
Σκέψεις για το σύνηθες φαινόμενο της ταύτισης του αναγνώστη με τον εκάστοτε ήρωα και προτάσεις ευρύτερης αναγνωστικής προσέγγισης με πολλαπλά ευεργετήματα.
Του Φώτη Καραμπεσίνη
Ένα από τα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει ο αναγνώστης κατά τη διάρκεια της αναγνωστικής του πορείας είναι εκείνο του απογαλακτισμού του από την άμεση και απροβλημάτιστη ταύτιση με τον πρωταγωνιστή/ες και τις απόψεις τους (υπάρχει και η ταύτιση με την πλοκή, αλλά είναι δευτερεύον και δεν θα το αναλύσω εδώ). Μιας και θέμα αυτό έχει προφανώς αναλυθεί εκτενώς από μεγίστης τάξεως διανοητές, δεν πρόκειται να πρωτοτυπήσω παραθέτοντας μια νέα παντελώς άγνωστη πτυχή – απλώς θα επιχειρήσω να εκλαϊκεύσω όσο μπορώ.
Παρατηρώ συχνά σε σχόλια, αναρτήσεις και κρίσεις αναγνωστών απαξίωση απέναντι σε χαρακτήρες βιβλίων, η οποία συχνά συνοδεύεται από απόρριψη συνολικά του βιβλίου και υποτιμητικά σχόλια. Η αντίδραση αυτή συγγνωστή μεν, αποτελεί δε δείγμα προσκόλλησης σε ένα πρωτόλειο αναγνωστικό στάδιο όπου το υποκείμενο συλλαμβάνει την αφήγηση επιδερμικά αποκλειστικά μέσω του θυμικού – όπως τα παιδιά που ακούν το παραμύθι ταυτιζόμενα ολοκληρωτικά με τα πάθη και παθήματα του ήρωα, αναμένοντας την παρηγοριά του happy end. Βεβαίως, ο λόγος ύπαρξης του παραμυθιού είναι άλλος και λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο από εκείνον των έργων τέχνης. Ανταποκρίνεται, σε γενικές γραμμές, σ’ ένα συγκεκριμένο στάδιο ηλικιακής ανάπτυξης και ωριμότητας, βασίζεται σε ξεκάθαρους και απόλυτους ηθικούς διαχωρισμούς, εκπαιδεύοντας, ενώ ψυχαγωγεί.
Το πρόβλημα υφίσταται όταν αυτή η διδακτική / μανιχαϊστική διάσταση μεταφέρεται σε μεγαλύτερες ηλικίες, με την προσκόλληση να δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στην κατανόηση, την απόλαυση του κειμένου και, τελικά, στο σημαντικότερο βήμα που είναι η ταύτιση με τον συγγραφέα και το έργο του (προσοχή: όχι τον άνθρωπο και τις ιδέες του). Θα αναρωτηθεί εδώ ο καχύποπτος αναγνώστης, ο οποίος έχει ήδη πιθανώς θιγεί με το γεγονός ότι η ταύτισή του με τα πάθη του ήρωα καταγράφεται ως ανωριμότητα: «Γιατί πειράζει να ταυτιστώ με τον πρωταγωνιστή ή τους ήρωες του βιβλίου;»
Θα αναρωτηθεί εδώ ο καχύποπτος αναγνώστης, ο οποίος έχει ήδη πιθανώς θιγεί με το γεγονός ότι η ταύτισή του με τα πάθη του ήρωα καταγράφεται ως ανωριμότητα: «Γιατί πειράζει να ταυτιστώ με τον πρωταγωνιστή ή τους ήρωες του βιβλίου;»
Μια πρώτη απάντηση είναι απλή: Δεν πειράζει τίποτα και κανέναν, κι όλοι είναι ελεύθεροι να απολαύσουν το βιβλίο τους με τον τρόπο που επιθυμούν, δίχως δασκάλους να τους κουνάνε το χέρι περί του σωστού ή λάθους τρόπου. Θα ήμουν αφελής αν έθετα το θέμα σε τέτοια βάση. Η απάντηση που προτείνω είναι διαφορετική και έχει ως βάση της αυτή καθ’ εαυτήν την απόλαυση. Τι εννοώ: ότι η ταύτιση με τον οραματισμό του συγγραφέα, με τον αφηγηματική του ταυτότητα, με τη μοναδικότητά του, το ιδιαίτερο χρώμα του και τον τρόπο που κατασκευάζει τα μυθιστορήματά του είναι απόλαυση στο δεκαπλό. Είναι απόλαυση που δεν επιμερίζεται αλλά τυλίγει συνολικά το έργο, δεν εξαντλείται σ’ ένα απλό αίσθημα χαρμολύπης σε σχέση με το πάσχον υποκείμενο αλλά εκτείνεται στα πέρατα της μυθοπλαστικής ηπείρου, με μόνο όριο τη φαντασία του αναγνώστη και τις προσλαμβάνουσές του.
Στη λογική αυτή, το έργο τέχνης παραμένει ανεξάντλητο, αναζητώντας κάθε φορά τον ιδανικό του αναγνώστη που καρδιοχτυπά από την μια πλευρά για τη mot juste, ταυτόχρονα με τη διαμόρφωση των χαρακτήρων, πάντα όμως σε σχέση με το σύνολο του έργου στο οποία συναρμόζονται τα επιμέρους. Η αναγνωστική ενηλικίωση είναι τελικά μιας ανώτερης ποιότητας απόλαυση, αφού περικλείει το σύνολο και τα επιμέρους (προφανώς και των χαρακτήρων): την πλοκή σε σχέση με το ύφος στην αλληλοπεριχώρησή τους. Η φόρμα και το περιεχόμενο σε αγαστή συνεργασία εγγυώνται μια οργασμική αλληλουχία, η οποία μπορεί να έρχεται πιο αργά, συχνά με την ολοκλήρωση του βιβλίου, αλλά έχει ένταση και διάρκεια τέτοια που καθιστά οτιδήποτε άλλο αποσπασματικό κι ανολοκλήρωτο.
Η αναγνωστική ενηλικίωση είναι τελικά μιας ανώτερης ποιότητας απόλαυση, αφού περικλείει το σύνολο και τα επιμέρους (προφανώς και των χαρακτήρων): την πλοκή σε σχέση με το ύφος στην αλληλοπεριχώρησή τους.
Να το θέσω πιο απλά: Υπάρχουν αξέχαστοι χαρακτήρες, υπάρχουν αξέχαστες πλοκές, αλλά –το σημαντικότερο– υπάρχουν αξέχαστα βιβλία, τα οποία σίγουρα εμπεριέχουν τα δύο πρώτα στοιχεία. Ο Ahab και η φάλαινα έχουν κατακτήσει την αιωνιότητα ως αναπόσπαστο τμήμα ενός πολυσέλιδου βιβλίου στο οποίο οι παρεκβάσεις είναι η ουσία και τίποτα εξ αυτών δεν θα μπορούσε να αφαιρεθεί δίχως να προκαλέσει ρήγμα στην ενότητα του έργου.
***
Ένα εξασκημένο αναγνωστικό μάτι (χρειάζεται εκπαίδευση, πνευματική εγρήγορση, πειθαρχία και σύστημα) αναγνωρίζει τον συγγραφέα πλέον από το ύφος του, συχνά αδιαφορεί εξαρχής για την πλοκή, και αναζητά στο βιβλίο τα στοιχεία εκείνα που θα τον συνδέσουν με το κείμενο, οπότε στη συνέχεια θα απολαύσει τις υπάρχουσες θεματικές, τον προβληματισμό, τη φιλοσοφία του συγγραφέα. Πρόκειται, για να το θέσω με σύγχρονους όρους, για ένα μπουκέτο εμπειριών και όχι αποκλειστικά για ένα μόνο λουλούδι από τον προσφερόμενο κήπο. Η έκταση της εμπειρίας, η εμβέλειά της είναι ανωτέρας τάξης, καθότι εις βάθος και όχι επιφανειακή.
Ένας επιπρόσθετος λόγος για τον οποίο θεωρώ ότι ο απογαλακτισμός αυτός έχει τη βάση του σ’ αυτό που ο Harold Bloom αποκαλεί «καλλιέργεια της προσωπικής συνείδησης». Πρόκειται για ένα ευκταίο παρεπόμενο της ανάγνωσης, το οποίο βέβαια είναι αρκετά αφηρημένη έννοια μη επιδεχόμενη ακριβούς μέτρησης (πώς καλλιεργείται άραγε ο εαυτός, υπό ποιες προϋποθέσεις;), αλλά σε έναν βαθμό σχετίζεται με την κατανόηση του εαυτού μας και όσων τον ενδιαφέρουν πραγματικά. Εντούτοις, θεωρώ ότι αυτού του είδους η διαδικασία δεν μπορεί παρά να προέλθει από τη συνολική πρόσληψη του έργου τέχνης – κάτι που απαιτεί, για να επανέλθω στα προηγούμενα, από τον αναγνώστη να αποκτήσει ουσιαστική σύνδεση με το αφηγηματικό ύφος του συγγραφέα, τον φακό με τον οποίο φωτίζει την πλοκή, τους χαρακτήρες και τις θεματικές του.
O αναγνώστης αποκτά κάτι παραπάνω από το πρόσκαιρο κέρδος των εγκυκλοπαιδικών γνώσεων που πιθανώς ο συγγραφέας έχει ενσωματώσει στο βιβλίο του και οι οποίες συχνά συγκαλύπτουν τις όποιες υφολογικές ελλείψεις με γερές δόσεις ιστορίας, πολιτικής, εθνογραφίας κ.ο.κ.
Κατ’ αυτή την έννοια, για να το δούμε και ελαφρώς χρησιμοθηρικά, ο αναγνώστης αποκτά κάτι παραπάνω από το πρόσκαιρο κέρδος των εγκυκλοπαιδικών γνώσεων που πιθανώς ο συγγραφέας έχει ενσωματώσει στο βιβλίο του και οι οποίες συχνά συγκαλύπτουν τις όποιες υφολογικές ελλείψεις με γερές δόσεις ιστορίας, πολιτικής, εθνογραφίας κ.ο.κ. Συγκεκριμένα, στέκεται μπροστά στον καθρέφτη που έχει στήσει ο συγγραφέας και παρατηρεί τον εαυτό του μέσα από ένα εντελώς νέο πρίσμα. Το είδωλο που κοιτά είναι, και ταυτόχρονα, δεν είναι ο ίδιος. Η ανθρώπινη ουσία όμως βρίσκεται πάντα εκεί και του γυρίζει θαρρετά και ενίοτε αδιάντροπα το βλέμμα μέσω των χαρακτήρων και της πλοκής. Αλλά για να υπάρξει αυτή η σύνδεση οφείλει να προϋπάρξει ο καθρέφτης του ειδώλου, τουτέστιν το ύφος, ο αφηγηματικός τρόπος του λογοτέχνη. Αλλιώς όσα καθρεφτίζονται εντός θα είναι ξόανα, αναπαραστάσεις ημιζωής, λειψά μετεικάσματα.
Δεν τρέφω την ψευδαίσθηση ότι θα καλύψω το ζήτημα αυτό μέσα σε λίγες παραγράφους και σίγουρα υπάρχουν κενά και ενστάσεις. Μία που θα μπορούσα να διακρίνω άμεσα είναι και η πλέον προφανής: ετούτος ο «ιδεατός αναγνώστης» που περιγράφω δεν μπορεί να αναδειχθεί εν μέσω αναντίστοιχων συγγραφέων και βιβλίων. Συγκεκριμένα, ας το παραδεχτούμε, δεν είναι όλα –ούτε καν τα περισσότερα– λογοτεχνικά έργα τέτοια που να προϋποθέτουν αυτού του είδους την αναγνωστική προσέγγιση. Τουναντίον, η πλειονότητα απαιτεί χοντρικά την άμεση και απρόσκοπτη ταύτιση του αναγνώστη με τον χαρακτήρα/ες του βιβλίου, προκειμένου να συνεχίσει ανεμπόδιστα την ανάγνωση και την ολοκλήρωση του έργου. Σε τελική ανάλυση, για κάθε αντιπαθή χαρακτήρα οφείλει να υπάρχει ένας τουλάχιστον ταυτίσιμος, καθότι αυτού του είδους η λογοτεχνία απεχθάνεται τις γκρίζες ζώνες, τους λοξίες και τις ιδιαιτερότητές τους.
Ο συγγραφέας εκπαιδεύει τον αναγνώστη κι ο αναγνώστης τον συγγραφέα, ανταποδίδοντας βεβαίως και με τις ανάλογες πωλήσεις, σε έναν σφιχτό εναγκαλισμό.
Έτσι καταλήγει να τους αντιπαθεί κι ο αναγνώστης που δεν καταφεύγει στην ανάγνωση παρά μόνο ως αντίδοτο της πεζής καθημερινότητάς του, αποφεύγοντας τις κακοτοπιές και τα δύσβατα μονοπάτια. Ο συγγραφέας εκπαιδεύει τον αναγνώστη κι ο αναγνώστης τον συγγραφέα, ανταποδίδοντας βεβαίως και με τις ανάλογες πωλήσεις, σε έναν σφιχτό εναγκαλισμό. Και για να είμαι δίκαιος, ετούτος ο εναγκαλισμός δεν είναι απαραίτητα κακός, αρκεί να μη γίνεται ανεπίγνωστα αλλά πάντα κοινή συναινέσει.
Ολοκληρώνοντας, να καταθέσω το προφανές: δεν υπάρχει ούτε θα υπάρξει ποτέ ένας ενδεδειγμένος τρόπος ανάγνωσης. Όσο η ανθρωπότητα διαβάζει θα συνεχίσουν να κατατίθενται προτάσεις (όχι νουθεσίες), οι οποίες τελικά αντιπροσωπεύουν τους καταθέτες τους, δίχως να αποτελούν πανάκεια, με μόνη τους ελπίδα και προοπτική να αποτελέσουν έναυσμα σκέψης και διαλόγου.
* Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.