«Πόσο αντικειμενικός μπορείς να είσαι όταν έχεις να επιλέξεις μεταξύ τεράστιου όγκου μετριοτήτων όπου τίποτα δεν ξεχωρίζει τόσο ώστε να στεφθεί με τον κότινο του αριστουργήματος;».
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Η άνοδος και η εδραίωση του άκρατου υποκειμενισμού (το γνωστό τοις πάσι: «γνώμη μου») θεωρώ ότι σχετίζεται με την αμφιλεγόμενη ποιότητα της καλλιτεχνικής παραγωγής της εποχής μας.
Εφόσον μια χρονική περίοδος δεν διακρίνεται για την προσφορά υψηλής αξίας καλλιτεχνικών έργων, αν και η ζήτηση μπορεί να παραμένει υψηλή, τότε ο μέσος όρος εκείνων που καταναλώνουν τέχνη αναγκάζεται, υποσυνείδητα έστω, να χαμηλώσει τα ποιοτικά του standards, προκειμένου να συνεχίσει να απολαμβάνει το καλλιτεχνικό προϊόν. Η διαδικασία αυτή είναι εν πολλοίς αυθόρμητη και σχετίζεται με τη βαθιά ανάγκη των ανθρώπων να βιώνουν τον πεπερασμένο χρόνο της ζωής τους σαν κάτι μοναδικό και ανεπανάληπτο (που όντως είναι έτσι για τον καθένα ξεχωριστά). Στη λογική αυτή, δυσκολεύονται να αποδεχτούν το τυχαίο γεγονός ότι η εποχή τους δεν βρίσκεται από πλευράς πολιτισμού στο peak, αλλά πιθανώς σε τέλμα ή φάση πλατό. Μάλιστα, συχνά η μετριότητα εσωτερικεύεται και αξιολογείται ως προσωπική αποτυχία ή έστω ματαίωση.
Στη συνέχεια, οι περισσότεροι ενεργοποιούν τον εξής μηχανισμό που λειτουργεί διττά: αφενός τους ωθεί να αναγορεύσουν τα έργα της εποχής τους ισάξια, αν όχι ανώτερα από εκείνα του παρελθόντος, μιας και μετέχουν σ’ αυτήν ως δημιουργοί ή αναγνώστες/ θεατές. Αυθόρμητα τείνουν να αναπληρώσουν το κενό εφευρίσκοντας πρωτοπορίες ή βαφτίζοντας το μηδέν σε άπειρο, ώστε να νιώσουν τη μέθεξη με το Πνεύμα της Εποχής που συνεχίζει απτόητο την ιστορική του πορεία. Αφετέρου, κι εδώ έρχομαι στο διακύβευμα, προκειμένου να στηρίξουν την προηγούμενη παραδοχή, καταφεύγουν στον υποκειμενισμό ως βασική καθοδηγητική αρχή των πάντων, σχετικοποιώντας την κρίση που προϋποθέτει σύγκριση (και το αντίστροφο).
Oι περισσότεροι ενεργοποιούν τον εξής μηχανισμό που λειτουργεί διττά: αφενός τους ωθεί να αναγορεύσουν τα έργα της εποχής τους ισάξια, αν όχι ανώτερα από εκείνα του παρελθόντος, μιας και μετέχουν σ’ αυτήν ως δημιουργοί ή αναγνώστες/ θεατές. Αυθόρμητα τείνουν να αναπληρώσουν το κενό εφευρίσκοντας πρωτοπορίες ή βαφτίζοντας το μηδέν σε άπειρο, ώστε να νιώσουν τη μέθεξη με το Πνεύμα της Εποχής που συνεχίζει απτόητο την ιστορική του πορεία.
Το τελευταίο απαιτεί περαιτέρω ανάλυση. Σίγουρα την εποχή του Μοντερνισμού και μετέπειτα στη λογοτεχνία, για παράδειγμα, υπήρξαν εκείνοι που αμφισβήτησαν τους Μεγάλους Δημιουργούς – πάντα γινόταν, γίνεται και θα γίνεται κάτι τέτοιο. Μόνο που η κριτική, οι κριτικοί και το ενημερωμένο αναγνωστικό κοινό δεν άργησαν καθόλου να υποκλιθούν στο μεγαλείο των έργων αυτών, προχωρώντας σε κάτι πιο ουσιαστικό: στους λόγους για τους οποίους τα έργα αυτά υπήρξαν σημαντικά και στα κριτήρια βάσει των οποίων κρίθηκαν άξια. Η λέξη «αντικειμενικά» δεν χρειαζόταν καν να ειπωθεί, καθότι, ξαναλέω, οι εμπλεκόμενοι συνολικά μιλούσαν τη lingua franca και όμνυαν στις ίδιες περίπου παραδοχές. Ποτέ λοιπόν το υποκείμενο δεν έπαψε να εκφράζεται υποκειμενικά, αλλά τουλάχιστον αποδεχόταν κάποια –θα ξαναπώ τη «βρόμικη λέξη»– κριτήρια. Σε τελική ανάλυση, να το θέσω απλά, είναι ευκολότερο να είσαι αντικειμενικός όταν ο κήπος είναι ανθηρός και η τέχνη ακμαία, αφού αυτό που λάμπει μπροστά σου είναι… αντικειμενικά χρυσός.
Μετά έρχονται αναπόφευκτα οι εποχές των ισχνών αγελάδων, της πτώσης, της επανάληψης και της μετριότητας. Είναι το γόνιμο έδαφος που αναπτύσσεται η μάστιγα του υποκειμενισμού. Πόσο αντικειμενικός μπορείς να είσαι όταν αφενός έχεις να επιλέξεις μεταξύ τεράστιου όγκου μετριοτήτων όπου τίποτα δεν ξεχωρίζει τόσο ώστε να στεφθεί με τον κότινο του αριστουργήματος, και αφετέρου όταν τα κριτήρια δεν επαρκούν ή δεν γίνονται αποδεκτά, ακριβώς γιατί έχει εμφιλοχωρήσει ο άκρατος υποκειμενισμός; Πρόκειται για φαύλο κύκλο, όπου το ένα πρόβλημα τρέφει το άλλο - η ασημαντότητα τον υποκειμενισμό και τούμπαλιν.
Συν τοις άλλοις, το σαράκι αυτό δυναμιτίζει και την όποια προσπάθεια σοβαρής κριτικής, αφού πλέον τα κριτήρια αποτελούν τμήμα του επάρατου αντικειμενισμού, ο οποίος δεν γίνεται αποδεκτός. Η κερκόπορτα έχει πλέον ανοίξει και ο καθείς μετατρέπεται σε ένα νησί, με τα δικά του κριτήρια, με τη δική του κρίση, η οποία δεν επιδέχεται… κριτικής καθότι είναι, όπως όλα, υποκειμενική. Η εποχή της ασημαντότητας εξάλλου εκθειάζει τον υποκειμενισμό, ακυρώνοντας εντός της μεταμοντέρνας συνθήκης τις όποιες αυθεντίες, ειδικούς και λοιπούς τιτλούχους.
Εάν έχουμε όλοι μας μία γνώμη (το οποίο δεν αμφισβητείται), γιατί η κρίση του ενός να έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από των λοιπών; Κι αν αυτό το έχουμε αποδεχτεί στις επιστήμες ή σε ποικίλους τομείς της καθημερινότητας (μεταξύ άλλων του επιχειρείν ή της διακυβέρνησης) επουδενί δεν γίνεται αποδεκτό στο καλλιτεχνικό πεδίο. Εκεί το αξίωμα του «de gustibus» κατέχει τα πρωτεία, χωρίς βεβαίως να τίθεται το βασικό ερώτημα που ανακύπτει: πώς διαμορφώνεται αυτό το γούστο και κατά πόσο υπάρχουν ή οφείλουν να υπάρχουν κριτήρια βάσει των οποίων σφυρηλατείται.
Για να ολοκληρώσω τη σκέψη μου, δεν ισχυρίζομαι ότι η κυριαρχία του υποκειμενισμού στην τέχνη οφείλεται αποκλειστικά στην εποχή της στασιμότητας (ακόμα κι αυτό γνωρίζω ότι δεν θα γίνει αποδεκτό από αρκετούς που θεωρούν ότι η τέχνη είναι ζωντανή και ακμαία, απλά λαμβάνει διαφορετικές μορφές μη δυνάμενες συχνά να κατανοηθούν με τα κριτήρια αυτή της εποχής από ανθρώπους όπως εγώ που ζουν με το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν). Το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό και δεν κατέχω τη γνώση ή τη συνολική εικόνα για να το κρίνω… αντικειμενικά.
Σε αντίθεση, εκείνο το αυθόρμητο «Ναι», η εξωστρέφεια των εποχών όπου έλαμπε η πρωτοπορία του πνεύματος, δεν διακρινόταν από αυτό το φοβικό και αμυντικό «γνώμη μου!» που υπερκαλύπτει με τον πληθωριστικό θόρυβό του οποιαδήποτε προσπάθεια συνεννόησης βάσει κριτηρίων.
Εντούτοις, αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι η δημιουργική ένδεια οδηγεί στην απομόνωση που σχετίζεται με τον υποκειμενισμό, ο οποίος είναι ένα αυτόματο κλείσιμο στο Εγώ, ως ρυθμιστικής αρχής που δεν αποδέχεται τίποτα πέραν αυτής (ένα είδος σολιψισμού). Σε αντίθεση, εκείνο το αυθόρμητο «Ναι», η εξωστρέφεια των εποχών όπου έλαμπε η πρωτοπορία του πνεύματος, δεν διακρινόταν από αυτό το φοβικό και αμυντικό «γνώμη μου!» που υπερκαλύπτει με τον πληθωριστικό θόρυβό του οποιαδήποτε προσπάθεια συνεννόησης βάσει κριτηρίων.
Όσο για κάποιους από εμάς, θα συνεχίσουμε να αναζητούμε τα κριτήρια, τις αρχές εκείνες που θα μας επιτρέψουν να κρίνουμε, όσο μπορούμε και μας επιτρέπει η νόησή μας, αντικειμενικά. Έχουμε αυτή την υψηλή απαίτηση από τον εαυτό μας. Και αυτή είναι η γνώμη μας.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.