Για την «Έρημη χώρα» του Τ.Σ. Έλιοτ: Ο Σεφέρης, οι αναθεωρητικές μεταφράσεις, ο Ρίλκε, ο Χάρολντ Μπλούμ κι ένα ερώτημα: «Στους κόλπους της ποιητικής συντεχνίας, ο φιλολογισμός αυτός δίχως άλλο εξακολουθεί να γοητεύει. Ωστόσο –εκατό χρόνια από την ιστορική πρώτη έκδοση, το ερώτημα είναι θεμιτό– γοητεύει άλλον κανένα;»
Γράφει ο Κώστας Κουτσουρέλης
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος γράφει κάπου για τους Έλληνες δραματουργούς του Μεταπολέμου ότι, ενώ θεωρούσαν πηγή της έμπνευσής τους τους διάσημους ξένους ομοτέχνους τους της εποχής, όπως τους γνώρισαν στο Θέατρο Τέχνης από τις θρυλικές παραστάσεις του Κάρολου Κουν, στην πραγματικότητα αυτός που τους επηρέασε ήταν ο σκηνοθέτης. Μιμούμενοι εκείνους, αντέγραφαν τον Κουν!
Το ίδιο ισχύει νομίζω και για την Έρημη χώρα του Τ.Σ. Έλιοτ. Τόσα και τόσα γράφονται γι’ αυτήν στην Ελλάδα, κοντά έναν αιώνα πια, στην πραγματικότητα όμως είναι τον Σεφέρη, όχι τον Έλιοτ που αφορούν, είναι τον μεταφραστή και όχι τον ποιητή του πρωτοτύπου που σχολιάζουν. Είναι η αυθεντία της φωνής του Σεφέρη που έδωσε στο γριφώδες αυτό ποίημα του Αγγλοαμερικάνου τη μοναδική θέση που κατέχει ακόμη και σήμερα στα ελληνικά γράμματα. Θέση, τηρουμένων των αναλογιών, σημαντικότερη και από εκείνην που το έργο κατέχει στην ίδια τη μητρική γλώσσα του ποιητή του, ή σε όποια άλλη λογοτεχνία του 20ού αιώνα. Είναι ο θρόνος όπου το βλέμμα και η μετάφραση του Σεφέρη ανέβασαν το ποίημα, το στέμμα του αριστουργήματος με το οποίο το έστεψαν, που το έχουν καταστήσει (ίσως και ερήμην του μεταφραστή – ο όψιμος Σεφέρης μνημόνευε συχνότερα τον Γέητς), εδώ σε μας πάντα, αμετάθετο σημείο αναφοράς.
Ο Σεφέρης ουσιαστικά ενσωμάτωσε το έργο του Έλιοτ στο δικό του έργο. Το έκανε κομμάτι του δικού του θρύλου και το κατέστησε έτσι αναφαίρετο θεμέλιο και του δικού μας μοντερνισμού. Τούτου δοθέντος, ακόμη και το νυν υπέρμετρο ενδιαφέρον μας για την επέτειο της εκατονταετίας από την πρώτη έκδοση του 1922, φαντάζει εύλογο. Το ογκώδες –εν μέρει και άκρως αξιανάγνωστο– αφιέρωμα των Νέων της 10ης Δεκεμβρίου, λ.χ., αμφιβάλλω αν έχει το ανάλογό του πουθενά αλλού έξω. Καμιά μεγάλη εφημερίδα στη Βρετανία ή τις ΗΠΑ δεν τίμησε τόσο εντυπωσιακά, όσο ξέρω, δεν αφιέρωσε τόσες και τόσες σελίδες στο γεγονός.
Με όποιο κριτήριο κι αν μετρηθεί, το ποίημα του Έλιοτ δεν είναι ούτε το πιο μεταφρασμένο, ούτε το πιο επηρεαστικό, ούτε (πολύ περισσότερο…) το πιο πολυδιαβασμένο (ή πολυπώλητο, αν το προτιμάτε) ποίημα του 20ού αιώνα.
Για την ίδια την Έρημη χώρα, πάντως, αυτό δεν μας λέει και πολλά. Με όποιο κριτήριο κι αν μετρηθεί, το ποίημα του Έλιοτ δεν είναι ούτε το πιο μεταφρασμένο, ούτε το πιο επηρεαστικό, ούτε (πολύ περισσότερο…) το πιο πολυδιαβασμένο (ή πολυπώλητο, αν το προτιμάτε) ποίημα του 20ού αιώνα. Αν εδώ σε μας μετράμε δέκα και περισσότερες αποδόσεις στα ελληνικά (όλες σχεδόν επιγονικές: διορθωτικές ή αναθεωρητικές εκείνης του Σεφέρη), σε μια γλώσσα τόσο κεντρική στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία όσο τα γερμανικά, υπάρχουν μόλις τρεις. Και αντίστοιχα μικρό είναι το ίχνος του Έλιοτ στη γερμανική ποίηση ή στην γερμανική κριτική. Γενικά μιλώντας, η επιρροή του Έλιοτ έξω από την αγγλόσφαιρα διαχρονικά υπήρξε πολύ πιο περιορισμένη απ’ όσο ο Έλληνας αναγνώστης τείνει, ένεκα των δικών του παραστάσεων, να πιστεύει.
Για να δώσω ένα συγκριτικό. Τα Ελεγεία του Ντουίνο, του Ρίλκε, στα αγγλικά έχουν μεταφραστεί πλήρως πάνω από 40 (!) φορές, οι δε αγγλόφωνες μελέτες για το έργο είναι πάμπολλες και εκ των ων ουκ άνευ ακόμη και για τους γερμανόγλωσσους κριτικούς. Στην Ελλάδα τα Ελεγεία έχουν μεταφραστεί επίσης επανειλημμένα, πάνω από δέκα φορές, περισσότερες ίσως και από την Έρημη χώρα, και έχουν διαβαστεί κατά κόρον (η μετάφραση του Δικταίου λ.χ. έχει ανατυπωθεί επανειλημμένα).
Παγκοσμίως, ποιητές όπως ο Πεσσόα, ο Νερούδα, ο Μπρεχτ, ο Μαγιακόφσκι, ο Λόρκα κ.ά., και περισσότερο έχουν διαβαστεί και περισσότερο έχουν μεταφραστεί και θαυμαστεί από τον Έλιοτ. Ας δει κανείς λ.χ. την πρωταγωνιστική θέση που ο Χάρολντ Μπλουμ επιφυλάσσει στους δύο πρώτους στον Δυτικό κανόνα του (όπου η Έρημη χώρα μνημονεύεται μονάχα τρεις φορές, κι αυτές παρεμπιπτόντως). Η δημοτικότητα του Ρόμπερτ Φροστ λ.χ. στις ΗΠΑ, η επιρροή του στη λαϊκή κουλτούρα είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερη εκείνης του Έλιοτ. Επειδή όμως όλους αυτούς δεν τους μετέφρασε ο Σεφέρης, φαίνεται ότι η φήμη τους δεν μας κάνει εντύπωση.
Οι πρωτουργοί του αγγλόφωνου μοντερνισμού συχνότατα έγραφαν για να διαβαστούν από τους ειδήμονες, όχι το ευρύτερο κοινό. Τα κείμενά τους είναι κανονικά λουκούλλεια δείπνα για τους γραμματικούς και τους scholars, νέκταρ για τις μέλισσες των κακοφωτισμένων σπουδαστηρίων, πηγή ανεξάντλητης μικρολογίας φιλολογικής.
Αληθεύει ίσως ότι οι παραπάνω ποιητές δεν έχουν σχολιαστεί τόσο πολύ όσο ο Έλιοτ. Πράγμα όμως εύλογο, οι πρωτουργοί του αγγλόφωνου μοντερνισμού συχνότατα έγραφαν για να διαβαστούν από τους ειδήμονες, όχι το ευρύτερο κοινό. Τα κείμενά τους είναι κανονικά λουκούλλεια δείπνα για τους γραμματικούς και τους scholars, νέκταρ για τις μέλισσες των κακοφωτισμένων σπουδαστηρίων, πηγή ανεξάντλητης μικρολογίας φιλολογικής. Πόσοι και πόσοι υποψήφιοι διδάκτορες δεν έβγαλαν τα μάτια τους κυνηγώντας ένα παράθεμα παουντικό, μια ελιοτική επισημειώση, ένα υπονοούμενο τζοϋσιανό. Με την έννοια αυτή, η Έρημη χώρα, παρά τις αναμφίλεκτες αρετές της, εντάσσεται κι αυτή με τη σειρά της σε μια αρχαία παράδοση, στην ουσία σχολαστική και ψευδωνύμως μόνο ανακαινιστική: του αλεξανδρινισμού, της φιλολογικής σκόνης των μετακλασσικών περιόδων.
Κάποιους, στον κλειστό περίβολο των πανεπιστημίων ή στους κόλπους της ποιητικής συντεχνίας, ο φιλολογισμός αυτός δίχως άλλο εξακολουθεί να τους γοητεύει. Ωστόσο –εκατό χρόνια από την ιστορική πρώτη έκδοση, το ερώτημα είναι θεμιτό–, γοητεύει άλλον κανένα;
Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής. Τελευταίο βιβλίο του η συλλογή δοκιμίων «Η πλάνη του Γκαίτε – Για μια κριτική του μεταφραστικού λόγου» (εκδ. Μικρή Άρκτος, 2022).