Σκέψεις για την επιχειρηματολογία, το ύφος και την ειλικρίνεια στη λογοτεχνική κριτική. Στην κεντρική εικόνα, ένας από τους «πάπες» της κριτικής, ο Harold Bloom.
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Δεν υπάρχει μία, ομοούσιος και αδιαίρετη λογοτεχνία, ένα κέντρο, μία Μέκκα, στην οποία στρέφονται όλοι οι πιστοί-αναγνώστες κάθε φορά που θα επιλέξουν, θα διαβάσουν και θα σχολιάσουν κάποιο βιβλίο. Και δεν θα έπρεπε να υπάρχει σε τελική ανάλυση, καθώς ο ολοκληρωτισμός δεν νοείται στην τέχνη. Σε αυτό συμφωνούμε όλοι προφανώς.
Από εκεί και μετά όμως οι δρόμοι χωρίζονται, καθώς οι αναγνώστες και το Ιερατείο των κριτικών επιδίδονται στο αγαπημένο έργο των ανθρώπων: την κατηγοριοποίηση, τη σύγκριση, την οριοθέτηση και την τοποθέτηση των ανάλογων ταμπελών στα ράφια: αυτό είναι κλασικό, το άλλο σύγχρονο, εκείνο ανήκει στα «100 σημαντικότερα έργα όλων των εποχών», το παράλλο είναι υπερεκτιμημένο κ.ο.κ. Όλοι αρέσκονται σε αυτό το παιχνίδι καθώς εμπεριέχει την ανάγκη των μεν για επιβεβαίωση της αυθεντίας τους και των δε για επικύρωση της υποκειμενικής τους άποψης υπό την αιγίδα της αυθεντίας του ειδικού, του χρισμένου.
Όσο μεγαλύτερη η καλλιέργεια, η εμπειρία, αλλά και η δυνατότητα έκφρασης, τόσο μεγαλύτερο και το κύρος.
Συνήθως, η διαφορά των μεν με τους δε έγκειται σε ένα γεγονός, το οποίο όλοι όσοι ασχολούμαστε με τα της «διανόησης» έχουμε αναγνωρίσει κάποια στιγμή στους άλλους πρώτα και στη συνέχεια στον εαυτό μας: οι επαΐοντες, οι ειδικοί, έχουν καλλιεργήσει ένα γούστο, κάποιες σαφείς προτιμήσεις, οπότε εν συνεχεία η διανόησή τους έρχεται να εκλογικεύσει, να δώσει λεκτική μορφή στην αρέσκεια ή τη δυσαρέσκειά τους. Κατά το ρητό του Καίσλερ, οι διανοούμενοι μπορούν να επιχειρηματολογήσουν για όλα όσα πιστεύουν και στο τέλος καταλήγουν να πιστεύουν εκείνα για τα οποία επιχειρηματολογούν. Και αυτό ισχύει για τον Bloom, αλλά και για τον πιο ταπεινό από εμάς. Αναλόγως με τα όπλα μας, επενδύουμε, ξιφομαχούμε και παίρνουμε θέσεις. Όσο μεγαλύτερη η καλλιέργεια, η εμπειρία, αλλά και η δυνατότητα έκφρασης, τόσο μεγαλύτερο και το κύρος. Αν γράψω κάτι με όμορφο τρόπο, ορθά συντεταγμένο, έχω περισσότερες πιθανότητες αφενός να τραβήξω την προσοχή σας και αφετέρου να σας πείσω ότι το γούστο μου, οι προτιμήσεις μου είναι πιο έγκριτες από τις δικές σας – άλλων ικανότερων, πιο ορθές από τις δικές μου. Και η ιεραρχία πάει λέγοντας, από τον ταπεινό blogger, στον κριτικό των εντύπων, στον θεσμικό κριτικό και τελικά στον Bloom, τον Steiner κ.ο.κ.
Όλα ξεκινούν από την πρωταρχική ενόρμηση
Εντούτοις η αλήθεια παραμένει απλή: μπορεί να έχω ξοδέψει 2.000 λέξεις για να σας πλασάρω μια κριτική, περίτεχνη, στολισμένη με ωραίες λέξεις, με διακειμενικές αναφορές και παραπομπές σε μεγάλα πνεύματα (το αγαπημένο παιχνίδι ματαιοδοξίας των διανοούμενων), απλά και μόνο για να αιτιολογήσω την πρωταρχική μου ενόρμηση, εκείνο το ουσιαστικά απερίγραπτο ωκεάνειο συναίσθημα ταύτισης με ένα έργο τέχνης. Το οποίο, βεβαίως, εν συνεχεία τοποθετώ στα κατάλληλα κουτάκια (ανάλυση στα επιμέρους, αποδόμηση) και όλα αυτά να τα βάλω με την τάξη που μου προσφέρει η μακροχρόνια εκπαίδευση και πειθαρχία μου το ένα πάνω στο άλλο τακτικά για να φτιάξω έναν πύργο (ή μια εικόνα στο χαλί που λέει κι ο Τζέιμς). Αυτό βέβαια δεν καθιστά απαραίτητα τη γνώμη μου για το Χ βιβλίο πιο ουσιαστική, πιο αρμόδια, πιο σημαντική από εκείνη του φιλότεχνου αναγνώστη που έχει εξίσου αγαπήσει το βιβλίο. Απλά εγώ ίσως έχω το μαγικό ραβδάκι, τον χρόνο, τη ματαιοδοξία και την ανάγκη να την εκφράσω με τον περίτεχνο τρόπο που διαθέτω ή όχι. Οι περισσότεροι αναγνώστες θα σταθούν για αρχή στο ύφος -πάντα το ύφος!- περισσότερο και όχι στα επιχειρήματα per se, το οποίο θα καταστήσει και πιο θελκτικά τα επιχειρήματα του κειμένου.
Μα, η αντίρρηση άμεση, θεωρείς τους αναγνώστες που διαβάζουν μια κριτική τόσο επιφανειακούς και αφελείς που δεν μπορούν να διακρίνουν πίσω από τις ωραίες λέξεις και το καλοδομημένο κείμενο την ύπαρξη ή όχι των επιχειρημάτων; Προφανώς και όχι, καθότι αναγνώστης κι ο ίδιος και δευτερευόντως οτιδήποτε άλλο. Εκείνο που κάνω εδώ είναι να εξηγώ και τη δική μου αντίδραση στις κριτικές κάποιων ανθρώπων που θαυμάζω, ενώ ταυτόχρονα μπαίνω στη θέση τους. Αυτό που επιχειρώ να διακρίνω λοιπόν και το οποίο θεωρώ καθοριστικής σημασίας είναι η ειλικρίνειά τους, όχι τόσο τα επιχειρήματά τους (κι αυτό ισχύει και στην περίπτωσή μου θεωρώ), κάτι που χρήζει περαιτέρω ανάλυσης. Στη λογική αυτή διακρίνω 3 διακριτά στρώματα σε κάθε κριτική άξια λόγου, το ένα τοποθετημένο δίπλα στο άλλο, και τα οποία θεωρώ εξίσου σημαντικά: επιχειρήματα, ύφος και ειλικρίνεια.
Κατασκευές, λόγια, λέξεις, όλα αυτά μπορούν να φωτίσουν και να συσκοτίσουν εξίσου, και ο κριτικός να έχει πει τα πάντα και τίποτα.
Αν στα δύο υπάρχει μια κάποια αντικειμενικότητα που ο πιο υποψιασμένος αναγνώστης μπορεί να διακρίνει, το τρίτο ίσως είναι και το πλέον υποκειμενικό. Κατασκευές, λόγια, λέξεις, όλα αυτά μπορούν να φωτίσουν και να συσκοτίσουν εξίσου, και ο κριτικός να έχει πει τα πάντα και τίποτα. Η κριτική του να στέκει άψογα στο δικαστήριο, καθ’ όλα πιστή στο γράμμα, αλλά οι ένορκοι τελικά να μην έχουν πειστεί πλήρως. Αθώωση μεν, αλλά μετ’ αμφιβολιών, καθότι ο συνήγορος στρεψοδίκησε, γέμισε την αίθουσα με λεκτικές ακροβασίες και σοφιστείες («Τι ωραία που τα είπε»), αλλά μετά την έξοδο, κενό. Απλά διότι ο κριτικός δεν ήταν ειλικρινής. Κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες, σώρευσε αναχώματα επιχειρημάτων, διέλυσε τον αντίλογο, επικράτησε κατά κράτος, αλλά αυτό ήταν κάτι τεχνικό και επομένως τεχνητό. Ήταν skills, αλλά όχι πάθος. Και ναι, αυτή είναι η λέξη-κλειδί που η εμπειρία μου ως κριτικού (αλλά μεγαλύτερη ως αναγνώστη) διακρίνει ως το μέγιστο πλεονέκτημα. Η ειλικρίνεια ισοδυναμεί με πάθος.
Και βέβαια όταν αναφέρομαι στο πάθος δεν εννοώ τη συναισθηματική ευκολία που συνεπάγεται η παράθεση αισθημάτων, μελοδράματος, προσωπικών αφηγήσεων που στόχο έχουν να εμπλέξουν τον αναγνώστη, αποσπώντας του δάκρυ και συναίνεση. Μια αυστηρή κριτική μπορεί να έχει ένταση, μια εκ πρώτης ψύχραιμη προσέγγιση μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι βαθύ, και συνήθως το βάθος έχει πάθος σε αντίθεση με το επιφανειακό που απλά ξύνει την κρούστα της ευκολίας. Η σύνδεση επιτυγχάνεται πάντα εις βάθος, εφόσον ο κριτικός δεν εκβιάζει αντιδράσεις, αλλά επιτρέπει στον αναγνώστη να εισέλθει εντός της σκέψης του, να περιηγηθεί στις ατραπούς της νόησής του, να τον δει γυμνό στις πλέον μύχιες σκέψεις του, όσο σύνθετες κι αν είναι, επάνω στο λογοτεχνικό έργο, και οι δυο τους να αφεθούν ταυτόχρονα σε αυτή την ερωτική περίπτυξη εξ αφορμής του βιβλίου. Μια περίπλοκη διαδικασία, μια ενδοσκόπηση, διόλου εύκολη για κανέναν από τους δύο, αυτό είναι το λεγόμενο «ψυχρό πάθος» για εμένα, αλλά ουσιαστικά ρομαντικό. Εκείνο που κρύβεται ντροπαλά στη σκιά αναμένοντας τον αναγνώστη που θα το αναζητήσει. Και μόνο τέτοιο μπορεί να είναι, προκειμένου να αποδειχθεί ειλικρινές, να είναι απόλυτο, να είναι οριστικό: «Τώρα βλέπεις την ψυχή μου, καθώς γράφω για το έργο, για εσένα και για εμένα». Τίποτα λιγότερο από αυτό.
Οι παθιασμένοι αναγνώστες γίνονται και ειλικρινείς κριτικοί
Και αν αναρωτιέστε ακόμα γιατί, σκεφτείτε τι έχει ειπωθεί για τους Δασκάλους όπως ο Steiner, o Wilson, ο Bloom ή ο δικός μας Παπαγιώργης: υπήρξαν πάνω και πρώτα από όλα παθιασμένοι αναγνώστες, προτού γίνουν όλα τα υπόλοιπα. Το πάθος τους προϋπήρχε, εκείνο τους καθόρισε και στη συνέχεια το διατήρησαν ως άσβεστη φλόγα εντός τους. Αυτό τους έκανε ειλικρινείς κριτικούς (μεταξύ άλλων, προφανώς, μην κατηγορηθώ για υπεραπλούστευση), και πάνω σε αυτό τον βράχο, σαν τον Πέτρο, έστησαν τους καθεδρικούς της σκέψης τους. Θεωρώ ότι αυτό είναι που τελικά, πίσω από τον κυκεώνα των συχνά ακατανόητων στους περισσότερους επιχειρημάτων, αναγνωρίζουν οι αναγνώστες, αυτό τους προσελκύει, με αυτό τελικά ταυτίζονται. Γιατί είναι το ίδιο πάθος για το λογοτεχνικό έργο που κινητοποιεί και τους ίδιους, τους συνεγείρει, τους καθαίρει, τους αναδομεί, οπότε στη συνέχεια προστρέχουν στον κριτικό ως αδελφοί εν όπλοις για να βρουν σε εκείνον τα λόγια, τις λέξεις που θα περιγράψουν όσα από κοινού έζησαν, τη μαγεία που εκείνος θα την κορφολογήσει και θα τους τη μοιράσει απλόχερα, με αγάπη, με νοιάξιμο. Και, ταυτόχρονα, ταπεινά, αφού ο κριτικός δεν είναι ο δημιουργός, οι λέξεις τελικά δεν είναι δικές του, τις δανείστηκε για λίγο κι όταν διαβαστούν θα επιστρέψουν πίσω στο βιβλίο απ’ το οποίο τις ανέσυρε. Έτοιμες για τον επόμενο.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.