει γιατρό να βρίσκεται στο Μέτωπο του Βορρά και να έχει μόνον αυτός το θαυματουργό εκ Βιέννης φάρμακο που θα σώσει τους κατοίκους των Αλυκών από το θανατικό. Ως νέος Μεσσίας ο Σχινάς αναμένεται ώσπου να έρθει η πομπή των κυνηγημένων από το θάνατο κατοίκων των Αλυκών. Και τελικά έρχεται; Σώζει; Η απρόσμενη απάντηση -και γι αυτό εξαιρετικά ενδιαφέρουσα- αναμένει τον αναγνώστη στο τέλος του μυθιστορήματος. Έως τότε ο αναγνώστης θα έχει διαβάσει ένα πυκνότατο μυθιστόρημα, με συνεχείς χρονικές διασταυρώσεις, με υποβλητική διάθεση αλλά και ρεαλιστικές περιγραφές, ένα μυθιστόρημα στοχασμού και συνεχών ανατροπών, εξαιρετικά δουλεμένο, το οποίο κατά την άποψή μου θα μπορούσε να σταθεί δίπλα σε σημαντικά σύγχρονα ευρωπαϊκά μυθιστορήματα.

Γιώργος Ξενάριος
Κέδρος 2011