
Ποιος είναι ο ρόλος της λογοτεχνικής κριτικής και ποιες οι προϋποθέσεις για την άσκησή της; Ποια η σχέση συγγραφέα και κριτικού και πώς επιτυγχάνεται η αντικειμενικότητα; Κάποιες σκέψεις...
Γράφει ο Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης
Η λογοτεχνική κριτική δεν ταυτίζεται με την προσωπική ανάγνωση· είναι δημόσια, τεκμηριωμένη και ηθικά υπεύθυνη πρακτική. Σε αντίθεση με την εμπειρική, συναισθηματική πρόσληψη, απαιτεί θεωρητικό οπλοστάσιο, τεχνικές κοντινής ανάγνωσης, κατανόηση της σχέσης μορφής και περιεχομένου, καθώς και ρητορικά και φιλοσοφικά εργαλεία που αναδεικνύουν τις δομές και τις σημασίες του κειμένου.
Η μέθοδος της close reading ή «λεπτομερειακής ανάγνωσης» εστιάζει στην προσεκτική παρατήρηση της γλώσσας του κειμένου: λέξεις, σύνταξη, ρυθμό και επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Αντιμετωπίζει το έργο ως αυτόνομο οργανισμό, όπου μορφή και περιεχόμενο συνυφαίνονται και το νόημα παράγεται μέσα από τις λεκτικές και δομικές επιλογές. Πρόκειται για πρακτική που αναδεικνύει πώς το κείμενο «μιλά» μέσα από τη μορφή και πώς η ερμηνεία θεμελιώνεται σε γλωσσικές και αισθητικές λεπτομέρειες. Η παράδοση της close reading υπενθυμίζει ότι η τεκμηρίωση δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη. Στηρίζεται σε γλωσσικά μοτίβα, δομές και λειτουργικά στοιχεία του έργου. Η μέθοδος είναι θεμέλιο της αξιοπιστίας.
Στη σημερινή ψηφιακή εποχή, όπου οι αναγνώστες εκφράζουν ελεύθερα γνώμες σε διαδικτυακές κοινότητες, η διάκριση ανάμεσα σε απλή γνώμη και τεκμηριωμένη κρίση είναι ουσιώδης.
Η αξιολόγηση ενός έργου δεν ασκείται από οποιονδήποτε, οποτεδήποτε. Στο ακαδημαϊκό πλαίσιο και στα έγκριτα περιοδικά απαιτείται γνώση, μεθοδικότητα και δεοντολογική διαφάνεια. Ο κριτικός οφείλει να διαθέτει ευρύτητα αναγνωστικού πεδίου και ικανότητα τεκμηρίωσης. Στη σημερινή ψηφιακή εποχή, όπου οι αναγνώστες εκφράζουν ελεύθερα γνώμες σε διαδικτυακές κοινότητες, η διάκριση ανάμεσα σε απλή γνώμη και τεκμηριωμένη κρίση είναι ουσιώδης. Η αξία της κριτικής δεν έγκειται στην προτίμηση, αλλά στη μέθοδό της.
Στόχος του κριτικού σχολιασμού είναι να βρει μια γλώσσα και μεθοδολογία για την ανάλυση και σύγκριση της λογοτεχνίας. Παρότι πρόκειται για ευρύ στόχο, η κριτική δεν είναι επιστήμη. Προσπαθεί να γραφτεί μέσα σε ορισμένους αυστηρούς περιορισμούς, και έτσι πρέπει να βρει θέση στο περιθώριο της πραγματικής λογοτεχνίας. Η λογοτεχνική κριτική είναι το υποπροϊόν της προσπάθειας κάποιου να γράψει λογοτεχνία. Αν είναι συγκρίσιμη με την εξέταση της λογοτεχνικής αξίας, πρέπει να είναι αξιοσημείωτη. Όσο χρήσιμη κι αν είναι, δεν είναι απαραίτητη για την ανάγνωση της λογοτεχνίας.
Η λογοτεχνική κριτική έχει πολλαπλούς ρόλους. Πρώτον, εκπαιδευτικό: παρέχει εργαλεία κατανόησης και ερμηνείας, αναδεικνύοντας την πολυπλοκότητα και τις σημασιολογικές διαστάσεις του έργου. Δεύτερον, αξιολογικό: διαμορφώνει κριτήρια ποιότητας και βοηθά το κοινό να διακρίνει τα έργα ανάλογα με τη συμβολή τους στην τέχνη και στην πνευματική καλλιέργεια. Τρίτον, διαμεσολαβητικό: συνδέει τον δημιουργό με το αναγνωστικό κοινό, λειτουργώντας ως γέφυρα ανάμεσα στην ιδιωτική εμπειρία και τον δημόσιο διάλογο. Τέλος, ηθικό και πολιτισμικό: εξασφαλίζει ότι η λογοτεχνία δεν απορροφάται απλώς ως αισθητική απόλαυση, αλλά συμβάλλει στην καλλιέργεια κοινωνικής συνείδησης και ηθικής ανάγνωσης του κόσμου.
Η κριτική έχει ηθική ευθύνη απέναντι στο κοινό: δεν υπηρετεί μόνο υποκειμενικές προτιμήσεις αλλά την εγκυρότητα της δημόσιας συζήτησης.
Η ηθική διάσταση της κριτικής έχει πολλαπλά επίπεδα. Ο κριτικός υποχρεούται σε διαφάνεια και δεοντολογία. Καλείται να δηλώνει συγκρούσεις συμφερόντων, να αποφεύγει προσωπικές επιθέσεις και να διαμορφώνει κρίσεις που μπορούν να αναπαραχθούν και να συζητηθούν δημόσια. Σ' αυτό το σημείο, η εμπειρία των επιστημονικών πρακτικών είναι χρήσιμη. Οι κανόνες δεοντολογίας για την αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων στον ακαδημαϊκό έλεγχο δείχνουν την αναγκαιότητα της ουδετερότητας και της τεκμηρίωσης στην αξιολόγηση εργασιών, αρχές που μεταφέρονται και στη λογοτεχνική κρίση. Η κριτική έχει ηθική ευθύνη απέναντι στο κοινό: δεν υπηρετεί μόνο υποκειμενικές προτιμήσεις αλλά την εγκυρότητα της δημόσιας συζήτησης.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η σχέση συγγραφέα και κριτικού. Ο συγγραφέας δεν μπορεί να είναι αμερόληπτος κριτής ομότεχνων έργων. Η συγγραφική του ιδιότητα συνεπάγεται επαγγελματικές, συναισθηματικές και θεσμικές εμπλοκές που δυσχεραίνουν την αποστασιοποίηση. Μπορεί βεβαίως να μοιραστεί τη δική του ανάγνωση, να φωτίσει όψεις που τον άγγιξαν· δεν είναι όμως ηθικά θεμιτό να ασκήσει αρνητική κριτική προς σύγχρονο ομότεχνο. Ακόμη κι αν διαθέτει τη θεωρητική σκευή να το πράξει, μια τέτοια επιλογή εμπεριέχει τον κίνδυνο να εκληφθεί ως ανταγωνισμός ή αυτοπροβολή, υπονομεύοντας την αξιοπιστία τόσο της κρίσης όσο και του ίδιου του θεσμού της κριτικής. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η σιωπή ή η ουδέτερη τοποθέτηση αποτελούν πιο υπεύθυνες στάσεις.
Υποκειμενικότητα και αντικειμενικότητα
Υπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα σε «ανάγνωση» και «κριτική». Η προσωπική ανάγνωση είναι αναφαίρετο δικαίωμα. Η κριτική υπερβαίνει αυτή την εμπειρία, καθώς οργανώνει συλλογισμούς, στοιχειοθετεί ευρήματα και μετασχηματίζει την ατομική εμπειρία σε τεκμηριωμένο λόγο. Η ανάγνωση παράγει ενσταντανέ· η κριτική μετασχηματίζει τα ενσταντανέ σε επιχειρήματα. Η διάκριση αυτή δεν υποβαθμίζει την αξία της υποκειμενικής ανάγνωσης· τη θεσμοποιεί, όμως, ώστε η δημόσια κρίση να είναι διαφανής και χρήσιμη.
Η αντικειμενικότητα αποτελεί κεντρικό γνώρισμα της σωστής επισκόπησης. Η θεωρητική σκευή δεν είναι εφεύρεση για να νομιμοποιήσει κάθε άποψη, είναι εργαλείο που δοκιμάζεται στην ικανότητά του να εξηγεί και να τεκμηριώνει. Αντικειμενικά κριτήρια, υπό αυτή την έννοια, δεν νοούνται ως απόλυτοι κανόνες αλλά ως συνεκτικοί δείκτες αξιολόγησης: δομική συνοχή, πρωτοτυπία θεματικού άξονα, συνεκτική σχέση μορφής-περιεχομένου, και ρητορική επάρκεια. Αυτά τα στοιχεία προσφέρουν κοινή βάση για διαφωνία με όρους επιχειρήματος, όχι απλής γευστικής προτίμησης. Ο κριτικός οφείλει να κινητοποιεί θεωρίες που επιτρέπουν πολυπρισματική ανάγνωση, από μορφολογικές και ρητορικές προσεγγίσεις έως ερμηνευτικές, κοινωνιολογικές και πολιτισμικές αναγνώσεις.
Η γλωσσική ουδετερότητα δεν είναι ψυχρή· είναι υπεύθυνη διατύπωση που αποφεύγει γενικεύσεις, υπερβολές και ad hominem επιθέσεις.
Η ουδετερότητα της διατύπωσης είναι επίσης κρίσιμη. Ο κριτικός οφείλει να αποφεύγει υπερβολικά συναισθηματικά φορτισμένες ή υποκειμενικές διατυπώσεις, διατηρώντας σαφήνεια και λογική στην παρουσίαση των συμπερασμάτων του. Η γλωσσική ουδετερότητα δεν είναι ψυχρή· είναι υπεύθυνη διατύπωση που αποφεύγει γενικεύσεις, υπερβολές και ad hominem επιθέσεις. Η κριτική δύναται να είναι αξιολογική και αποφασιστική. Ο σεβασμός στην αντικειμενική τεκμηρίωση ενισχύει την αξιοπιστία της. Επιπλέον, η κριτική πρέπει να δηλώνει τις θεωρητικές της επιλογές και τυχόν προσωπικές ή θεσμικές δεσμεύσεις, ώστε ο αναγνώστης να κρίνει τόσο το επιχείρημα όσο και το πλαίσιό του.
Η αξιόπιστη λογοτεχνική κριτική απαιτεί θεωρητική σκευή, δεοντολογία, αντικειμενικά κριτήρια και διαυγή διατύπωση. Προϋποθέτει την επίγνωση ότι ο συγγραφέας ως κρίνοντας ομότεχνος φέρει εγγενείς περιορισμούς. Όταν αυτά τα στοιχεία συνυπάρχουν, η κριτική γίνεται δημόσια υπηρεσία γνώσης: όχι για να επιβάλλει τελεσίδικες αξιώσεις, αλλά για να οικοδομήσει εργαλεία κοινής ανάγνωσης, μέσα από τα οποία η λογοτεχνία επιτελεί την κοινωνική και στοχαστική της λειτουργία.
*Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ σπούδασε Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία στο ΕΚΠΑ. To 2021 δημιουργήθηκαν υπό την αιγίδα του οι εκδόσεις Περικείμενο Βιβλία. Έχει εκδώσει τις συλλογές πεζογραφίας Είδωλα (2021) και Επικράτειες (2024).





















