mpempis

Για το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη «Μπέμπης» (εκδ. Άγρα). Κεντρική εικόνα: Ο Δημήτρης Στεργίου ή «Μπέμπης».

Γράφει ο Νίκος Χρυσός

«Κάθε κομμάτι που παίζουμε αφηγείται κι από μια ιστορία, ένα περιστατικό, μια χαρά, ένα ντέρτι, μια πεθυμιά, ένα όνειρο, μια προδοσία, έναν σεβντά, ένα σεκλέτι, έναν θάνατο, κι όλα αυτά μαζί, άμα τα σουμάρεις, γίνονται ένα μωσαϊκό, είναι τα κομμάτια της ψυχής του λαού μας» (σ. 40), λέει ο Μάνθος Μπερμπέρογλου, ο τυφλός γέροντας από τη Σμύρνη, με το ταμπουρομπούζουκό του, στον δωδεκάχρονο Μπέμπη, και η μορφή του, έτσι όπως φιλοτεχνείται από τον συγγραφέα, μας φέρνει στον νου, από τη μια τον Όμηρο, τον αοιδό, τον ραψωδό, τον παππού παραμυθά, κι από την άλλη τον αυτοδίδακτο γραφιά, τον μπαρμπα Γιάννη τον Μακρυγιάννη με τον ταμπουρά του. Ο Κοροβίνης, θαρρείς δωδεκάχρονος Μπέμπης κι αυτός, παίρνει τη σκυτάλη από τους σοφούς γενάρχες, τη δική του σκυτάλη, την πένα, το στυλό, το μολύβι, με το ίδιο στιβαρό πάθος που ο ήρωάς του, ο θρυλικός Δημήτρης Στεργίου παίρνει το μπουζούκι στα χέρια. Έτσι κάπως αρχίζει η μυθιστορηματική πορεία του Μπέμπη στη μουσική και στα πάλκα, με μια εικόνα υψηλής αλληγορίας που μας παρασύρει στην πυρετώδη και παραληρηματική εξομολόγηση του συγγραφέα και του ήρωά του.

Ακάματος ανθολόγος, φιλόπονος μελετητής και αυθεντικός ερμηνευτής του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, επιμελής λαογράφος, συστηματικός αρχειακός ερευνητής, βαθύς γνώστης της λαϊκής ψυχής, περίφημος πορτρετίστας μορφών της ιστορίας και της παράδοσης (όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός ή ο Ανδρούτσος), σπουδαίος παραμυθάς και παθιασμένος γραφιάς ο Θωμάς Κοροβίνης επιλέγει αυτή τη φορά να ασχοληθεί με τον θρυλικό Δημήτρη Στεργίου, τον επονομαζόμενο «Μπέμπη». Αδιαμφισβήτητα ο Μπέμπης έζησε μια μυθιστορηματική ζωή, σφραγισμένη από τη μεγαλοφυία και τα ολέθρια πάθη – ιδιοφυής, αυτοκαταστροφικός, «καταραμένος», ένας poète maudit της λαϊκής μουσικής, κι αποτελεί εξαιρετική «πρώτη ύλη» για μια μυθιστορηματική βιογραφία.

Ο Κοροβίνης αφηγείται τον ανθρώπινο βίο, την αξία και τη ματαιότητά του, τη σκαρταδούρα και τη γλύκα του – ο Μπέμπης δεν είναι απλώς μια βιογραφική μυθιστορία, είναι η τοιχογραφία μιας εποχής και των ηρώων της, είναι μια ωδή για το μπουζούκι και τους λαϊκούς βάρδους, ένα μικρό λεξικό της «πιάτσας», μια ανθολογία του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, μια πινακοθήκη συνθετών, μουσικών και ερμηνευτών.

Ο Κοροβίνης, με το ασκημένο αισθητήριο του, αποφεύγει να φιλοτεχνήσει ένα ρομαντικό έπος ή έστω ένα επικό ρομάντζο της ανόδου και της πτώσης μιας παραγνωρισμένης ιδιοφυίας, παγίδα στην οποία συχνά πέφτουν όσοι δοκιμάζουν να βιογραφήσουν προσωπικότητες σαν του Μπέμπη. Ο Κοροβίνης αφηγείται τον ανθρώπινο βίο, την αξία και τη ματαιότητά του, τη σκαρταδούρα και τη γλύκα του – ο Μπέμπης δεν είναι απλώς μια βιογραφική μυθιστορία, είναι η τοιχογραφία μιας εποχής και των ηρώων της, είναι μια ωδή για το μπουζούκι και τους λαϊκούς βάρδους, ένα μικρό λεξικό της «πιάτσας», μια ανθολογία του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, μια πινακοθήκη συνθετών, μουσικών και ερμηνευτών. Είναι όλα αυτά μαζί αλλά πριν και πρώτα απ’ όλα είναι ένα αφηγηματικό δράμα, μια ελεγεία για την ίδια τη ζωή, ή όπως παραδέχεται ο πρωταγωνιστής, στις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου:

«[…] μην ψάχνεις να δεις τι συλλογιέμαι, το μηδέν, τη ματαιότητα της ματαιότητας, την ευτέλεια, το τίποτα της ζωής, τη σκαρταδούρα μας, το ρεζίλι μας, τη χωματένια μας ύπαρξη» (σ. 14).

Σε τούτη τη ματαιότητα, μοναδικό αντίδοτο η δημιουργία:

«[…] γιατί δεν ήρθαμε στη γη μόνο για να την κουτσουλίσουμε και να γίνουμε πουλόπουλοι, αλλά για έναν προορισμό, για ένα καθήκον, που το ορίζουμε εμείς, ούτε ο Θεός ούτε οι νόμοι ούτε κανένας άλλος, εμείς οι ίδιοι είμαστε οι υπηρέτες του ονείρου μας, της πιο ανώτερης γκάβλας, της δημιουργίας, μόνο μ’ αυτή παίρνει κάποια αξία η ζωή μας […]» (σ. 17).

Με τούτες τις σκέψεις δια χειρός Κοροβίνη μπαίνουμε στον κόσμο του Μπέμπη.

Έπειτα από τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη, αγαπημένες του πόλεις, τις οποίες έχει ζωντανέψει με τον πιο γλαφυρό τρόπο σε προηγούμενα βιβλία του, στο 55, στο Κανάλ Ντ’ Αμούρ, στον Θρύλο του Ασλάν Καπλάν, στον αριστουργηματικό Γύρο του θανάτου, ο Κοροβίνης καταπιάνεται αυτή τη φορά με τον Πειραιά, γενέθλιο τόπο του Δημήτρη Στεργίου και του ρεμπέτικου, καθώς και με τα νυχτερινά κέντρα της Αθήνας, της Αμερικής και της Θεσσαλονίκης, της Θεσσαλονίκης με τα μάτια ενός Πειραιώτη αυτή τη φορά, η Θεσσαλονίκη «ομογάλακτη του Πειραιά, μοναδική του αδερφή, δίδυμή του, και σα λιμάνι και σαν προσφυγομάνα και σα μπουζουκομάνα και σαν εργατούπολη» (σ. 135).

Ο Κοροβίνης καταπιάνεται αυτή τη φορά με τον Πειραιά, γενέθλιο τόπο του Δημήτρη Στεργίου και του ρεμπέτικου, καθώς και με τα νυχτερινά κέντρα της Αθήνας, της Αμερικής και της Θεσσαλονίκης, της Θεσσαλονίκης με τα μάτια ενός Πειραιώτη αυτή τη φορά.

Δραπετσώνα, Ταμπούρια, Τερψιθέα, Κερατσίνι, Κρητικά, Μανιάτικα, Θεόκτιστα, Καλλίπολη, Καμίνια· πρωταγωνιστές των πολύχρωμων τοιχογραφιών του, από τη μια η εργατιά:

«[…] ο Πειραιάς έβραζε από ζωή, ένα βουητό, ζάλη σ’ έπιανε, σαν το μελίσσι που ξεμπουκάρει απ’ την κυψέλη να κάνει πιάτσα στ’ αγριολούλουδα και στα καβάκια για τη γύρη, έτσι κι ετούτοι, μπουλούκια μπουλούκια, φυσικά όχι για επικονίαση, ούτε για να γλυκαθούν […] όλοι βιάζονταν, σφυρίζει η φάμπρικα μόλις χαράξει, τα εργοστάσια τους περίμεναν να τους καταπιούν στη χοάνη τους ως το απόγεμα, τι γινόταν στου Παπαστράτου, έτρεχαν οι άνθρωποι, με βήμα ταχύ, σαν κυνηγεμένοι, ναυπηγεία, μηχανουργεία, τσιμέντα “Ηρακλής”, γυψάδικο, λιπάσματα, για τις κλωντουφαντουργίες Ρετσίνα, για τους μύλους, για του “Κεράνη” παραδίπλα, βυρσοδεψείο, σιδεράδικα, ταρσανάδες του Περάματος, και πάει λέγοντας […]» (σ.25)·

κι από την άλλη, εικόνες ασύμφωνες και την ίδια στιγμή συμπληρωματικές με τις προηγούμενες, ο κόσμος της νύχτας:

«[…] κάθε καρυδιάς καρύδι, τσιπλάκηδες, ψωμοζήτουλες, παπατζήδες, κοντραμπατζήδες, λαχανάδες, χασίκλες, πρεζάκηδες, τζόβενα κάθε λογής, κλεφτρόνια, μαυραγοριτάκια, κουκουεδάκια, φασιστάκια, υποψήφιοι νταβάδες, τουφατζήδες, πουσταρέλια, ανάμεσά τους φάτσες σκοτεινές, καρφωτήδες και καρακόλια, παρέα πάνε αυτά τα δυο, φανεροί και μυστικοί […]» (σ. 42-43).

Ο Κοροβίνης εικονογραφεί τους τόπους, ζωγραφίζοντας τους ανθρώπινους τύπους και τα έργα τους, εναλλάσσοντας πλούσιες και ζωηρές πινελιές, αδρές γραμμές και περίτεχνες μονοκονδυλιές, ώστε οι εικόνες να ζωντανεύουν χωρίς να υπονομεύεται η λαγαρή μελωδικότητα της αφήγησης.

Αυτή η μελωδικότητα είναι ίσως από τις μεγαλύτερες αρετές του βιβλίου. Η λεκτική ιδιοπροσωπία του Στεργίου οικοδομείται με ευαισθησία και ακρίβεια, με μια καλλιτεχνημένη προφορικότητα που η μαστοριά της θυμίζει τη σολιστική δεξιοτεχνία του ήρωα. Όπως ακριβώς ο Μπέμπης συνταιριάζει διαφορετικά μουσικά είδη, αυστριακά βαλς, αργεντίνικα τανγκό, σπανιόλικα φλαμένκο, ζεϊμπέκικα, καμηλιέρικα, καρσιλαμάδες και μπάλους, εναρμονίζοντάς τα στο ύφος του πάλκου, κι αλλάζει δρόμους, Χιτζάζ, Ουσάκ, Σαμπάχ, Πειραιώτικο, με αξιοθαύμαστη ευκολία, έτσι κι ο Κοροβίνης παντρεύει την ανατολή με τη δύση, ανακατώνει διαφορετικές «γλώσσες» και διαλέκτους, (των προσφύγων, της μαγκιάς, των φυλακόβιων, των μαστούρηδων), μπολιάζει με κωμικά επεισόδια τον σπαραχτικό μονόλογο του ήρωά του, συνθέτει εντέλει μια αριστοτεχνική αφήγηση που φαίνεται με την πρώτη ματιά ορμητική και πηγαία, όπως ένα ταξίμι, όπως ένα από εκείνα τα μυστήρια ταξίμια του Μπέμπη, «που ξεκινούσαν ήρεμα και γλυκά και σιγά σιγά μετατρέπονταν σε θύελλα» (σ. 109-110), μια σύνθεση που προϋποθέτει μελέτη, σπουδή, φαντασία και πάθος, κι ωστόσο η υπέρτατη αρετή της είναι να απογειώσει τον αποδέκτη της, να τον ταξιδέψει, να τον βαρέσει κατάστηθα· το επίτευγμα του Κοροβίνη είναι, σαν να λέμε, παραφράζοντας τα λόγια του Μπέμπη: «η γνωριμία της ψυχής των αναγνωστών με την ψυχή του συγγραφέα, το δυνατό αλισβερίσι ανάμεσα στα δικά τους και τα δικά του μυστικά [...] σαν να κάνουμε μεταξύ μας, ο καθένας και όλοι μαζί, ελεύθερο έρωτα, είναι ένας άλλος πυρετός, μια αποκάλυψη, ένα θαύμα» (σ. 110).

korovinis

Ο Θωμάς Κοροβίνης γεννήθηκε το 1953 στη Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης. Φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση. Από το 1988 έως το 1996 έζησε στην Κωνσταντινούπολη, υπηρετώντας στο Ζάππειο και το Κεντρικό Παρθεναγωγείο της. Συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Από το 1995 μέχρι και το 1999 εργάστηκε ως παραγωγός και επιμελητής ραδιοφωνικών εκπομπών στον 9,58 FM της Θεσσαλονίκης. Το 1995 βραβεύτηκε με το βραβείο Αμπντί Ιπεκτσί. Το 2011 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο του Ο γύρος του θανάτου, με θέμα την υπόθεση του «Δράκου του Σέιχ-Σου», Αριστείδη Παγκρατίδη. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Είναι επίσης συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών.

Στον λυρικό, παραληρηματικό μονόλογό του ο πρωταγωνιστής εξομολογείται, συνθέτοντας ασθματικά και αποσπασματικά, την αυτοβιογραφία του, με αποδέκτη μια φασματική παρουσία, τον πιστό σύντροφο, τον μπιστικό του, έναν διακριτικό συνοδοιπόρο, ο οποίος δεν είναι παρά η αφορμή για να συνεχίσει το παραμιλητό του ως το τέλος. Το εύρημα αποδεικνύεται εξαιρετικά εύστοχο· ο αναγνώστης προσλαμβάνει την εξομολόγηση του Μπέμπη σαν να απευθύνεται σ’ εκείνον μονάχα και γίνεται ευθύς αμέσως συνοδοιπόρος, μακαντάσης, μπράτιμος του μυθιστορηματικού ήρωα.

Επιτρέψτε μου μια παρένθεση. Διάβασα το βιβλίο μέσα σε ένα σαββατοκύριακο. Κάθε τόσο με αφορμή έναν στίχο, μια στροφή ή ένα τραγούδι, από κείνα που διανθίζουν την αφήγηση, διέκοπτα την ανάγνωση κι έπιανα το ακορντεόν μου προσπαθώντας να θυμηθώ τη μελωδία, να ξαναβρώ τις μουσικές φράσεις, τις γέφυρες και τα ακόρντα κι έπειτα επέστρεφα ξανά στο βιβλίο με νέα δίψα και καινούργια ορμή. Σκέφτηκα μετά από δυο τρία τέτοια διαλείμματα, πως αυτά τα μουσικά ιντερμέδια του βιβλίου δεν θα επιδρούσαν με την ίδια ένταση σε κείνον που δεν παίζει κάποιο όργανο είτε σε εκείνους που δεν είναι εξοικειωμένοι με το ρεμπέτικο και το λαϊκό μας τραγούδι. Το παραδέχομαι, γελάστηκα· έσφαλα. Η παράθεση των στίχων, σφιχτά δεμένη με την αλληλουχία των σκέψεων του ήρωα, δεν διατηρεί απλώς τον ειρμό της αφήγησης, αλλά λειτουργεί όπως τα χορικά στην αρχαία τραγωδία, από τη μια δηλαδή προωθώντας τη δράση κι από την άλλη δίνοντας στον αναγνώστη το περιθώριο να αναστοχαστεί, να γνωρίσει από πρώτο χέρι είτε να ξαναθυμηθεί την ατμόσφαιρα και τους ηθικούς κώδικες της εποχής, να ταυτιστεί με τον ήρωα, να αλαργέψει ο νους του και να μερώσει το μέσα του ώστε να αντέξει ως το τέλος την κατάβαση.

Ο Κοροβινης «διακονεί τη θρησκεία» της γραφής «με πίστη φανατική, ευλάβεια και ευγνωμοσύνη» (σ. 46), όπως ακριβώς ο ήρωάς του διακονεί τον δικό του θεό, τη μουσική. Χαρτογραφεί τις κορφές και τα βάραθρα της ταραγμένης πορείας τού Μπέμπη με ευαισθησία και ακρίβεια: «ενώ όλα είναι ωραία και καλά και τη περνάω φίνα, γίνεται στην ψυχή μου ένας σεισμός κι κόσμος γυρίζει ανάποδα, αφού, σε κάθε βήμα μου, ενώ όλα πηγαίνουν πρίμα, ξεσπάει μέσα μου μια φουρτούνα και το καράβι μου μπατάρει, ο καιρός καλοσύνη κι εγώ ζω στην κοσμοχαλασιά, ο δρόμος είναι ολόισιος κι εγώ βλέπω εμπρός μου τον πιο απότομο γκρεμό» (σ. 53).

«Πίνω και πάλι πίνω, για να ξεχάσω όσα έζησα, να φανταστώ αυτά που δεν έζησα, κι έχουν χτίσει σκοτεινές φωλιές στα σπλάχνα μου, οι ματαιωμένες επιθυμίες, οι σκοτωμένες ορμές, τα άκαρπα όνειρα, πίνω για να γεμίσω τη ζωή». Μα η ζωή δεν ξεγελιέται.

Όσο διαρκεί η αφήγηση δυο θέματα επανέρχονται διαρκώς, σαν λάιτ μοτίφ, «το χιλιοβασανισμένο το φωτοχομπούζουκο» (σ. 89), «δισέγγονο των μουσών, θησαυροφύλακας της μουσικής, της ποίησης, της ελληνικής ομορφιάς» (σ. 39), «το μπουζούκι, με το σκάφος, το καπάκι, το μάνικο, την ταστιέρα, τα τάστα, τη χορδιέρα, τις χορδές, του καβαλάρηδες, το ραούλο, τα κλειδιά του», ζωγραφισμένο με ευαισθησία και ακρίβεια, και το ποτό, «ουίσκυ, τζιν και φρούμελ, κρασί, βότκα και σαμπάνια, ούζο, ρετσίνα και κονιάκ, ρούμι, ρακί και ζύθος» (σ. 104)· το ζωογόνο απ’ τη μια, και από την άλλη το φθοροποιό πάθος, το τάλαντο και η καταστροφή. «Πίνω και πάλι πίνω, για να ξεχάσω όσα έζησα, να φανταστώ αυτά που δεν έζησα, κι έχουν χτίσει σκοτεινές φωλιές στα σπλάχνα μου, οι ματαιωμένες επιθυμίες, οι σκοτωμένες ορμές, τα άκαρπα όνειρα, πίνω για να γεμίσω τη ζωή» (σ. 70). Μα η ζωή δεν ξεγελιέται.

agra korovinis mpempisΠριν από το τέλος ο Μπέμπης κάνει ένα ύστατο προσκύνημα στον αγαπημένο του τόπο, στον Πειραιά: «να η Ακτή Μιαούλη, το παλιό σπίτι του ναυάρχου, το στοιχειωμένο, φαντάσματα, ο Άγιος Σπυρίδωνας απέναντι, το ξενοδοχείο “Πειραιεύς”, το μέγαρο Βάτη, οι ταρσανάδες μακριά στο Πέραμα, [...] η “γέφυρα του μάγκα”, δω άραζαν για το τσιγαριλίκι τους οι πρωτινοί ρεμπέτες, η πλατεία Καραϊσκάκη, τα Καρβουνιάρικα [...]» (σ. 173-174). Το προσκύνημα αυτό μου φέρνει στο νου μια άλλη περιδιάβαση, μια εξονυχιστική περιγραφή της Πάτρας στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, από τον Μιχαήλ Μητσάκη, συγγραφέα και ήρωα του Αυτόχειρα. Μέσα στο μυαλό μου οι δυο φωνές μπερδεύονται, τη θέση του άγνωστου αυτόχειρα παίρνει ο Δημήτρης Στεργίου, τη θέση της Πάτρας, ο Πειραιάς, το ένα αφήγημα τρυπώνει μέσα στο άλλο, οι φράσεις ανακατεύονται, διαβάζω άθελά μου:

«Πεθαίνω. Ας μην ενοχληθεί κανείς. “Ας μην ενοχληθεί κανείς”! Ωσάν να ενοχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον, δι’ όσους η χειρ του θανάτου σημειώνει με την μαύρην σφραγίδα της! Ωσάν να ενοχλείτο ποτέ κανείς στον κόσμον, δι’ όσους η αρπαγή του Πάθους, της Νόσου ή της Ανάγκης σκορπίζει εις τα τετραπέρατα του ορίζοντος, αγέλην οικτρών σφαγίων! Ποιος λοιπόν ήθελε να ενοχληθεί δια την ευγενίαν του, ο αλλόκοτος αυτός ταξιδιώτης; Μήπως ήθελε να ενοχληθεί η Καστέλα, τα αρχοντόσπιτά της, ω ρε, μανούλα μου, θέα στον Σαρωνικό; Μήπως ήθελε να ενοχληθεί η Ακτή Ξαβερίου, οι γεμιτζήδες, τραβάνε κουπί, αλαργεύουν· Μήπως ήθελε να ενοχληθεί το “Σινέ Παλλάς”, το Δημοτικό θέατρο, το Ρολόι που δίναμε τα ραντεβού μας; Μήπως ήθελε να ενοχληθούν οι καλντεριμιτζούδες στα κόκκινα φανάρια ή οι Τουρκομερίτες στην ουρά, γεροντάκια όρθια, κουρασμένα, αγέλαστα; Μήπως ήθελε να ενοχληθούν οι σακάτηδες, οι αόμματοι, οι μουγγοί, οι παπατζήδες, οι ψευτοκαλόγεροι, οι αλαφροχέρηδες, τα καραβάνια για την Τήνο παραμονές της Μεγαλόχαρης;» (σ. 174-176).

Η βιογραφία του Δημήτρη Στεργίου, άρτια τεκμηριωμένη, είναι στην πραγματικότητα μόνο ο καμβάς του μυθιστορήματος, ένας σφιχτός και καλοδουλεμένος καμβάς που πάνω του αναπτύσσονται χίλια διαφορετικά μοτίβα, οι «υπέροχες ηδονές της αλήτικης πλάνης» (σ. 68), τα βαριά και ασήκωτα βάσανα που κατατρώνε τις καρδιές των ανθρώπων, τα μεράκια μιας ψυχής «σεβνταλούς και νταλκαδιάρας» (σ. 83), τα πάθη, άλλοτε φθοροποιά κι άλλοτε ζωογόνα, οι μικρές δόσεις θανάτου· ο θάνατος· και η ζωή, αυτό, ναι· η ζωή των ανθρώπων – ή όπως αποφαίνεται ο Μπέμπης δια χειρός Κοροβίνη: «ο θάνατος δεν είναι τίποτα, είναι ένα κλάσμα, ένα ξεπνόισμα, αυτό εδώ πώς τραβιέται» (σ. 56).


 Ο ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Καινούργια μέρα» (εκδ. Καστανιώτη).

 

 

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ» της Κωνσταντίας Σωτηρίου (κριτική) – Μυθιστόρημα με στοιχεία ιστορικής και λαογραφικής έρευνας

«Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ» της Κωνσταντίας Σωτηρίου (κριτική) – Μυθιστόρημα με στοιχεία ιστορικής και λαογραφικής έρευνας

Για το μυθιστόρημα της Κωνσταντίας Σωτηρίου «Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ» (εκδ. Πατάκη).

Γράφει ο Μάνος Κοντολέων

Κύπρια πεζογράφος της νέας γενιάς, η ...

«Θα πέσει η νύχτα» του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη (κριτική) – Ο θεσσαλικός κάμπος καίγεται

«Θα πέσει η νύχτα» του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη (κριτική) – Ο θεσσαλικός κάμπος καίγεται

Για το μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη «Θα πέσει η νύχτα» (εκδ. Μεταίχμιο). Κεντρική εικόνα, τμήμα φωτογραφίας του Τάκη Τλούπα, έργο του οποίου κοσμεί και το εξώφυλλο του βιβλίου.

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος

Ο θεσσαλικό...

«Δεν είμαι ρομπότ», ανθολογία (κριτική) – Τα όρια της λογοτεχνικής δημιουργίας

«Δεν είμαι ρομπότ», ανθολογία (κριτική) – Τα όρια της λογοτεχνικής δημιουργίας

Για την ανθολογία διηγημάτων «Δεν είμαι ρομπότ» (επίμετρο Γεράσιμος Κουζέλης, εκδ. Θεμέλιο). Στην εικόνα, στιγμιότυπο από την κορεάτικη σειρά «I'm not a robot». 

Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης

Μπορεί η Τεχνητή Νοημοσύνη να γράψει λογοτεχνία; Μπορεί να γράψει λογοτ...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

Άρης Μαραγκόπουλος: «Τα μαρξιστικά διαβάσματα ξεθώριασαν όταν διάβασα

Άρης Μαραγκόπουλος: «Τα μαρξιστικά διαβάσματα ξεθώριασαν όταν διάβασα "Το δικαίωμα την τεμπελιά"»

Από τον «Εραστή της λαίδης Τσάτερλυ» στους «Υπνοβάτες» και από τις «Μεταμορφώσεις» στον «Οδυσσέα», αυτά είναι κάποια από τα-βιβλία-της-ζωής του Άρη Μαραγκόπουλου.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Το πρώτο βιβλίο που θυμάμαι...

«Το χρώμα του Αιγαίου και άλλα ποιήματα» του Αρμάντο Ρομέρο – Ποίηση όπως το φως κι η θάλασσα

«Το χρώμα του Αιγαίου και άλλα ποιήματα» του Αρμάντο Ρομέρο – Ποίηση όπως το φως κι η θάλασσα

Για την ποιητική συλλογή του Αρμάντο Ρομέρο (Armando Romero) «Το χρώμα του Αιγαίου και άλλα ποιήματα» (μτφρ. Αγαθή Δημητρούκα, εκδ. Τόπος). 

Γράφει ο Χρήστος Κούκης

Ο Αρμάντο Ρομέρο έλκει την καταγωγή του από την Ελλάδα. Σ...

Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: «Βλέπω τα μυθιστορήματα ως το πεδίο όπου η ανθρώπινη κατάσταση μετατρέπεται σε μυστήριο που πρέπει να λυθεί»

Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: «Βλέπω τα μυθιστορήματα ως το πεδίο όπου η ανθρώπινη κατάσταση μετατρέπεται σε μυστήριο που πρέπει να λυθεί»

«Γράφω για να επικοινωνήσω με τον αναγνώστη, γι’ αυτό και έχω πάντα στο νου μου να διεγείρω το ενδιαφέρον του» μας είπε ο Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες (Juan Gabriel Vásquez), που συμμετέχει στο Φεστιβάλ ΛΕΑ. Με αφορμή το βιβλίο του «Η μετάφραση του κόσμου» (μτφρ. Αχ. Κυριακίδης, εκδ. Ίκαρος), μιλά για την πολιτική μυθοπλα...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Κοίτα τα φώτα, αγάπη μου» της Ανί Ερνό (προδημοσίευση)

«Κοίτα τα φώτα, αγάπη μου» της Ανί Ερνό (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Ανί Ερνό [Annie Ernaux], «Κοίτα τα φώτα, αγάπη μου» (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 24 Ιουνίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο 

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Τα σουπερμάρκετ και ο...

«Η απόδραση της τελείας» του Γιάννη Ζευγώλη (προδημοσίευση)

«Η απόδραση της τελείας» του Γιάννη Ζευγώλη (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα του Γιάννη Ζευγώλη «Η απόδραση της τελείας», η οποία θα κυκλοφορήσει τις επόμενες ημέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

«Σας μάζεψα, αγαπημένα μου σημεία, όλα εδώ για να σας ανακοινώσω την ...

«Μου πέθανες» του Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο (προδημοσίευση)

«Μου πέθανες» του Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το αφήγημα του Πορτογάλου συγγραφέα Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο [José Luís Peixoto], «Μου πέθανες» (μτφρ. Ζωή Καραμπέκιου), το οποίο θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Μπήκα σ...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Επτά νέες ποιητικές συλλογές από τις εκδόσεις Βακχικόν

Επτά νέες ποιητικές συλλογές από τις εκδόσεις Βακχικόν

Επτά ποιητές και ποιήτριες παραδίδουν τους στίχους τους στο αναγνωστικό κοινό μέσα από τις νέες τους ποιητικές συλλογές που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Επιμέλεια: Book Press

Επτά ποιητικά βιβλία από τις εκδόσεις Βακχικόν. 

...
Τι διαβάζουμε τώρα; 10 πρόσφατα κουίρ βιβλία για τον «μήνα υπερηφάνειας»

Τι διαβάζουμε τώρα; 10 πρόσφατα κουίρ βιβλία για τον «μήνα υπερηφάνειας»

Ιούνιος, μήνας υπερηφάνειας και διεκδικήσεων για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα. Επιλέξαμε 10 βιβλία του 2025 με κουίρ χαρακτήρες που απομακρύνονται από τη στερεοτυπική αναπαράσταση και αποκτούν ρεαλιστικές διαστάσεις. Στην κεντρική εικόνα, έργο της κουίρ καλλιτέχνιδας των αρχών του 20ου αιώνα Gluck. 

Γράφει η ...

Τραύμα σε ψυχή και σώμα: Πέντε πρόσφατα δοκίμια ψυχανάλυσης που ξεχωρίζουν

Τραύμα σε ψυχή και σώμα: Πέντε πρόσφατα δοκίμια ψυχανάλυσης που ξεχωρίζουν

Πέντε μελέτες που κυκλοφόρησαν προσφάτα πραγματεύονται τη σχέση του νου με το σώμα, την έννοια του «τραύματος», αλλά και τη θέση της ψυχανάλυσης στον σύγχρονο κόσμο. Κεντρική εικόνα: Ο Σίγκμουντ Φρόιντ.

Γράφει ο Σόλωνας Παπαγεωργίου

...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

12 Δεκεμβρίου 2024 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα 100 καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία του 2024

Mυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα: Εκατό καλά λογοτεχνικά βιβλία που κυκλοφόρησαν το 2024 από τα πολλά περισσότερα που έπεσαν στα χέρια μας, με τη μεταφρασμένη πεζογρα

ΦΑΚΕΛΟΙ