Είναι τόσο χρήσιμοι οι διάλογοι στη λογοτεχνία; Μήπως η πραγματική «δύναμη» ενός κειμένου βρίσκεται στην περιγραφή και την αφήγηση και λιγότερο στα διαλογικά μέρη, ειδικά αν αυτά είναι ανέμπνευστα; Κεντρική εικόνα: ο Τσαρλς Ντίκενς.
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
«Τέχνη σημαίνει να σκέφτεσαι με εικόνες»
A. Potebnya
Ευκαιρίας δοθείσης από ένα λογοτεχνικό βιβλίο που διάβαζα πρόσφατα, στο οποίο μεταξύ άλλων ελαττωμάτων παρατήρησα την παρουσία πληθώρας διαλόγων σε βαθμό ενοχλητικό, σκέφτηκα να καταθέσω κάποιες απόψεις για το θέμα. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο Ναμπόκοφ αποφαινόταν αρνητικά περί της χρήσης τους μπορεί να είναι αρκετό γιατί ήταν αυτός που ήταν, αλλά ο υποφαινόμενος οφείλει να προσφέρει επιχειρήματα, αν θέλει να έχει λίγες έστω πιθανότητες να εισακουστεί.
Καταρχάς, ξεκινάω από το προφανές: μιας και η τέχνη, άρα και η λογοτεχνία, κάνει χρήση πολλών επιμέρους στοιχείων τα οποία συντίθενται σε μια ολότητα, ενώ ίσως εξαρχής θεωρούνται αντικρουόμενα, καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολο για τον παρατηρητή/ κριτικό να απομονώσει και να επιχειρηματολογήσει σχετικά με το ποια εξ αυτών χρησιμοποιήθηκαν σωστά και ποια όχι.
Σε τελική ανάλυση, κι αυτό είναι το κλασικό πρόβλημα της κριτικής, ενδόμυχα ξεκινάμε από το γεγονός ότι κάτι μας άρεσε ή δεν μας άρεσε και στη συνέχεια αναζητούμε τους λόγους γι’ αυτό. Είναι προφανές ότι πάντα θα σκοντάφτουμε στο μείζον πρόβλημα του υποκειμενισμού – εκεί που ο κριτικός μπορεί να διέβλεψε υπερβολή και αμετροέπεια, ο αναγνώστης να αντιπαρήλθε και να απόλαυσε το κείμενο χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία.
Η «ζυγαριά» των διαλόγων
Εν προκειμένω, στο θέμα των διαλόγων, πόσο πολύ είναι το πολύ και πόσο λίγο το λίγο; Υπάρχει κάποια ζυγαριά, ένα διακριτό όριο πέραν του οποίου η χρήση καθίσταται υπερβολική; Υπάρχουν βιβλία που έχουν συντεθεί στη βάση διαλόγων και θεωρούνται κλασικά από την παγκόσμια κριτική (προφανώς δεν αναφέρομαι στα θεατρικά έργα, τα οποία εκ των πραγμάτων έχουν δομηθεί βάσει διαλόγων) και ο Ντίκενς είναι ένα κλασικό παράδειγμα. Στη συνέχεια, γιατί να δαιμονοποιούμε τους διαλόγους, θα αναρωτηθεί κάποιος εύλογα, κι όχι τις περιγραφές ή την απουσία σημείων στίξης που είναι και της μόδας; Ποιο το κακό με τον διάλογο ειδικά; Θα προσπαθήσω να απαντήσω σ’ αυτά τα ερωτήματα στη συνέχεια, ξεκινώντας από το τελευταίο.
Ας εξετάσουμε τη λειτουργία του διαλόγου στη λογοτεχνία. Έχουμε ήδη από το σχολείο διδαχθεί ότι οι τρεις βασικές τεχνικές γραφής είναι η αφήγηση, η περιγραφή και οι διάλογοι, όπου η καθεμιά έχει τα πλεονεκτήματά της. Η αφήγηση σκοπό έχει να επιταχύνει τον εσωτερικό χρόνο του έργου.
Η περιγραφή είναι ουσιαστικά η εικονοποιία, ο ειδικός τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας «σκέφτεται με εικόνες» αλλά και με όλες τις αισθήσεις του, οι οποίες αποκτούν συμβολική διάσταση, μεταστοιχειώνοντας το καθημερινό και οικείο σε καλλιτεχνικό και ανοίκειο. Και τέλος ο διάλογος, στόχος του οποίου είναι να συμπεριλάβει ενεργά τους ήρωες του έργου, εμπλέκοντας άμεσα τον αναγνώστη στη διαδικασία, κρατώντας το ενδιαφέρον του αμείωτο. Δεν μπορώ βέβαια σε λίγες παραγράφους να συμπεριλάβω τα πάντα, αλλά τουλάχιστον να δώσω μια γενική εικόνα.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα βιβλία της λεγόμενης παραλογοτεχνίας βασίζονται σε σημαντικό βαθμό στη χρήση των διαλόγων.
Γίνεται κατανοητό εξ αυτών ότι το πλέον «αδύναμο» -καλλιτεχνικά πάντα- από τα τρία αυτά στοιχεία είναι ο διάλογος. Απαιτεί μεν πνεύμα προκειμένου να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, και υπάρχουν παραδείγματα κακογραμμένων βιβλίων με εξαιρετικά πνευματώδεις διαλόγους, πλην όμως πέραν του ενδιαφέροντος δεν προσφέρει απαραίτητα κάτι στην καλλιτεχνική αξία του έργου. Δεν είναι τυχαίο ότι τα βιβλία της λεγόμενης παραλογοτεχνίας βασίζονται σε σημαντικό βαθμό στη χρήση των διαλόγων που, το επαναλαμβάνω, είναι προβληματικοί ΜΟΝΟ εφόσον χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο των άλλων δύο τεχνικών, δηλαδή της αφήγησης και της περιγραφής. Θα αναρωτηθεί ο δύσπιστος: «Γιατί είναι πιο καλλιτεχνική η περιγραφή;». Η πρώτη απάντηση είναι «Γιατί είναι πιο δύσκολη, άρα απαιτεί περισσότερο ταλέντο».
Ο διάλογος έχει τελικά περισσότερη σχέση με την πλοκή, επομένως προτιμάται όταν ο συγγραφέας επιδιώκει να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη εστιασμένο. Στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος αφήνεται παθητικά να οδηγηθεί εκεί που θέλει ο συγγραφέας, ο οποίος δημιουργεί το αντίστοιχο του αισθήματος της δίψας στον αναγνώστη του. Από την άλλη, η περιγραφή, συγκεκριμένα, απαιτεί μεγάλη δεξιοτεχνία για να επιτύχει αντίστοιχο αποτέλεσμα, καθώς και έναν ενεργό αναγνώστη, έτοιμο να απολαύσει τις μικρές ταλαντώσεις του εκκρεμούς, τη δεξιοτεχνία και τη δαντελωτή υφή της τέχνης του συγγραφέα χωρίς να αναρωτιέται συνεχώς κατά πόσον του διέφυγε κάτι από την υπόθεση.
Η περιγραφή
Η δεύτερη απάντηση είναι η εξής και βασίζεται στο ποια είναι η λειτουργία της τέχνης: η περιγραφή (η εικόνα, το σύμβολο), στη βέλτιστη μορφή της εμπεριέχει τα πάντα όπως μας έχει αποδείξει ο Φλομπέρ, αφού εκεί εδράζεται η λογοτεχνικότητα του έργου. Σπάνια ισχύει το αυτό στην περίπτωση των διαλόγων, καθώς η λειτουργία τους είναι πιο συγκεκριμένη, πρακτική, αλλά όχι λιγότερο απαραίτητη. Για ένα εξασκημένο μάτι είναι απλό να δει σε ποιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται κατά κόρον η χρήση διαλογικών μερών και κατά πόσον αυτό αποτελεί ευκολία από μέρους του συγγραφέα. Ο Χ. Τζέιμς στο περίφημο έργο του «Η τέχνη της μυθοπλασίας» συγκρίνει συνεχώς τη λογοτεχνία με τις εικαστικές τέχνες και δη με τη ζωγραφική, κυρίως όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η πρώτη επιχειρεί να περιγράψει τις «μυριάδες μορφές που παίρνει η πραγματικότητα».
Κάτι αντίστοιχο μπορούμε να παρατηρήσουμε και σε μια άλλη τέχνη, εκείνη του σινεμά, όπου η σχέση/ αναλογία μεταξύ διαλόγων και εικόνας είναι ενδεικτική. Οι σπουδαιότεροι σκηνοθέτες είναι εκείνοι που πέτυχαν να περικλείσουν το άπαν σε εικόνες, συχνά με ελάχιστο διάλογο, με άρτια αισθητική, σε αντίθεση με το εμπορικό σινεμά όπου ελλείψει πρωτοτυπίας και ταλέντου «μιλά» με ατέλειωτους διαλόγους που συνεχώς επεξηγούν, συχνά υποτιμώντας τη νοημοσύνη του θεατή.
Ο διάλογος ταιριάζει περισσότερο στην παθητική ανάγνωση και η περιγραφή στην ενεργητική, με κάθε επιφύλαξη καθώς υπάρχουν συγγραφείς οι οποίοι γεμίζουν σελίδες ολόκληρες με ανούσιες περιγραφές, οι οποίες περιέχουν ελάχιστη τεχνική αλλά περίσσεια επιτήδευσης.
Το αντίστοιχο ισχύει -συχνά αλλά όχι απαραίτητα (το τονίζω συνεχώς!)- και στη λογοτεχνία όπου ο συγγραφέας βάζει τους ήρωές του να εξηγούν την πλοκή, τα νοήματα, τις θέσεις του, αντί να επιχειρήσει όλα αυτά να τα καταυγάσει μέσω αφήγησης ή περιγραφής, άρα μπαίνοντας σε έναν διάλογο άλλης μορφής και σχέσης με τον αναγνώστη του. Αν θέλαμε να γενικεύσουμε, ο διάλογος ταιριάζει περισσότερο στην παθητική ανάγνωση και η περιγραφή στην ενεργητική, με κάθε επιφύλαξη καθώς υπάρχουν συγγραφείς οι οποίοι γεμίζουν σελίδες ολόκληρες με ανούσιες περιγραφές, οι οποίες περιέχουν ελάχιστη τεχνική αλλά περίσσεια επιτήδευσης.
Η σκηνοθεσία της γλώσσας
«Η λογοτεχνία σκηνοθετεί τη γλώσσα, αντί απλώς να τη χρησιμοποιεί» μας διδάσκει ο Ρ. Μπαρτ. Ο διάλογος από μόνος του σπανίως προσφέρει αυτή τη δυνατότητα, παρά μόνο σε αρμονική σχέση και ισορροπία με τις άλλες τεχνικές του μυθιστορήματος. Έχει αξία να το πω μια τελευταία φορά: τα πάντα στη τέχνη και τη μυθοπλασία έχουν σχέση με την εσωτερική αρμονία του έργου per se, το πώς ο δημιουργός εξισορροπεί τα αντικρουόμενα συχνά στοιχεία και τα αναδιατάσσει ώστε το αποτέλεσμα να παραμένει ισοβαρές.
Αν ο συγγραφέας θεωρεί ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί αποκλειστικά μέσω διαλόγων, τίποτα δεν θα τον εμποδίσει να το κάνει. Μόνο που έχοντας πίσω μας μια ιστορία κάποιων αιώνων συγγραφής μυθοπλασίας, μπορούμε να εξαγάγουμε κάποια συμπεράσματα μελετώντας τον τρόπο, το ύφος των έργων που ξεχώρισαν κατά κοινή ομολογία, αναλύοντας τις διαφορές και τις ομοιότητές τους.
Ολοκληρώνοντας να δηλώσω ότι όσες σκέψεις κατέθεσα, για τους περισσότερους αναγνώστες γίνονται περί όνου σκιάς, αφού ως τελικοί αποδέκτες αδιαφορούν για το ισοζύγιο και τα ποσοστά. Τους αφορά το αποτέλεσμα, το λογοτεχνικό έργο, όπως αυτό φτάνει τυπωμένο στα χέρια τους. Κατανοητό μεν, αν και θεωρώ ότι ένας υποψιασμένος αναγνώστης, είναι ένας συνειδητός αναγνώστης που απολαμβάνει πληρέστερα, εις βάθος, το βιβλίο που έχει επιλέξει να τον συνοδεύσει σε κάποια στιγμή της ζωής του.
Δεν είναι βέβαια απαραίτητο όλα τα βιβλία να επεκτείνουν τα όρια της σκέψης, να διαμορφώνουν την αισθητική μας, να προκαλούν εσωτερικές μετατοπίσεις, προκειμένου να είμαστε αντίστοιχα αυστηροί και απαιτητικοί. Η απενοχοποιημένη ψυχαγωγία θα παραμείνει εσαεί επαρκής λόγος ανάγνωσης. Τα άλλα είναι «η τρέλα της τέχνης».
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.