
Για την ποιητική συλλογή του Στέλιου Χουρμουζιάδη «Το κράτος των σωμάτων» (εκδ. Περισπωμένη).
Γράφει η Ελιάνα Χουρμουζιάδου
Θα ξεκινήσω κάπως ανορθόδοξα, διότι αυτή δεν είναι μια ορθόδοξη παρουσίαση ποιητικού βιβλίου. Αρχές Νοεμβρίου, η είδηση έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Ένας εξ Ηνωμένων Πολιτειών ορμώμενος θείος μου, που κάθε χρόνο περνά τρεις τέσσερις μήνες στην Ελλάδα, μου είπε στο τηλέφωνο: «Θα είμαι στην Αθήνα τις τάδε μέρες. Το έχω κανονίσει έτσι ώστε να πάω και στην παρουσίαση του Στέλιου». «Του Στέλιου;» είπα σαστισμένη. «Έβγαλε νέο βιβλίο; Είναι εδώ;»
Είναι φανερό ότι με τον Στέλιο Χουρμουζιάδη δεν με συνδέει μόνο το επώνυμο. Οι πατεράδες μας ήταν αδέλφια. Μεγαλώσαμε στην Κυψέλη, τα σπίτια μας κυριολεκτικά σε απόσταση μερικών μέτρων. Από εκείνη την εποχή μου έχει μείνει κυρίως η εικόνα ενός πολλά υποσχόμενου εφήβου. Έμαθε, σχεδόν ταυτόχρονα, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά. Τον θυμάμαι κάποτε να μου λέει ότι ήθελε να προσθέσει στη βεντάλια των γνώσεων του τα ρωσικά και τα κινεζικά ή τα αραβικά (τις δύσκολες και «σπάνιες» γλώσσες), ως επιπλέον εφόδιο για τη μελλοντική διπλωματική του σταδιοδρομία. Συγχρόνως έκανε μαθήματα πιάνου. Όπως προκύπτει από το βιογραφικό του, οι υποσχέσεις τηρήθηκαν. Πτυχιούχος της Νομικής και της Ιταλικής Φιλολογίας, διδάκτωρ Μεταφρασεολογίας με ειδίκευση στην Ιστορία της Μετάφρασης, διπλωμάτης του οποίου η σταδιοδρομία έχει ήδη μπει στην τρίτη δεκαετία της, μεταφραστής και ποιητής – όλα αυτά κάθε άλλο παρά ασύμβατα με τις καλλιτεχνικές ανησυχίες και την υψηλή αισθητική που τον χαρακτηρίζουν. Η ζωή του διπλωμάτη μορφοποιεί, οξύνει, εμπλουτίζει την αντίληψή του για τον κόσμο, και έτσι, πολύ φυσικά, τον οδηγεί στη λογοτεχνία. Οι καινούριοι, άγνωστοι τόποι πάντα ανοίγουν τα μάτια της ψυχής.
Τα περάσματα του Στέλιου από την Αθήνα συνήθως είναι σύντομα και αιφνίδια για όλους εκτός της στενής οικογένειάς του. Η είδηση όμως ότι έρχεται στην Αθήνα για να παρουσιάσει όχι ένα αλλά δύο βιβλία ήταν όντως κεραυνός. Το πρώτο, η μετάφραση είκοσι επιλεγμένων ιστοριών του Βοκάκιου, έχει τον τίτλο Δεκαήμερο. Οι γυναίκες αφηγούνται (εκδ. Περισπωμένη, 2024). Το άλλο είναι η δεύτερη ποιητική συλλογή του Το κράτος των σωμάτων, επίσης από τις εκδόσεις Περισπωμένη (2024), επτά χρόνια μετά τη συλλογή Βερολίνο-Βρυξέλλες (από τον ίδιο εκδότη), την οποία είχαμε παρουσιάσει με τον Νίκο Φιλντίση στο πάντα φιλόξενο βιβλιοπωλείο «Επί Λέξει».
Αναγνωρίζω ότι η ποίηση είναι συχνά προσωπική υπόθεση του ποιητή. Αυτό την κάνει, μερικές φορές, ερμητική και απροσπέλαστη. Δεν είναι όμως η περίπτωση του Στέλιου Χουρμουζιάδη. Ο αναγνώστης δεν χρειάζεται να ξέρει όσα ξέρω για να τον καταλάβει. Άλλωστε κι εγώ αγνοώ τα περισσότερα από τη ζωή του, η οποία μάλλον είναι διπλή. Από τη μια την ορίζουν συμβάσεις και κανόνες. Όπως έχει πει ο ίδιος, καθήκον του είναι να εκπροσωπεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη χώρα του στο εξωτερικό. Από την άλλη όμως έχει χαράξει ένα πεδίο ελεύθερης, προσωπικής έκφρασης, όπου βάζει τον ιδιωτικό του χώρο και τον εσωτερικό του κόσμο κάτω από το μικροσκόπιο της ποιητικής δημιουργίας. Αυτή η πραγματολογική αντίθεση συνιστά για εμένα το πλέον πρωτότυπο και αξιομνημόνευτο χαρακτηριστικό της ποίησης του. Ο διχασμός του ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό πρόσωπό του δεν είναι βαθύς, αλλά αυτό έχει επιτευχθεί, υποθέτω πάντα, με σκληρή δουλειά και αυστηρή πειθαρχία: «Βλέπεις επέλεξα τη φυλακή κι ας θέλω θάλασσες» λέει στο πρώτο ποίημα της συλλογής, ώστε να γίνει αμέσως αντιληπτό το σημείο τομής.
Ένα κρυφό ημερολόγιο
Πώς διάβασα αυτά τα ποιήματα; Σαν ένα κρυφό ημερολόγιο, χωρίς ημερομηνίες, που είναι όμως εύκολο να αποκαλυφθούν. Ή σαν «Γράμματα από το Νότιο Ημισφαίριο», όπως ήταν ο γενικός τίτλος μιας σειράς από αξιοπρόσεκτα πεζά κείμενά του –αναρτήσεις σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης– που τροφοδότησαν ως έναν βαθμό Το κράτος των σωμάτων. Το ότι τα ποιήματα γράφονται σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένο τόπο γίνεται φανερό αμέσως. Το διάστημα της πανδημίας στο κέντρο περίπου της συλλογής στοιχειοθετεί το πριν και το μετά της περιόδου 2020-21. Πρώτη διαφορά σε σχέση με την πρωτόλεια ποιητική συλλογή, ο τόπος παραμένει σταθερά η Βραζιλία, όπου υπηρετεί τότε ως Γενικός Πρόξενος. Η επιρροή του couleur locale είναι όχι απλώς αισθητή αλλά συστατική ουσία αυτής της ποίησης, διευρύνοντας το οπτικό και συναισθηματικό πεδίο της.
Αφού έχει ορίσει τον τόπο και τον χρόνο, ορίζει και την περιοχή της εμπειρίας που θα τον απασχολήσει: είναι η απώλεια, τωρινή, χθεσινή, μελλοντική. Αιτία της η γεωγραφική απόσταση, η πάροδος του χρόνου, ο θάνατος. Νεότητα, έρωτες, όνειρα, αυταπάτες, αγαπημένοι νεκροί, όλα κάποτε σβήνουν, ακόμη και μέσα μας. Το κράτος των σωμάτων είναι κυρίως κράτος της απώλειας. Και αυτό επίσης αποτελεί βήμα προς έναν ποιητικό ορίζοντα πιο πλατύ από της προηγούμενης συλλογής, φέρνοντας στο προσκήνιο εκφάνσεις της ανθρώπινης ύπαρξης πέρα από τον έρωτα. Ο ορίζοντας αυτός περιλαμβάνει την εμπειρία του εγκλεισμού στη διάρκεια της πανδημίας («Τα καλά πράγματα», «Λιμπερντάντζι», «Υπερωκεάνιος διάλογος»), την –αναγκαστικά– εξ αποστάσεως επικοινωνία με αγαπημένα πρόσωπα και τη μοναξιά («Η σοφία των μηνυμάτων», «Μπόσα νόβα»), την καμπύλη μιας ανθρώπινης ζωής («Ώριμα φρούτα», «Γαλλικές σουίτες»), το τέλος της («Έντερ ντε Μπρίτο»).
Η ποίηση είναι απόπειρα θεραπείας του αποχωρισμού. Πετυχαίνει σε κάθε ποίημα, αλλά αναιρείται στο κενό ανάμεσα σε αυτό και το επόμενο.
Tα ερεθίσματα που δέχεται είναι επάλληλα, η μελαγχολία διάχυτη, σαν μια υφέρπουσα θλίψη στην οποία τα πάντα συμβάλλουν: η ανεστιότητα, οι χθεσινές αγάπες, τα εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα που τον χωρίζουν από εκείνους που θα ήθελε να έχει δίπλα του, το βάρος της φθοράς και της θνητότητας. Στα περισσότερα ποιήματα εκβάλλει μια νοσταλγία για πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις που δεν θα επιστρέψουν, δεν θα επαναληφθούν («Μια Κυψέλη στο Σάο Πάολο», «Αμνός», «Πάλαι ποτέ εκπαιδευτήρια», «Αν-αγγελία»). Η ποίηση είναι απόπειρα θεραπείας του αποχωρισμού. Πετυχαίνει σε κάθε ποίημα, αλλά αναιρείται στο κενό ανάμεσα σε αυτό και το επόμενο. Εν τω μεταξύ η συναισθηματική ζωή δεν μαραζώνει χάρη στη συντροφιά των τετράποδων συγκατοίκων («Ζωτική αγάπη»). Μένει μετέωρο το ερώτημα: αρκεί κάτι τέτοιο;
Μου φαίνεται πάντως ότι από την ατελέσφορη αναζήτηση πραγμάτων οριστικά χαμένων θα προτιμήσει ένα τέλος ανοιχτό και μια νύξη αισιοδοξίας, που διαφαίνεται στους καταληκτικούς στίχους της συλλογής: «Διαβαίνω άδειος και πεζός / μα φαίνεται πλησιάζω».
Προσπάθησα να διαβάσω αυτά τα ποιήματα όσο πιο αποστασιοποιημένα γινόταν, αν και δεν ξέρω κατά πόσον τα κατάφερα. Αναφέρθηκα σε κάποια που ξεχώρισα, αλλά δεν ήταν τα μόνα. Πολλά από αυτά με έκαναν να αναγνωρίσω ότι η ποίηση είναι το ιδεώδες και φυσικό περιβάλλον της αυτομυθοπλασίας, ενδεχομένως και το πιο ασφαλές, λόγω της συμπύκνωσης και της ελλειπτικότητας του ποιητικού λόγου. Κράτησα για το τέλος εκείνο που μου μίλησε περισσότερο.
Ξύπνησα σαν από λήθαργο στα γενέθλιά σου
πάνε δεκατρία χρόνια τώρα που δεν τα γιόρτασα.
Σχεδόν σε έχω ξεχάσει.
Στη συνέχεια του ποιήματος όμως η ανάμνηση βήμα βήμα επιστρέφει, μέχρι που:
Σε βρίσκω ξάφνου στο μπαλκόνι μου στο Βερολίνο
να κάθεσαι στο τραπεζάκι σου ήσυχος
δίχως φωνές με το σουντόκου σου κι έναν καφέ.
Πόσο είχες αγαπήσει εκείνο το μπαλκόνι.
Σήμερα θα ’κλεινες τα ογδόντα μόλις.
Χρόνια μας πολλά.
Πολύ δύσκολο να πάρω απόσταση από «Το μπαλκόνι», όταν μέσα σε λίγες αράδες ξαναζωντανεύει μπρος μου ένας τόσο ξεχωριστός άνθρωπος, όπως ήταν ο θείος μου, ο πατέρας του Στέλιου, ο αγαπητός σε όλους, γιατρός Παναγιώτης Χουρμουζιάδης. Υποδειγματική και σπάνια ώσμωση μεταξύ πατέρα και γιού, ανταλλαγή νευμάτων μέσω ενός «γράμματος από το Νότιο Ημισφαίριο» που κοινολογείται σε όλο τον κόσμο. Γιατί το βίωμα της αγάπης μας αφορά όλους.
*Η ΕΛΙΑΝΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Μια τελευταία επιστολή αγάπης» (εκδ. Πατάκη).
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Στέλιος Χουρμουζιάδης γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα και έλκει την καταγωγή του από τη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο. Σπούδασε Νομική στην Αθήνα και τη Λυών και Ιταλική γλώσσα και φιλολογία στη Θεσσαλονίκη.
Είναι διδάκτορας μεταφρασεολογίας με ειδίκευση στην ιστορία της μετάφρασης (KU Leuven) και επισκέπτων ακαδημαϊκός του Πανεπιστημίου της Μπολόνια. Σπούδασε επίσης κλασικό πιάνο και μουσικὴ στο Ελληνικό Ωδείο Αθηνών. Είναι διπλωμάτης και έως τώρα έχει υπηρετήσει στο Βερολίνο, στις Βρυξέλλες, στο Σάο Πάολο και, από το 2022, στο Τόκυο. Γράφει πεζά και ποιήματα. Μιλάει επτά γλώσσες και ενίοτε γράφει σε ορισμένες από αυτές. Μεταφράζει συχνά λογοτεχνία προς τα ελληνικά, ιδίως από τα αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά και πορτογαλικά. Βιβλία του κυκλοφορούν από ελληνικούς εκδοτικούς οίκους, ενώ ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα ισπανικά και τα πορτογαλικά.