«Το λογοτεχνικό αρχέτυπο που δημιούργησε ο Παπαδιαμάντης, η ιστορία, δηλαδή, μιας ηλικιωμένης γυναίκας που σκοτώνει μόνο θηλυκά βρέφη και παιδιά για να τα απαλλάξει από τα μελλοντικά τους βάσανα, εάν είχε γραφτεί σήμερα θα γινόταν σημαία του φεμινιστικού κινήματος».
Γράφει η Φανή Χατζή
Η φεμινιστική θεωρία της λογοτεχνίας, σαν οποιοδήποτε άλλο εργαλείο ανάλυσης κειμένου, αναδεικνύει στα κείμενα στοιχεία που αφορούν τους έμφυλους ρόλους, την ανισότητα και τις διακρίσεις. Όπως η ψυχαναλυτική ή η μαρξιστική ερμηνεία, η φεμινιστική είναι κι αυτή ένας από τους «φακούς» μέσα από τους οποίους μπορεί να γίνει η ανάγνωση. Κείμενα όπως η Φόνισσα (1903) του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη μπορούν να ερμηνευτούν με άξονα το φύλο, όπως στο παρελθόν αναλύθηκαν με έμφαση το έγκλημα, την ηθική ή τα ήθη. Τι συμβαίνει, όμως, όταν από τον πυρήνα του κειμένου αναβλύζει ένα φεμινιστικό περιεχόμενο, παρόλο που ο άνθρωπος που το έγραψε, πριν 120 χρόνια, αγνοούσε τις λέξεις φεμινισμός, πατριαρχία ή σεξισμός;
Το λογοτεχνικό αρχέτυπο που δημιούργησε ο Παπαδιαμάντης, η ιστορία, δηλαδή, μιας ηλικιωμένης γυναίκας που σκοτώνει μόνο θηλυκά βρέφη και παιδιά για να τα απαλλάξει από τα μελλοντικά τους βάσανα, εάν είχε γραφτεί σήμερα θα γινόταν σημαία του φεμινιστικού κινήματος. Μάλιστα, θα μπορούσε να γίνει ακόμα και λόγος για διαθεματικότητα, το πιο σύγχρονο αίτημα του κινήματος, καθώς ο Παπαδιαμάντης συνυφαίνει την καταπίεση του φύλου με αυτήν της τάξης. Ωστόσο, προκειμένου να αποφευχθεί μια αναθεωρητική άποψη που επιβάλλει στον δημιουργό μια ταυτότητα που ουδέποτε γνώρισε, το σωστό είναι να εστιάζουμε σε αυτό που παραμένει στο χρόνο αναλλοίωτο, το κείμενο.
Οδηγός μας το κείμενο
Το κείμενο του Παπαδιαμάντη συστήνει την Χαδούλα Φραγκογιαννού ως εξής:
Όταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου της – και όμως, ως εκ του χαρακτήρος της και της αδυναμίας εκείνου, ήτο συγχρόνως και κηδεμών αυτού· όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της· όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγόνων της.
Προκαλεί εντύπωση που ένας τόσο επιδέξιος χειριστής της γλώσσας επαναλαμβάνει τρία συνώνυμα υποτέλειας (σκλάβα, δούλα, δουλεύτρια). Αυτή η επανάληψη όμως δημιουργεί αμέσως την αίσθηση του κορεσμού για έναν αέναο ρόλο που πρέπει να επιτελεστεί. Καθισμένη δίπλα στην εγγονή της, η Φραγκογιαννού αναλογίζεται «ποίους κόπους επροξένει εις τους άλλους» το βρέφος αλλά και «πόσα βάσανα έμελλε να υποφέρη». Η άφιξη του κοριτσιού, όπως υπογραμμίζεται πολλές φορές και στη συνέχεια, είναι κατάρα και για το ίδιο και για την οικογένειά του.
Ο υποδεέστερος ρόλος που σχετίζεται με το θηλυκό βιολογικό φύλο εξηγείται σύντομα. Η υποχρέωση των οικογενειών να επωμιστούν το βάρος της προίκας των θυγατέρων μέσα σε ένα καθεστώς ανέχειας δημιουργούσε το στίγμα του παρείσακτου, που κάθε νεογέννητο κορίτσι κληρονομούσε από τη στιγμή της γέννησης. Όταν έφτανε η ώρα του γάμου της, ο ίδιος αυτός θεσμός την αποϋποκειμενοποιούσε, δίνοντάς της μια αξία συναλλακτική. Έτσι, ακόμα κι αν ο ρόλος της στο σπίτι ήταν κομβικός, αυτός θεωρείτο αλλά και βιωνόταν ως «υπηρεσία», αφού ο άνδρας ήταν ο κύριος του σπιτιού.
Από το πρώτο κεφάλαιο, λοιπόν, εισάγονται αρκετά στοιχεία στην αφήγηση, που προετοιμάζουν για το έμφυλο πρόσημο των φόνων. Οι δε γυναικείες εμπειρίες που περιγράφονται στη συνέχεια, από τις θυσίες της μάνας και της αδερφής μέχρι το στιγματιστικό για την εποχή βίωμα της άμβλωσης, συνηγορούν στο συμπέρασμα της Φραγκογιαννούς ότι μια τέτοια ζωή γεμάτη βάσανα καλύτερα να μη βιωθεί καθόλου. Και αφότου οι χρόνιες έρευνες «εις τα βουνά και τας φάραγγας» για την εύρεση «παλληκαροβότανου» απέβησαν άκαρπες, η λύση είναι μία.
Από το χαρτί στην οθόνη
Όπως ίσως έγινε σαφές από τις ενδεικτικές αναφορές, το πρωταρχικό κείμενο βρίθει χωρίων με «φεμινιστικό» χαρακτήρα. Τι ήταν, λοιπόν, αυτό που, προκάλεσε ενστάσεις περί επιβολής φεμινιστικής αντζέντας στην κινηματογραφική Φόνισσα (2023) της σκηνογράφου και σκηνοθέτριας Εύας Νάθενα; Μήπως αυτές παραβλέπουν εντελώς τον εμπρόθετο χαρακτήρα του κειμένου;
Μία δικαιολογημένη ένσταση έχει να κάνει με την υφολογική αλλαγή. Το χιούμορ και η σαρκαστική διάθεση του Παπαδιαμάντη, ειδικά στο πρώτο μέρος του βιβλίου, απουσιάζουν παντελώς. Ωστόσο, η μεταφορά του ως θρίλερ είναι μια επιλογή που υπηρετεί τις τελικές «σεκάνς» του βιβλίου. Η ταινία, εξάλλου, είναι ένα διαφορετικό καλλιτεχνικό προϊόν και εκφράζει το όραμα του εκάστοτε δημιουργού της. Εδώ, οι επεμβάσεις που επιχείρησε η Νάθενα εκσυγχρόνισαν το κείμενο ώστε, χωρίς να μεταβληθεί ο πυρήνας του, μπόρεσε να αγγίξει τους σημερινές θεατές.
Η Φραγκογιαννού της Νάθενα, λοιπόν, παρατηρεί γύρω της μελανιασμένα χέρια και αυταρχικούς συζύγους. Το θανατηφόρο χέρι της οπλίζεται μάλλον από την οργή, παρά από την τρέλα.
Η Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη παρατηρεί γύρω της βασανισμένες γυναικείες ζωές, μέσα στη ένδεια, την αρρώστια, την εξάντληση, απότοκο μιας άδικης μοιρασιάς που επιφύλασσε στα αρσενικά περισσότερα από ό,τι στις ίδιες. Όσο προοδευτικό κι αν ήταν το κείμενο αυτό για την εποχή του, σαράντα χρόνια μετά την κατάργησή του αναχρονιστικού θεσμού της προίκας, δε μας συγκινεί ιδιαίτερα. Η Φραγκογιαννού της Νάθενα, λοιπόν, παρατηρεί γύρω της μελανιασμένα χέρια και αυταρχικούς συζύγους. Το θανατηφόρο χέρι της οπλίζεται μάλλον από την οργή, παρά από την τρέλα. Η συγκεκριμένη κινητήριος δύναμη ανταποκρίνεται στη σημερινή πραγματικότητα, ανεξαρτήτως ατζέντας.
Διαγενεακό τραύμα
Μία από τις ιδέες της Νάθενα στη μεταφορά του βιβλίου ήταν η εστίαση στο πρόσωπο της μητέρας της Φραγκογιαννούς, που στοιχειώνει την ηρωίδα καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας σαν προσωποποίηση του διαγενεακού τραύματος. Ακόμα κι αυτό το στοιχείο, ωστόσο, πατάει γερά στο κείμενο. Μία από τις πρώτες αναδρομικές ιστορίες του βιβλίου είναι αυτή της μητέρας της Χαδούλας, Δελχαρώς, που «τα παλληκάρια του Καρατάσου και του Γάτσου και των άλλων οπλαρχηγών της Μακεδονίας» κυνήγησαν στο δάσος «δια να την εκδικηθούν, επειδή τους είχε κάμει μάγια, και δεν επήγαιναν καλά οι δουλειές των». Το σωματοποιημένο τραύμα της μητέρας («τ’αγκάθια εχώνοντο εις τας πτέρνας της, της έσχιζον κ’ αιμάτωνον τους αστραγάλους και ταρσούς») κληροδοτείται στην κόρη. Η Φραγκογιαννού χαρακτηρίζει, βέβαια, τη μητέρα της ως «κακή, βλάσφημος και φθονερά», όμως η ιστορία του κυνηγιού μας υπενθυμίζει έναν μηχανισμό (κι ας μην τον ονοματίζει ο συγγραφέας) που είναι ανώτερος από μάνα και κόρη και στον οποίο είναι και οι δύο υποταγμένες.
Φεμινιστική ανάγνωση ή φεμινιστικό έργο;
Ανάμεσα σε πιστούς θεματοφύλακες της ορθής ερμηνείας του παπαδιαμαντικού έργου και μια σκηνοθέτιδα που διστάζει να παραδεχτεί το φεμινιστικό πρόσταγμα της ταινίας της, ο φεμινισμός είναι για ακόμα μια φορά η «καυτή πατάτα» που κανείς δε θέλει να αγγίξει. Ένα κείμενο που κατήγγειλε, έστω και υπαινικτικά, έναν μισογυνιστικό θεσμό, που η κοινωνία και ο νόμος απεμπόλησαν 80 χρόνια αργότερα από την εποχή του, είναι πρωτο-φεμινιστικό. Ένα κείμενο που καυτηρίασε τους έμφυλους ρόλους που επιβάλλουν συμπεριφορές σε αμφότερους και καταδικάζουν ζωές και έπλασε ένα τόσο ισχυρό σύμβολο αντίστασης σε μια προκαθορισμένη από την πατριαρχία ζωή είναι φεμινιστικό. Μια ταινία που παραλλάσσει αυτό το σύμβολο σε σύμβολο κατά της έμφυλης βίας είναι επίσης φεμινιστική. Και δεν υπάρχει ούτε θα έπρεπε να υπάρχει πρόβλημα με αυτόν τον χαρακτηρισμό.
*Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.