Σε ηλικία 84 ετών, έφυγε από τη ζωή ο δημοσιογράφος, εκδότης και συγγραφέας Κώστας Παπαϊωάννου, εκδότης και διευθυντής επί 26 χρόνια (1979 – 2005) της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Το Ποντίκι».
Των Ελένης Παπαϊωάννου - Κορόβηλα και Κώστα Κατσουλάρη
Αποχαιρετώντας τον «δημόσιο» Κώστα, σεβόμενοι τις τελευταίες του επιθυμίες, συγκεντρώνουμε εδώ λίγα βιογραφικά στοιχεία όπως ακριβώς εκείνος τα ήθελε, καθώς και δυο κείμενά του, αποσπάσματα του βιβλίου που έγραφε το τελευταίο διάστημα για την ιστορία της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα, όπως την έζησε.
Προσθέτουμε όλα τα βιβλία του στα οποία συμπύκνωσε τις προσωπικές δημοσιογραφικές του «εμμονές», τις υποθέσεις που ερεύνησε και πίστεψε και που με την έρευνά του συνεισέφερε στην αποκάλυψη της αλήθειας.
Στο τέλος αυτού του πολύ μικρού αφιερώματος, λίγα λόγια φίλων και συναδέλφων που γράφτηκαν αυτές τις μέρες και θυμίζουν ιστορίες της θρυλικής εποχής του Ποντικιού και περιγράφουν ποιος ήταν ο Κώστας Παπαϊωάννου που, όπως αναφέρει, μεταξύ άλλων, η ΕΣΗΕΑ στην ανακοίνωσή της για τον θάνατό του:
«[...] εργάστηκε σκληρά και έντιμα για μισό αιώνα. Με την παρουσία του και τη δράση του σημάδεψε την ελληνική δημοσιογραφία. Το «Ποντίκι» υπήρξε χώρος ανάδειξης δεκάδων συναδέλφων, που κάτω από την καθοδήγηση και το προσωπικό του παράδειγμα, έκαναν τα πρώτα τους βήματα και στη συνέχεια διακρίθηκαν στον χώρο».
Ένα σύντομο βιογραφικό, όπως (θα) μπορούσε να το είχε γράψει μόνο ο ίδιος...
Σε ηλικία 84 ετών, έφυγε από τη ζωή ο δημοσιογράφος Κώστας Παπαϊωάννου. Εργάστηκε στην «Ακρόπολη» (1956-1974), στα «Νέα» (1974-1987, πολιτικό ρεπορτάζ) και παράλληλα για τρία (3) χρόνια (1975-1978) ως αρχισυντάκτης στο δεκαπενθήμερο περιοδικό «ΑΝΤΙ». Από το 1979 έως το 2005 ήταν εκδότης-διευθυντής της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Το Ποντίκι».
Το 1966 εκλέχθηκε στο ΔΣ της ΕΣΑΤ που έκλεισε η χούντα. Από το 1975 ήταν μέλος στην ΕΣΗΕΑ.
Ανήκε στην Αριστερά και κατά τη δικτατορία εντάχθηκε από την αρχή στο «Πατριωτικό Μέτωπο» (ΠΑΜ). Το φθινόπωρο του 1968 του απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα, τον Δεκέμβριο του 1970 συνελήφθη, κι αν κάτι έχει ενδιαφέρον είναι η δικαστική πορεία της υπόθεσης. Η Γενική Ασφάλεια τον παρέπεμψε στον Έκτακτο Στρατοδικείο των Αθηνών «ως αρχηγό και οδηγό» και προφυλακίστηκε στον Κορυδαλλό. Όταν η υπόθεση πέρασε στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, ακολούθησε νέα ανάκριση, έγινε «απλός συστασιώτης» (ποινή έως 5 χρόνια) και αποφυλακίστηκε. Τελικά, έμεινε στη φυλακή για 19 μήνες.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1938 και μεγάλωσε στη Νέα Σμύρνη, γιος του Νίκου Παπαϊωάννου, Αθηναίου «γκάγκαρου», και της Κωνσταντινοπολίτισσας Αγγελικής Θεωδωρίδη που γνωρίστηκαν προπολεμικά εργαζόμενοι κι οι δυο στο πολυκατάστημα «Σίδνεϋ & Νόελ», εκείνος ως πωλητής και διακοσμητής κι εκείνη ως υπάλληλος λογιστηρίου. Γυμνάσιο πήγε στην Ευαγγελλική Σχολή στη Νέα Σμύρνη, αλλά καθώς ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία το 1955 σε ηλικία 17 ετών, τελείωσε Νυχτερινό.
Ήταν έγγαμος, με την Άννα-Μυροφόρα Ναλπάντη, με μια κόρη, την Ελένη Παπαϊωάννου-Κορόβηλα, σύζυγο Κώστα Κατσουλάρη, και δυο εγγόνια, την Αννούλα και τον Αντώνη. Από το 2005 ζούσε μόνιμα στην Αίγινα.
Κώστας Παπαϊωάννου, τέλη δεκαετίας '70. |
Βασικές αρχές για νέους δημοσιογράφους από κάποιον που ξεκίνησε το 1955
«Κάθε αρχή και δύσκολη» λένε, αλλά για τη δημοσιογραφία, καλό θα είναι ξεκινώντας, να μάθεις γρήγορα τις δύο βασικές αρχές της:
• Η δημοσιογραφία δεν είναι επάγγελμα, είναι λειτούργημα.
• Ο Τύπος είναι η ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΞΟΥΣΙΑ, μετά δηλαδή από τη νομοθετική (που ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας), την εκτελεστική (που ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την κυβέρνηση) και τη δικαστική (που ασκείται από τα δικαστήρια), σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 26).
Και όλοι μας έχουμε διαπιστώσει την έκφραση που παίρνει κάποιος όταν του συστήνουν δημοσιογράφο: δείχνει υπερβολικό ενθουσιασμό και ταυτόχρονα κάνει σα να κουμπώνεται…
Η πρώτη αρχή, ευρύτατα διαδεδομένη, δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί. Θυμάμαι τη μάνα μου, η οποία ως τα τελευταία της, μου έλεγε: «Βρε παιδί μου, ήταν ανάγκη να γίνεις δημοσιογράφος; Δεν μπορούσες να βρεις μια φ υ σ ι ο λ ο γ ι κ ή δουλειά;» Και όλοι μας έχουμε διαπιστώσει την έκφραση που παίρνει κάποιος όταν του συστήνουν δημοσιογράφο: δείχνει υπερβολικό ενθουσιασμό και ταυτόχρονα κάνει σα να κουμπώνεται…
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι:
• Μια εξήγηση είναι ότι η λέξη «λειτούργημα» χρησιμοποιείται «κατ’ ευφημισμόν» - όπως θα μπορούσαμε να πούμε «καλό σπυρί» (αλλά δεν λέμε), ή και τόσα άλλα…
• Μια άλλη, είναι η λέξη να χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από κάποιον «καλό συνάδελφο», που αγνοούσε την ακριβή έννοιά της (πράγμα διόλου απίθανο), άρεσε και καθιερώθηκε.
• Μια τρίτη (και πιο πιθανή) είναι να θεωρείται η δημοσιογραφία λειτούργημα, γιατί αποτελεί ε ξ α ί ρ ε σ η στον κανόνα των άλλων (φυσιολογικών) επαγγελμάτων: όποιο άλλο επάγγελμα κι αν θελήσει να ασκήσει κανείς, κ ά τ ι θα πρέπει να έχει κάνει π ρ ι ν, κάπου να έχει σπουδάσει ή να έχει, έστω, ασκηθεί πρακτικά. Μοναδική εξαίρεση η δημοσιογραφία: όταν πήγαινες να δουλέψεις σε μια εφημερίδα δεν σου ζητούσαν τίποτα, εκτός αν… - ας μην λέμε τα ίδια – που δεν είναι και ευχάριστα…
Σκεφτείτε μόνο τι θα συνέβαινε αν ο Τύπος εκλείψει (όπως κάποιοι θεωρούν ότι επίκειται!) και πρέπει κάποιος (ποιος αλήθεια;) να ελέγχει τις άλλες εξουσίες;
Η δεύτερη αρχή είναι αυταπόδεικτη: ο Τύπος, για την ακρίβεια, δεν είναι «τέταρτη εξουσία», αλλά μια υπερεξουσία που ελέγχει όλες τις άλλες – και συνήθως δεν ελέγχεται… Σκεφτείτε μόνο τι θα συνέβαινε αν ο Τύπος εκλείψει (όπως κάποιοι θεωρούν ότι επίκειται!) και πρέπει κάποιος (ποιος αλήθεια;) να ελέγχει τις άλλες εξουσίες;
Ο Κώστας Παπαϊωάννου στο γραφείο του, Σόλωνος και Μασσαλίας 10. |
Τα εργαλεία του δημοσιογράφου και η κοπτοραπτική
«Ένα από τα πρώτα πράγματα που μάθαινες μπαίνοντας στη δημοσιογραφία ήταν η χρησιμότητα κάποιων πραγμάτων που δεν φανταζόσουνα ως τότε, όπως:
1. Το ψαλίδι και το ξυράφι που αποτελούσαν βασικό εργαλείο του δημοσιογράφου, έτσι ώστε (και επειδή δεν υπήρχε σχολή δημοσιογραφίας) θεωρείτο για χρόνια π ρ ο σ ό ν το να έχεις φοιτήσει, έστω και λίγο (ένας καλός δημοσιογράφος ποτέ δεν κάνει για πολύ καιρό κάτι κυρίως όταν πρόκειται για σπουδές…) στην γνωστή σχολή κοπτικής-ραπτικής του Αμάραντου. (Αργότερα έγινε και το «Χρυσό Ψαλίδι», ακόμα καλύτερο για την εκμάθηση της δημοσιογραφίας στην πράξη…). Με το ψαλίδι ή το ξυράφι έκοβες χαρτιά πάσης φ ύ σ ε ω ς : από ανακοινώσεις υπουργείων, κομμάτων, οργανισμών, μέχρι αποκόμματα εφημερίδων ή περιοδικών και από δελτία πρακτορείων ή της Γενικής Γραμματείας Τύπου (βασική πηγή εφοδιασμού των εφημερίδων για χρόνια) μέχρι ό,τι άλλο χαρτί ερχόταν στην εφημερίδα, αποτελώντας τον κύριο όγκο της ύλης της…
(...) το τρίπτυχο του καλού δημοσιογράφου (κατά το τρίπτυχο του καλού πολίτη: «Πάτρις – Θρησκεία – Οικογένεια») ήταν «Κόβει – Κολλάει – Γράφει», με το γράψιμο τρίτο και τελευταίο στη σειρά...
2. Η κόλλα (κι αργότερα το σελοτέηπ) ήταν το απαραίτητο συμπλήρωμα του ψαλιδιού και του ξυραφιού έτσι ώστε το τρίπτυχο του καλού δημοσιογράφου (κατά το τρίπτυχο του καλού πολίτη: «Πάτρις – Θρησκεία – Οικογένεια») ήταν «Κόβει – Κολλάει – Γράφει», με το γράψιμο τρίτο και τελευταίο στη σειρά: αν δεν ήξερες κοπή, συρραφή και κόλλημα, τι να το κάνεις το γράψιμο; (Πρόλαβα να... κυριαρχεί στα γραφεία των εφημερίδων το μπουκαλάκι με την κόλλα και το πινελάκι σαν απαραίτητο… αξεσουάρ, μαζί με ξυραφάκι σε ειδική θέση, για να μην κόβεσαι. Αργότερα, το ψαλίδι (το οποίο από την αρχή υπήρχε παράλληλα με το ξυράφι) υπερίσχυσε και κατακυρίευσε τα δημοσιογραφικά γραφεία, ενώ η κόλλα παραδόθηκε χωρίς αντίσταση στο σελοτέηπ. Ήξερα έναν συνάδελφο, ο οποίος, όταν του τηλεφωνούσα και τον ρωτούσα «Τι κάνεις;» μου απαντούσε «Άσε με τώρα, κόβω», σε πλήρη αντίθεση με πολλούς συναδέλφους που συνήθως έλεγαν «γράφω» ενώ στην ουσία έκαναν, τις περισσότερες φορές, το ίδιο: κοπτοραπτική…
3. Το καρμπόν! Είναι ένα ακόμα είδος από αυτά που αγνοούσες την χρησιμότητά τους πριν ασχοληθείς με τη δημοσιογραφία, ίσως γιατί, στη δημοσιογραφική γλώσσα, η λέξη έχει διπλή έννοια: σήμαινε αυτό που όλοι ξέρουμε αλλά σήμαινε και τραστ, δηλαδή την συνεργασία των συντακτών οι οποίοι καλύπτουν για όλα τα ΜΜΕ έναν χώρο, παραδείγματος χάριν κάποιο υπουργείο. Και με τις δυο έννοιες το καρμπόν ήταν απαραίτητο για τον δημοσιογράφο, αν ήθελε να πάει μπροστά…
Υπήρχαν τραστ κλειστά ή μισόκλειστα, ανοιχτά ή μισάνοιχτα, ανάλογα όπως το έβλεπε κανείς…
Πολλές φορές κατηγορούμενος μετά από μηνύσεις για δημοσιεύματα του «Π», αλλά ποτέ καμία καταδίκη. |
Τα βιβλία: Υπόθεση Πολκ, Υπόθεση Λαμπράκη, Υπόθεση Παγκρατίδη
Τρεις είναι οι υποθέσεις που απασχόλησαν τον Κώστα Παπαϊωάννου από τα νεανικά του χρόνια μέχρι και πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, όλες συνδεδεμένες με τη Θεσσαλονίκη, κι έχει ασχοληθεί μαζί τους τόσο δημοσιογραφικά όσο και ερευνητικά-συγγραφικά:
Πρώτη, και ίσως για μεγαλύτερο διάστημα και με σταθερότερη προσήλωση από κάθε άλλη, ήταν η περίφημη «Υπόθεση Πολκ», με άλλα λόγια η -ανεξιχνίαστη έως και σήμερα- δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ στη Θεσσαλονίκη, το 1948, λίγο πριν συναντηθεί με τον αρχιστράτηγο του Δημοκρατικού Στρατού Μάρκο Βαφειάδη. Για την Υπόθεση Πολκ ο Κώστας αφιέρωσε εκατοντάδες σελίδες στο Ποντίκι, αλλά και δύο βιβλία. Το πρώτο, του 1993, εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Ποντίκι», με τίτλο Πολιτική δολοφονία: Υπόθεση Τζωρτζ Πολκ - Θεσσαλονίκη '48. Ενώ το δεύτερο, που είναι και το τελευταίο βιβλίο που εξέδωσε, το έγραψε σε συνεργασία με τον δημοσιογράφο Μιχάλη Ιγνατίου, και είχε τίτλο Οι έξι θάνατοι του Τζωρτζ Πολκ (εκδ. Πατάκη, 2018).
Να θυμίσουμε σε αυτό το σημείο ότι για τη δολοφονία του Πολκ είχε κατηγορηθεί και φυλακιστεί, ο (αθώος, κατά κοινή πεποίθηση όλων όσων έχουν ασχοληθεί έστω και λίγο με την υπόθεση) Γρηγόρης Στακτόπουλος, ο οποίος πέθανε το 1998, «αδικαίωτος» όπως λέγεται, γιατί το διαρκές αίτημά του για αναψηλάφηση της υπόθεσης ώστε να καθαρίσει το όνομά του ουδέποτε έγινε δεκτό. Για τους λόγους αυτής της δυσανεξίας της Ελληνικής Δικαιοσύνης παραπέμπουμε στα προαναφερθέντα βιβλία ή σε κάποιο από τα δεκάδες άρθρα του Κ. Παπαϊωάνου για την υπόθεση. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι με τη χήρα του Στακτόπουλου, τη Θεοδώρα Ζησιμοπούλου-Στακτοπούλου, τον Κώστα τον συνέδεε στέρεη φιλία και της στάθηκε μέχρι τον θάνατό της (το 2018) και στον δικό της αγώνα για αναφηλάφηση της υπόθεσης της δολοφονίας Πολκ από την ελληνική δικαιοσύνη - χωρίς αποτέλεσμα.
Δεύτερη υπόθεση που δεν έπαψε ποτέ να τον απασχολεί, να τη συζητάει και να ψάχνει κάθε πτυχή της, ήταν η υπόθεση της στυγερής δολοφονίας του Βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη, το 1963, στη Θεσσαλονίκη. Ο Κώστας Παπαϊωάννου ήταν άλλωστε ο «τέταρτος σωματοφυλακας» (όπως καλά λέει ο δημοσιογράφος Γ. Χατζηδημητρίου σε μια ανάρτησή του), συμπληρώνοντας την περισσότερο γνωστή τριάδα δημοσιογράφων που ερεύνησαν την υπόθεση.
Για την υπόθεση Λαμπράκη έγραψε επίσης δύο βιβλία, το Πολιτική δολοφονία: Υπόθεση Λαμπράκη - Θεσσαλονίκη '63, στις εκδόσεις Ποντίκι, και το Ποιος επιτέλους κυβερνά αυτή τη χώρα; - 1963: Ένα πραξικόπημα που δεν έγινε. Μια πολιτική δολοφονία: του Γρηγόρη Λαμπράκη. Η άνοδος και η πτώση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, (εκδ. Λιβάνη 2013) το οποίο συνέγραψε επίσης με τον Μιχάλη Ιγνατίου.
Τρίτη υπόθεση που τον απασχόλησε, που και πάλι έχει στο κέντρο της μια αμφιλεγόμενη καταδίκη και την εμπλοκή του παρακράτους της Θεσσαλονίκης, αφορά την υπόθεση Παγκρατίδη, ο οποίος φυλακίστηκε ως ο Δράκος του Σέιχ-Σου, και τελικά εκτελέστηκε, το 1968. Για αυτή την υπόθεση ο Κώστας Παπαϊωάννου έχει γράψει «εν θερμώ» (το 1966) το βιβλίο Ο Δράκος του Σέιχ-Σου - Υπόθεσις Παγκρατίδη, το οποίο επανέκδοσε χρόνια αργότερα από τις εκδόσεις «Ποντίκι» με υπότιτλο «Ένας αθώος στο απόσπασμα».
Σε όλες αυτές τις υποθέσεις, και σε άλλα πολλά, που αφορούν αγαπημένες του ιστορικές περιόδους (μεταπολεμικά χρόνια, η εμπλοκή των ξέων δυνάμεων στην ελληνική πολιτική σκηνή, φυγή Καραμανλή στο εξωτερικό, Αποστασία του 1965 κ.ά.) αναφέρεται και στο βιβλίο του Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει... Μια πολιτική ανασκο(λό)πηση της ιστορίας 1944-2007 (εκδ. Καστανιώτη, 2008).
Τέλος, θα ήταν παράλλειψή μας να μην αναφερθούμε στις παρωδιακές μυθιστορίες που έχει γράψει ο Κ. Παπαϊωάννου, όπως για παράδειγμα το Η ιστορία της κυρίας "Ου", που εκδόθηκε το 1983 από τον Καστανιώτη. Σε παρόμοιο ύφος έχει γράψει επίσης τα Δέκα μικροί και μεγάλοι νέγροι, Ιστορία μιας νύχτας ατέλειωτης, Αστυνομική ιστορία, όλα από τις εκδόσεις Το Ποντίκι.
Έγραψαν για τον Κώστα...
Αυτές τις μέρες φίλοι και συνάδελφοι έγραψαν για τον Κώστα πολλά, τιμητικά και συγκινητικά λόγια.
Σταύρος Χριστακόπουλος (από άρθρο του στο Ποντίκι με τίτλο «Αντίο Κώστα»)
«Η δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ το 1948 εν μέσω του Εμφυλίου, η δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς το 1963, η υπόθεση του Αριστείδη Παγκρατίδη, ο οποίος καταδικάστηκε – σε μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες δίκες – σαν ο «δράκος του Σέιχ Σου» το 1968, απασχόλησαν αμέτρητες σελίδες του «Ποντικιού». Και οι τρεις αυτές συγκλονιστικές υποθέσεις έγιναν υπέροχα βιβλία από το χέρι του Κώστα.
Ταυτοχρόνως ασχολιόταν διαρκώς με όλα τα μεγάλα πολιτικά θέματα και γεγονότα που καθόρισαν τη χώρα από το 1940 και ύστερα.
Πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος, μετεμφυλιακή Ελλάδα, ξένη εξάρτηση, παλάτι, Αποστασία, χούντα, Κυπριακό, μεταπολίτευση, η πολιτική ιστορία της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς προσέφεραν μια ανεξάντλητη θεματολογία, την οποία ο Κώστας αποτύπωνε διαρκώς στις σελίδες του «Ποντικιού» προσφέροντας στους αναγνώστες της εφημερίδας ένα εκπληκτικό πανόραμα της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας της χώρας μας.
Μεγάλο μέρος από αυτά τα κείμενα, επιμελημένα και συμπληρωμένα με επιπλέον υλικό, κυκλοφόρησαν σε βιβλία είτε από τον εκδοτικό οίκο του «Ποντικιού» είτε, αργότερα, από άλλους εκδότες.
Σε προσωπικό επίπεδο, όσοι τον ζήσαμε κρατάμε έναν απίστευτο πλούτο αναμνήσεων. Δουλευταράς, ακούραστος, απαιτητικός, επίμονος στα θέματα της δουλειάς. Και ταυτοχρόνως πλακατζής, με ατέλειωτη όρεξη να διηγείται τρομερές ιστορίες με τρόπο τόσο γλαφυρό, ώστε να νομίζεις τελικά ότι κι εσύ, ο ταπεινός ακροατής, τις έχεις ζήσει. Και, κυρίως, φίλος.
Πάνω απ’ όλα όμως ο Κώστας παθιαζόταν με τα πολιτικά πράγματα του παρόντος. Άλλωστε οι δεκαετίες του 1980, του 1990 και του 2000 – έως το 2005, οπότε αποχώρησε για να ζήσει με ηρεμία στην αγαπημένη του Αίγινα και να συνεχίσει τη συγγραφή βιβλίων – κάθε άλλο παρά ήρεμες υπήρξαν.
Η ένταξη στην ΕΟΚ, η άνοδος του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου, το τέλος του «καραμανλισμού», η επάνοδος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στο προσκήνιο, η «εποχή Σημίτη», τα μεγάλα σκάνδαλα αυτών των δεκαετιών, η μόνιμη τουρκική επιθετικότητα, το «Μακεδονικό», οι σκληρές πολιτικές αντιπαραθέσεις αυτών των τριών δεκαετιών προσέφεραν ανεξάντλητη πολιτική και δημοσιογραφική ύλη. Και αποτέλεσαν μια διαρκή κινητήριο δύναμη για έναν δημοσιογράφο με τη φλόγα, το πάθος και το διαμέτρημα του Κώστα. Ενός ανθρώπου που πάντα τιμούσε και κοσμούσε τη δημοσιογραφία.
Σε προσωπικό επίπεδο, όσοι τον ζήσαμε κρατάμε έναν απίστευτο πλούτο αναμνήσεων. Δουλευταράς, ακούραστος, απαιτητικός, επίμονος στα θέματα της δουλειάς. Και ταυτοχρόνως πλακατζής, με ατέλειωτη όρεξη να διηγείται τρομερές ιστορίες με τρόπο τόσο γλαφυρό, ώστε να νομίζεις τελικά ότι κι εσύ, ο ταπεινός ακροατής, τις έχεις ζήσει. Και, κυρίως, φίλος.
Ο Κώστας Παπαϊωάννου ήταν ένας λαμπρός εκπρόσωπος της (και δημοσιογραφικής) γενιάς του. Εκτιμήθηκε και αγαπήθηκε εν ζωή από πλήθος συναδέλφους και πολιτικούς, ανεξαρτήτως ιδεολογίας και πολιτικής ένταξης. Ακόμη και από πολλούς που κάποτε βρέθηκαν στο (δημοσιογραφικό) στόχαστρό του.
Τώρα, που δεν είναι πια μαζί μας, η δημοσιογραφική και συγγραφική κληρονομιά του και η ανάμνηση της φιλίας του θα συντροφεύουν όλους εμάς που είχαμε την τύχη να συνυπάρξουμε μαζί του – ως μαθητές του, ως συνεργάτες του, ως φίλοι του. Και ακόμη περισσότερο όλους όσοι συνειδητοποιούμε πόσα πολλά του χρωστάμε».
Λάμπρος Σταυρόπουλος (από άρθρο του στο Βήμα με τίτλο «Κώστας Παπαϊωάννου: Μια θρυλική μορφή της δημοσιογραφίας»)
«Συνηθίζεται για τους σπουδαίους ανθρώπους που αφήνουν τον μάταιο τούτο κόσμο να λένε ότι αφήνουν πίσω τους δυσαναπλήρωτο κενό. Στην περίπτωση του δημοσιογράφου Κώστα Παπαϊωάννου, εμπνευστή, εκδότη και διευθυντή του Ποντικιού, της εβδομαδιαίας πολιτικής, σατιρικής και αποκαλυπτικής εφημερίδας που έγραψε ιστορία στον χώρο του ελληνικού Τύπου, η φράση αυτή αποκτά το πλήρες νόημά της. Κατά μια έννοια το κενό που θα άφηνε πίσω του ήταν ήδη εμφανές όσο ζούσε και ακατάπαυστα δημιουργούσε, καθώς ο Κώστας Παπαϊωάννου συγκροτούσε ένα μοναδικά χαρισματικό (δημοσιογραφικό) μέγεθος που δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να καλύψει.
Απεχθανόταν τα πολλά λόγια και τις κολακείες, έχαιρε της εκτίμησης και του σεβασμού εχθρών και φίλων, απέφευγε τις δημόσιες σχέσεις και την προβολή, εργασιομανής όσο δεν χωράει ο νους του ανθρώπου, (...)
Το απαράμιλλο χιούμορ, η καυστική και διεισδυτική ματιά στα γεγονότα, η δημοσιογραφική οξυδέρκεια, το πάθος, η ανεξαρτησία και η εντιμότητά του, το συγγραφικό ταλέντο του και η καλλιέργειά του αν και τελείωσε μόνο το γυμνάσιο («κι αυτό με το ζόρι…», όπως συνήθιζε να λέει), τον κατέστησαν μια μορφή ξεχωριστή -σχεδόν θρυλική- στον χώρο και σημείο αναφοράς για πολλούς δημοσιογράφους που είτε συνεργάστηκαν μαζί του είτε προσέτρεχαν σε αυτόν για να ζητήσουν την άποψή του. Απεχθανόταν τα πολλά λόγια και τις κολακείες, έχαιρε της εκτίμησης και του σεβασμού εχθρών και φίλων, απέφευγε τις δημόσιες σχέσεις και την προβολή, εργασιομανής όσο δεν χωράει ο νους του ανθρώπου, ίσως αποτελεί μοναδικό φαινόμενο εκδότη-διευθυντή που δούλευε περισσότερο από τους συντάκτες του, βουτηγμένος στο χαρτοβασίλειό του, γράφοντας ακατάπαυστα –πάντα με το χέρι».
Γιώργος Παπαχρήστος (από τη στήλη του με τίτλο «Στίγμα» στα ΝΕΑ)
«Απώλεια
Στη Ριτσώνα, λογικά, γράφτηκε σήμερα το πρωί, ο επίλογος της ζωής ενός σπουδαίου δημοσιογράφου, από τους σημαντικότερους μεταπολεμικά δημοσιογράφους της χώρας, του Κώστα Παπαϊωάννου. Ο Κώστας, που έδωσε μια άλλη διάσταση στο πολιτικό ρεπορτάζ, είτε ως πολιτικός συντάκτης, είτε ως ο «Μικροπολιτικός» των «ΝΕΩΝ», ήταν ο άνθρωπος πίσω από το «Ποντίκι», το οποίο διηύθυνε ως εκδότης για παραπάνω από 25 χρόνια. Ευφυής ως προσωπικότητα, οξυδερκής ως δημοσιογράφος, με έμφυτο χιούμορ και εκπληκτικές ιστορικές γνώσεις, ο Κώστας Παπαϊωάννου, υπήρξε ένας εξαιρετικός «γραφιάς». Δημοκράτης, προοδευτικός, φανατικά αντιδεξιός και αντι-μητσοτακικός, έγραψε ένα πλήθος βιβλίων για τα σκοτεινά χρόνια της δεξιάς επικυριαρχίας στη χώρα, από τον Εμφύλιο και μετά.
(...) με «εκπαίδευσε», και μαζί με αρκετούς άλλους, στην «τέχνη» τού να λες μόνο όσα πρέπει να πεις, και να υπονοείς περισσότερα από όσα είσαι διατεθειμένος να αποκαλύψεις.
Φίλος και δάσκαλός μου, ο «θείος Κώστας», αποτέλεσε για μένα, ένα μεγάλο κεφάλαιο στην καριέρα μου, καθώς με «εκπαίδευσε», και μαζί με αρκετούς άλλους, στην «τέχνη» τού να λες μόνο όσα πρέπει να πεις, και να υπονοείς περισσότερα από όσα είσαι διατεθειμένος να αποκαλύψεις. Μεγάλη μορφή. Αξεπέραστος. Του χρωστάω...»
Τάκης Καμπύλης (ΚReport με τίτλο «Μια σελίδα του ελληνικού Τύπου»)
Αθήνα 1989. Η πολιτική κρίση του σκανδάλου Κοσκωτά μαινόταν. Νεαρός ρεπόρτερ τότε, είχα μια αιφνιδιαστική προσφορά από μία «πηγή». Ήταν η φωτοτυπία επιταγής της Merrill Lynch από τον Κοσκωτά προς την Δήμητρα Λιάνη, 1 εκατ. δολαρίων (ποσό αστρονομικό για την εποχή). Με παραξένεψε, «γιατί σ’ εμένα;» και μετέφερα τις επιφυλάξεις μου μαζί με τη φωτοτυπία στον διευθυντή μου στα ΝΕΑ, τον Λέοντα Καραπαναγιώτη.
Την επομένη και τη μεθεπομένη η «είδηση» δεν υπήρχε στα «ΝΕΑ». Υπήρχε όμως την μεθεπομένη στο «Ποντίκι» με τίτλο «επιταγές- φέιγ βολάν».
Το «Ποντίκι» συμπλήρωνε τότε τα πρώτα του 10 χρόνια. Χτίστηκε πάνω στην αρχή του Κώστα Παπαϊωάννου ότι «όλα γράφονται» αρκεί να βρεις τον σωστό τρόπο. Συχνά δε με χιούμορ, για να ιντριγκάρει τη τότε σοβαροφάνεια του πολιτικού ρεπορτάζ αλλά και για να μειώσει την απόσταση της πολιτικής με τους αναγνώστες. Να την αφηγηθεί με νέο τρόπο, εύληπτο, αλλά χωρίς εκπτώσεις στην αξιοπιστία του μέσου.
Αρχή και τέλος της εφημερίδας το ρεπορτάζ. Αξιοποίησε το μέχρι τότε απαξιωμένο παραπολιτικό ρεπορτάζ για να αναδείξει τον ρόλο των επιτελείων και των μηχανισμών –οι πόλεμοι του εναντίον της τότε ΚΥΠ έχουν γράψει ιστορία. Όπως και τα φωτομοντάζ του της πρώτης σελίδας που πολλές φορές ακροβατούσαν ανάμεσα στην αισθητική και στο μήνυμα αλλά ουδέποτε ενόχλησαν πραγματικά –είχε πείσει ότι υπήρχε μια αναζήτηση των ορίων στο χιούμορ.
Δεν είναι τυχαίο ότι στα δύο από τα τρία σημαντικά εγχειρήματα στον ελληνικό τύπο των αρχών της Μεταπολίτευσης ήταν το «Αντί» και το «Ποντίκι» όπου μετείχε καθοριστικά ο Κώστας Παπαϊωάννου (το τρίτο ήταν η «Ελευθεροτυπία»). Στο «Αντί» του Χρήστου Παπουτσάκη ως αρχισυντάκτης, αλλά το «Ποντίκι» ήταν το δικό του παιδί.
Ο Παπαϊωάννου έφτιαξε μια εφημερίδα γραμμένη λες από τον ίδιο άνθρωπο (στην αρχή ήταν όντως έτσι) σε γλώσσα απλή, καθημερινή είτε αναφερόταν στα πυρηνικά είτε σε κάποιο σκάνδαλο. Αρχή και τέλος της εφημερίδας το ρεπορτάζ. Αξιοποίησε το μέχρι τότε απαξιωμένο παραπολιτικό ρεπορτάζ για να αναδείξει τον ρόλο των επιτελείων και των μηχανισμών –οι πόλεμοι του εναντίον της τότε ΚΥΠ έχουν γράψει ιστορία. Όπως και τα φωτομοντάζ του της πρώτης σελίδας που πολλές φορές ακροβατούσαν ανάμεσα στην αισθητική και στο μήνυμα αλλά ουδέποτε ενόχλησαν πραγματικά –είχε πείσει ότι υπήρχε μια αναζήτηση των ορίων στο χιούμορ. Το απέδειξε η για χρόνια σταθερότητα της κυκλοφορίας του. Κατάφερε το δυσκολότερο: Να αποκτήσει το τόσο διαφορετικό, φρέσκο, φιλικό, έγκυρο και διεισδυτικό «Ποντίκι» την εμπιστοσύνη, όχι μόνο των αναγνωστών αλλά και του δημοσιογραφικού σιναφιού, το αναμέναμε κάθε Πέμπτη.
«Σ’ αυτές τις δύσκολες εποχές μόνο ο Κώστας θα μπορούσε να κάψει ένα μη-θέμα». Αυτή ήταν, για την ιστορία μας στην αρχή, η απάντηση του Καραπαναγιώτη όταν τον ρώτησα γιατί η «επιταγή» στο «Ποντίκι» κι όχι στα «ΝΕΑ»…
Ο Κώστας Παπαϊωάννου στο γραφείο του «Π», Σόλωνος και Μασσαλίας 10. |
Γιώργος Καραγιάννης (Ημεροδρόμος, άρθρο με τίτλο Αποχαιρετισμός στον Κώστα Παπαϊωάννου)
«Ήμασταν νιοί και γεράσαμε. Κι αν μας ρωτήσεις, τόσα χρόνια μετά, όλους εμάς που μαθητεύσαμε στο μεγάλο σκολειό της «χρυσής εποχής» του «Ποντικιού» θα σου απαντήσουμε: Είμαστε δημοσιογραφικά παιδιά του Κώστα Παπαϊωάννου. Κοντά σ’ αυτόν, στην άλκη της νιότης μας, μάθαμε το μεγαλείο της αληθινής δημοσιογραφίας, το πάθος για την αλήθεια και την ελευθερία της σκέψης και του λόγου. Άνθρωπος βαθειά δημοκράτης, αριστερός, ανήσυχος, δημιουργικός με ένα αστείρευτο χιούμορ έστησε με τους συνεργάτες του το «Ποντίκι» την «πολιτική, σατιρική, αποκαλυπτική» εφημερίδα που όμοιά της δεν υπήρχε ούτε στην Ευρώπη , ούτε στον κόσμο ολόκληρο.
Με την καθοδήγηση του Κώστα το «Ποντίκι» με μια γλώσσα λαϊκή, καυτή, αριστοφανική έλεγε πάντα τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Ήταν μια εφημερίδα αριστερή, δημοκρατική και πατριωτική από την πρώτη μέχρι την τελευταία της σελίδα.
Πολλοί την παρομοίαζαν με την γαλλική «Le Canard enchaine». Όμως δεν ήταν το ίδιο. Η «Le Canard enchaine». Ήταν μεν σατιρική αλλά κυρίως ασχολούνταν με την παραπολιτική. Αντίθετα το «Ποντίκι» συνδύαζε, με μεγάλη επιτυχία, την καυστική σάτιρα με τη «βαριά πολιτική».
Με την καθοδήγηση του Κώστα το «Ποντίκι» με μια γλώσσα λαϊκή, καυτή, αριστοφανική έλεγε πάντα τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Ήταν μια εφημερίδα αριστερή, δημοκρατική και πατριωτική από την πρώτη μέχρι την τελευταία της σελίδα.
Αστείρευτος σε ιστορίες, με το δικό του ξεχωριστό τρόπο μας περιέγραφε διάφορα σπαρταριστά περιστατικά, όπως αυτό με το απολυτήριο του από το Γυμνάσιο που είχε βγει στο όνομα… γυναίκας! Αντί για «Κωνσταντίνος Παπαιωάννου» έγραφε… «Κωνσταντίνα Παπαιωάννου»!
Στα χρόνια της δικτατορίας πήρε μέρος στην Αντίσταση, πιάστηκε και φυλακίστηκε στον Κορυδαλλό. Σεμνός, χωρίς να περηφανεύεται, δεν μιλούσε γι’ αυτά.
Θηρευτής της αλήθειας ο Κώστας επέμενε μέχρι τέλους στην αποκάλυψή της σε μεγάλες υποθέσεις και σκευωρίες, όπως ήταν αυτές της άδικης εκτέλεσης του Αριστείδη Παγκρατίδη και της δολοφονίας του Πολκ που συγκλόνισαν την Ελλάδα.
Στην υπόθεση της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη ήταν μέλος της τετράδας των δημοσιογράφων (κοντά στο Γιάννη Βούλτεψη, το Γιώργο Μπέρτσο και το Γιώργο Ρωμαίο) που αποκάλυψε το έγκλημα του παρακράτους με τη βοήθεια του εισαγγελέα Δελλαπόρτα που τους προμήθευε με τα υλικά της ανάκρισης. Και χωρίς αυτούς η δολοφονία θα είχε περάσει σαν ένα απλό τροχαίο.
Στα χρόνια της δικτατορίας πήρε μέρος στην Αντίσταση, πιάστηκε και φυλακίστηκε στον Κορυδαλλό. Σεμνός, χωρίς να περηφανεύεται, δεν μιλούσε γι’ αυτά. Κι έπρεπε να περάσει καιρός για να μάθουμε εμείς οι νεώτεροι, ακόμη κι αν περνάγαμε δεκάδες ώρες μαζί του καθημερινά, από άλλους γι’ αυτή του τη δράση. Στον Κορυδαλλό τον ξανάκλεισαν στα χρόνια της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, μαζί με άλλους εκδότες και διευθυντές εφημερίδων γιατί έκαναν το έγκλημα να δημοσιεύσουν μια προκήρυξη της «17 Νοέμβρη».
Σε ευχαριστούμε Κώστα για ό,τι μας έδωσες για ό,τι μας έμαθες…
Παιδί δημοσιογραφικό κι εγώ του Κώστα Παπαιωάννου μπήκα μειράκιο στο «Ποντίκι» κι είχα την τύχη, κοντά σ΄αυτόν, να δουλέψω δίπλα στον Άγγελο Στάγκο, τον Κωνσταντίνο Αγγελόπουλο, τον Ερρίκο Μπαρτζινόπουλο, το Ρούσο Βρανά και δεκάδες άλλους πολύ καλούς συναδέλφους, ό,τι καλύτερο υπήρχε στην δημοσιογραφική πιάτσα, που με τίμησαν με τη φιλία τους. Μαζί με τα πρόσωπα γνώρισα και τόπους. Μέχρι και στα οικόπεδα του πατρός Μητσοτάκη στην Αλόννησο έφτασε η χάρη μου, χάρη στον Κώστα.
Και τώρα; Τούτη τη δύσκολη στιγμή το μόνο που μπορώ να πω, το μόνο που μπορούμε να πούμε όσοι τον γνωρίσαμε και δουλέψαμε μαζί του είναι ένα μεγάλο Ευχαριστώ. Σε ευχαριστούμε Κώστα για ό,τι μας έδωσες για ό,τι μας έμαθες…»
Ένα μίνι αφιέρωμα στα σημερινά ΝΕΑ όπου «δύο δημοσιογράφοι -ο Χρήστος Μεσσήνης και η Ρούλα Γεωργακοπούλου- αποχαιρετούν τον πρώην πολιτικό συντάκτη των «ΝΕΩΝ», δημιουργό και διευθυντή της εφημερίδας «Το Ποντίκι», που έφερε τομή στα εκδοτικά ήθη»
Χρήστος Μεσσήνης - Το πιο σπουδαίο παράσημο
«Το «Ποντίκι» του Κώστα Παπαϊωάννου ήταν η μόνη εφημερίδα στην Ελλάδα (και αλλού;) που δεν δημοσίευε κρατικές διαφημίσεις. Το έγραφε άλλωστε στο καρεδάκι της ταυτότητας. Να μην το προσπεράσουμε αυτό.
Η συνήθης κατάσταση σε όλον τον Τύπο διαχρονικά, ήταν να «κυνηγάει» την κρατική διαφήμιση. Από τις διακηρύξεις και τις προκηρύξεις των Δήμων και των Νομαρχιών, μέχρι τις καταχωρίσεις των ΔΕΚΟ και των κρατικών εταιρειών (ΟΠΑΠ λχ). Σίγουρα λεφτά. Και πώς αλλιώς θα επιζούσε μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό; Με τις εισπράξεις από τις πωλήσεις και με τα έσοδα από τις διαφημίσεις. Διαφημίσεις εμπορικές και κρατικές.
Όλα αυτά τα ήξερε ο Κώστας Παπαϊωάννου – και τα αγνόησε. Τα ανέτρεψε [...] Ίσως αυτή η απόφαση και στάση ζωής του Κώστα Παπαϊωάννου, να είναι το σπουδαιότερο παράσημό του – πέρα από τα όσα παράσημα του εναπόθεσαν όσοι τον γνώρισαν και τον αποχαιρέτησαν αυτές τις μέρες».
Μόνο που η φιλοξενία κάποιων τέτοιων διαφημίσεων δημιουργούσε - καμιά φορά - και «υποχρεώσεις». Πώς να κάνεις κριτική στα πεπραγμένα του δείνα οργανισμού και της διοίκησής του, όταν με τα κονδύλια του σου γέμιζε το ταμείο, ώστε να μπορείς να ανταποκρίνεσαι στις υποχρεώσεις σου; Ή πώς να τα βάλεις με τον τάδε υπουργό, όταν με απόφασή του θα επιζούσε ή όχι η εφημερίδα σου; Αν σου διοχέτευε διαφημίσεις (του ΟΤΕ ή της ΔΕΗ λόγου χάριν...) θα μπορούσες να πληρώσεις χαρτί, πιεστήριο, μισθούς… Αν όχι, θα είχες πρόβλημα.
Όλα αυτά τα ήξερα ο Κώστας Παπαϊωάννου – και τα αγνόησε. Τα ανέτρεψε: Με τη συμφωνία και των υπολοίπων της ομάδας του «Ποντικιού»: του Ερρίκου, του Άγγελου, του Κώστα… Έτσι το «Ποντίκι» γεννήθηκε και επέζησε υπερήφανο για 3 σχεδόν δεκαετίες μόνον με τις εισπράξεις από τις πωλήσεις των φύλλων του και μερικές διαφημισούλες από βιβλιοπωλεία και εκδοτικούς οίκους – που δεν πλήρωναν απαραίτητα πάντοτε…
Ίσως αυτή η απόφαση και στάση ζωής του Κώστα Παπαϊωάννου, να είναι το σπουδαιότερο παράσημό του – πέρα από τα όσα παράσημα του εναπόθεσαν όσοι τον γνώρισαν και τον αποχαιρέτησαν αυτές τις μέρες».
Ρούλα Γεωργακοπούλου - Ο άνθρωπος που με εφηύρε
«Μπορείς;» με ρώτησε. «Θα μπορέσω» του απάντησα φωνάζοντας να τ'ακούσω κι εγώ, γιατί στα πιεστήρια της Γερανίου είχε έναν εκκωφαντικό θόρυβο κι έκανε μια κολασμένη ζέστη για τα μέτρα μιας χθεσινής φοιτητριούλας που μέχρι τότε ήξερε να γράφει σε αριστερά έντυπα για την πλάκα της. Έκτοτε πέρασαν τριάντα πέντε χρόνια αδιάλειπτης συνεργασίας, μπορεί και παραπάνω. Η σχέση μου με τον Κώστα Παπαϊωάννου καθόρισε τη ζωή μου, και λίγα λέω. Με έκανε άνθρωπο ή μάλλον άφησε να λειτουργήσουν όσα είχα και δεν το ήξερα. Κοντολογίς με άφησε ελεύθερη, σκανδαλωδώς ελεύθερη, να γράφω ό,τι θέλω, όπως το θέλω και ποτέ δεν μου έβαλε φρένο, ακόμα και τις μια-δυο φορές που τον έφερα σε δύσκολη θέση με τα γραφόμενά μου. «Αχ, τι μου κανες...» μου έλεγε στενοχωρημένος. «Κι εσύ γιατί το δημοσίευσες; Ας το πέταγες» ήταν η δικιά μου θρασύτατη απάντηση.
Εγώ ξέρω μόνον ότι με εφηύρε κι αυτό νομίζω ότι είναι το πρώτο χάρισμα που πρέπει να έχει ένας διεθυντής. Να εφευρίσκει καινούργιους δημοσιογράφους.
Υπάρχουν πολλοί που ξέρουν πολύ περισσσότερα για αυτόν και οι ιστορίες που έχουν να διηγηθούν φτιάχνουν μονοκοντυλιά το πορτρέτο μιας άλλης ρομαντικής πλην ουσιαστικής και μαχητικής δημοσιογραφίας. Εγώ ξέρω μόνον ότι με εφηύρε κι αυτό νομίζω ότι είναι το πρώτο χάρισμα που πρέπει να έχει ένας διεθυντής. Να εφευρίσκει καινούργιους δημοσιογράφους. Γεια κι από μένα, αφεντικό. Θα σου χρωστάω τα πάντα και για πάντα.
Με συντριβή,
Η ποντικίνα των καναλιών»
Στην Εφημερίδα των Συντακτών, ο Νικόλας Βουλέλης έγραψε για τον Κώστα:
«Ήταν ένας πρωτοπόρος δημοσιογράφος. Ξεκίνησε από το δικαστικό ρεπορτάζ, πέρασε στο πολιτικό αλλά ήταν αυτός που εμπνεύστηκε και υλοποίησε το «Ποντίκι», ένα μοναδικό επιτυχημένο εγχείρημα αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας και σάτιρας. Ο Κώστας Παπαϊωάννου ήταν ένας ευθύς, έντιμος και βαθιά συναισθηματικός άνθρωπος με υψηλή αίσθηση του χιούμορ. Είτε στο προαύλιο της φυλακής τον καιρό της χούντας, είτε βυθισμένος στο γραφείο του στη Μασσαλίας, πίσω από βουνά από χειρόγραφα και εφημερίδες, μπορούσε ανά πάσα στιγμή να θυμηθεί και να διηγηθεί σπαρταριστά επεισόδια από την πολιτική ζωή και τον δημοσιογραφικό χώρο. Ο Κώστας ήταν γραφιάς-μαχητής και έδωσε άπειρες μάχες για την ελευθερία του Τύπου -όχι μόνο ενάντια στον περιβόητο «τρομονόμο» το 1991. Το τελευταίο κείμενο με το οποίο τίμησε την εφημερίδα μας ήταν για το βιβλίο του για τη δολοφονία του Πολκ και μέχρι πριν λίγους μήνες τηλεφωνούσε συχνά για να ενημερωθεί για την πορεία της εφημερίδας και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε. Ο Κώστας Παπαϊωάννου συγκαταλέγεται ήδη επάξια στους μεγάλους της ελληνικής δημοσιογραφίας. «Θείο», θα σε θυμόμαστε πάντα!»
Ναταλί Χατζηιωάννου (Εφημερίδα των Συντακτών με τίτλο Ο ξεχωριστός Κώστας Παπαϊωάννου)
«Κώστας Παπαϊωάννου 1938-2022. Πέθανε ένας σπουδαίος άνθρωπος τη δημοσιογραφίας - O δημοσιογράφος που πέτυχε στα μεταπολιτευτικά «καθ' ημάς» τον συνδυασμό του πολιτικού σχολιασμού με τη «στακάτη» σάτιρα, ο άνθρωπος που απενοχοποίησε το χιούμορ ως «εργαλείο» του πολιτικού ρεπορτάζ στην κάλυψη και ανάλυση ενός χώρου που, με εξαίρεση χαρισματικές περιπτώσεις, δεν διακρίνεται ακόμα για το ταλέντο του στο χιούμορ, γενικώς...
Ο Κώστας Παπαϊωάννου, δηλαδή ο «Ποντικάνθρωπος» όπως αποκαλούσαν με τρυφερότητα και θαυμασμό πολλές νεότερες γενιές δημοσιογράφων τον ιδρυτή της σατιρικής εφημερίδας «Το Ποντίκι», πέθανε την Παρασκευή στα 84 χρόνια του. Ο ίδιος είχε ζητήσει να αποτεφρωθεί και ως εκ τούτου η καύση θα πραγματοποιηθεί στη Ριτσώνα».
Γιώργος Χατζηδημητρίου (από το προφίλ του στο fb)
«Δεν ξέρω πως την σβούριξε τότε του Κώστα κι έδωσε μια παραγγελιά στον Κώστα Γιαμπάνη έναν μπαρουτοκαπνισμένο κομμουνιστή ναυτεργάτη, φίλο του από τη Νέα Σμύρνη και Λογιστή της Ποντικίσιας Οικογένειας να κορνιζάρει το πορτραίτο του Άρη. Για την εγκατάσταση δόθηκε μια μικρή μάχη. Κέρδισα στο τέλος, με την συγκατάνευση του Κώστα, να μπει απάνω από το δικό μου γραφείο. Εκεί όπου είναι φωτογραφημένος τώρα. Πήγα ένα βράδυ Σόλωνος και Μασσαλίας 10 όταν το πούλησε με τα κατσαβίδια μου και σήκωσα αυτό το πορτραίτο του Άρη και το' χω σπίτι μην και πέσει σε ξένα χέρια και ξεβίδωσα και το μπρούτζινο σήμα του παληού Ποντικιού μαζί με την πινακίδα "Σίντλερ" που γράφανε εκείνα τα παλιομοδίτικα, παληάς αισθητικής ασανσέρ.
Αυτά είναι το βιός μου από το "Ποντίκι". Γιατί όπως αφόρισε τελεσίδικα το Αφεντικό: "Από την Δημοσιογραφία μάγκα μου, αν την κάνεις έντιμα, δεν πρόκειται ποτέ σου να βγάλεις λεφτά". Από το υπόγειο της "Αλεξανδριανής" για το κατευόδιο ρε Αφεντικό».
Και μετά τον αποχαιρετισμό στη Ριτσώνα, ο Γιώργος Χατζηδημητρίου έγραψε:
«Αποχαιρετισμός
Μαζευτήκαμε αξημέρωτα απ’ όλες τις γειτονιές της Αθήνας κι ανηφορίσαμε αμίλητοι με μια ηθική αποστολή σήμερα πρωί στη Ριτσώνα για να αποχαιρετήσουμε τα μάτια του Δάσκαλου και Φίλου Κώστα Παπαϊωάννου για τελευταία φορά.
Λιγοστοί και αμήχανοι αχθοφόροι μιας λύπης με παλαιά καταγωγή, μοιραστήκαμε το πένθος και μνήμες κοινές από τη ζωή- μια ολόκληρη ζωή!..- με τον Κώστα που σφράγισε τα χρόνια και την επαγγελματική μας μοίρα και που με το φευγιό του, αφήνει πίσω του μια εποχή όπου η Δημοσιογραφία ήταν άσκηση ευθύνης, ατελείωτα ξενύχτια, ρεπορτάζ, αγωνίες, αλλά και οι χαρές της κοινοτικής αλληλεγγύης και της συντροφικότητας που σε έκαναν να λες κάθε Τετάρτη βράδυ που έκλεινε η ύλη και το «Ποντίκι» έπαιρνε τον δρόμο για το τυπογραφείο, «ήμουν κι εγώ εκεί»! Κι ας μην υπήρχε πουθενά η υπογραφή μας. Αρκεί που το γνωρίζαμε εμείς. Σαν μια μυστική και υπερήφανη σέχτα...
Χρόνια μετά και μέχρι και τώρα που σκορπίσαμε –χωρίς να πάψει να μας συνέχει ποτέ η αμοιβαία εκτίμηση και η βαθύτατη έγνοια- και βγάζουμε μεροκάματο σε άλλες εφημερίδες, οι αρχισυντάκτες με ρωτάνε «καλά ρε, αφού το κομμάτι είναι καλό, γιατί δεν το υπογράφεις;». Γιατί έτσι έμαθα και μου ‘χει γίνει βίωμα πια- τι να πω κι εγώ. Άμα δεν το 'χεις ζήσει δεν το καταλαβαίνεις…
Οι ιστορίες που βιώσαμε με τον Κώστα τελειωμό δεν έχουν. Συνεχίζουν τώρα ένα αυτόνομο ταξίδι σε μιαν άχρονη χώρα. Όμως κυρίως, ήταν οι δικές του γλαφυρές αφηγήσεις, ο πυκνός βίος του γεμάτος ιστορικά ορόσημα της νεότερης πολιτικής περιπέτειας του έρημου τόπου που πάντα διανθίζονταν από μερικά σπαρταριστά επεισόδια που ήταν αδύνατον να ξεχάσεις.
Στη δολοφονία του Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη φέρ’ ειπείν- εκείνα τα υποδειγματικά του ρεπορτάζ, δυστυχώς δεν διδάσκονται στις σχολές Δημοσιογραφίας- στέκονται με τον Γιάννη Βούλτεψη βράδυ μπροστά σε ένα φανάρι στην Εγνατίας και περιμένουν να ανάψει πράσινο για να περάσουν απέναντι, όταν αντιλαμβάνονται ότι πίσω τους σε… αδιάκριτη απόσταση τους παρακολουθεί ένας «μυστικός» (τι μυστικός δηλαδή…) αστυνομικός. Ξέρεις Κώστα γυρίζει και του λέει ο Βούλτεψης, πώς καταλαβαίνεις τους Ασφαλίτες; Πώς; Ρωτάει δήθεν αφελώς ο Παπαϊωάννου που έχει μπει με τη μία στο κόλπο. Αν τους πιάσεις τον κώλο τινάζονται απάνω! απαντά ο αθυρόστομος Βούλτεψης τρέποντας σε άτακτη φυγή τον έντρομο μπάτσο!..
Το Αφεντικό, ήταν ορισμός του έντιμου και σεμνού Δημοσιογράφου. Γενναιόδωρος και πάντα ανοιχτόκαρδος και απεριόριστα επιεικής με τους φίλους, απέφευγε όπως ο διάβολος το λιβάνι την πνιγηρή ατμόσφαιρα των δημοσίων σχέσεων και τη λουσάτη κοσμική συνάφεια γιατί ήταν καθαρός και ήθελε να ανασαίνει λεύτερος και χωρίς γελοίες εξαρτήσεις. Οι άκαμπτες αρχές του τον εμπόδισαν να πάρει έστω μια δεκάρα τσακιστή από κρατική και ιδιωτική διαφήμιση, μολονότι τον παρακαλούσαν.
Είχε πάει η ώρα τρεις τα ξημερώματα και βάλε ένα βράδυ σε ένα από κείνα τα μακρόσυρτα ξενύχτια και μας είχε κόψει η πείνα, αλλά, στη Σόλωνος και πέριξ όπου έψαξα, δεν υπήρχε τίποτε ανοιχτό. Αρχίζει να μου λέει μια ιστορία, για να διασκεδάσουμε την κατάστασή μας, τότε που η μάνα του, του πήγε ένα ταψί χορταστικά γεμιστά στις φυλακές Κορυδαλλού. Πότε πήγες φυλακή ρε αφεντικό; Τι έκανες; τον ρωτώ έκπληκτος. Στη Χούντα μου λέει χαμηλόφωνα και με απροσποίητη συστολή, κάθισα δεκαεννιά μήνες όταν με πιάσαν για συμμετοχή στο ΠΑΜ.
Σκέψου τώρα. Ήμουν ήδη δέκα χρόνια εκείνη την περίοδο κοντά του και αγνοούσα αυτήν την σημαντική «λεπτομέρεια» την οποία δεν πρόβαλε ποτέ! Ε, όταν μετά προστέθηκε στην «Ποντικίσια» παρέα κι ο αείμνηστος Ρούσος Βρανάς, άλλος λιγομίλητος αυτός, ακούσαμε συγκλονιστικές και πάντα με μια χιουμοριστική πινελιά στο τέλος, ιστορίες για τον κοινό τους βίο πίσω από τα κάγκελα της Χούντας…
«Ποντίκι» αποκλείεται να ξαναβγεί, έχω πειστεί γι’ αυτό χρόνια τώρα. Κι όχι μόνο γιατί άλλαξαν πλέον δραματικά οι συνθήκες στη Δημοσιογραφία. Το αυθεντικό «Ποντίκι» ήταν ποτισμένο από το ‘Ήθος, την Ανιδιοτέλεια, την Εντιμότητα, το Μεράκι, τη Σεμνότητα και το Πείσμα του Παπαϊωάννου που μας έπεισε με το παράδειγμά του, ώστε οι δημοσιογραφικές εμμονές του, όπως πχ το μένος εναντίον τού, μοιραίου για τη χώρα, πατρός Μητσοτάκη και της Οικογένειας (με την Σικελική έννοια του όρου, όπως επίμονα διευκρίνιζε…) να γίνουν και δικές μας! Πάντοτε όμως με χτυπήματα καθαρά, απάνω από τη μέση! Γι’ αυτό και παρότι απειλούσε, ποτέ δε μας μήνυσε. Έχω κορυφαίο παράδειγμα αλλά, δεν είναι της ώρας…
Έντιμοι Δημοσιογράφοι-και σκοπίμως το «Δ» κεφαλαίο- ασφαλώς υπάρχουν και σήμερα. Το «Ποντίκι» ωστόσο, ως καθολικό έντυπο, ήταν η τελευταία νησίδα εντιμότητας στον ελληνικό Τύπο. Επηρέασε καθοριστικά και διαμόρφωσε νέους κώδικες και άλλαξε την μέχρι τότε αποστειρωμένη γλώσσα του πολιτικού και οικονομικού ρεπορτάζ. Γράφαμε σαν να αφηγούμαστε ιστορίες στις παρέες- ιστορίες, όμως, με αρχή, μέση και τέλος.
Αποχαιρετώντας σήμερα τον Κώστα- αλλά, ποτέ από την μνήμη και την καρδιά μας- είπε δυο λόγια για τους αντιδικτατορικούς του αγώνες, ο (άλλο υπόδειγμα σεμνότητας και αυτός) καρδιακός του φίλος, πρώην Πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Νίκος Κιάος. Και εις το όνομα όλων ημών που εργαστήκαμε και γινήκαμε ό,τι δημοσιογραφικά είμαστε πλάϊ του, ο αγαπητός φίλος και συνάδελφος Γιώργος Καραγιάννης.
Πήγα κι εγώ κι απόθεσα στη σορό του ένα κασκόλ του αγαπημένου του Πανιώνιου και ευχήθηκα μέσα μου: «Καλό Ταξίδι ρε Αφεντικό! Το νόμισμα που θα ζητήσει για να σε περάσει ο βαρκάρης απέναντι, το έχουμε βάλει όλοι μαζί ρεφενέ από την αγάπη μας».
Νανά Νταουντάκη (από το προφίλ της στο fb)
«Έφυγε τώρα και ο Κώστας… Λείπει και ο Γκουϊντο, ο Δήμος, ο Περικλής.. Σε ποιόν να μιλήσεις;
Πώς να γράψεις για το θάνατο ενός ανθρώπου που συνδέεται άρρηκτα με τη ζωή σου; Ώρες τώρα προσπαθώ να συνειδητοποιήσω ότι ο Κώστας Παπαϊωάννου δεν υπάρχει πιά. Κοιτάζω παλιές φωτογραφίες, και έρχονται στο μυαλό μου πολύτιμες στιγμές, τόσο προσωπικές που πονάνε. Και άλλες από δημοσιογραφικούς και πολιτικούς αγώνες. Ανάμεσά τους και εκείνη την υπέροχη φωτογραφία με τον Κώστα και το Γιώργο Βότση, το Γιώργο Καραλή, στα νιάτα τους, να σηκώνουν το χέρι με το σήμα της νίκης σ΄εκείνη τη μεγάλη απεργία.
Πώς να πείς, σε ανθρώπους που πιά νομίζουν ότι δημοσιογραφία είναι το κουτσομπολιό και τα πρωϊνάδικα ότι υπήρξε και μια άλλη γενιά δημοσιογράφων που θα έδινε και τη ζωή της για να αποκαλύψει τι κρύβεται πίσω από το θάνατο του Γρηγόρη Λαμπράκη ή του Πολκ;
Πώς να εξηγήσεις σε συναδέλφους, που θεωρούν φυσικό επακόλουθο να πουλάς τη δουλειά σου ή τον εαυτό σου σε διαφημίσεις, ότι υπήρξαν κάποιοι δημοσιογράφοι, σαν τον Κώστα, που απορρίπτανε διαφημίσεις στην εφημερίδα τους (σ.σ. Ποντίκι) γιατί το θεωρούσαν αντιδεοντολογικό, κι ας είχαν ανάγκη τα έσοδα;
Πώς να πείς σε ανθρώπους που λένε… έχω 5.000 φίλους, ότι υπάρχουν και φίλοι που δεν έχουν καθόλου φμπ, αλλά είναι πάντα κοντά σου σε ό,τι σου συμβαίνει, που μοιράζονται τις όμορφες αλλά και τις δύσκολες στιγμές και δεν σου είπαν ποτέ…δεν μπορώ τώρα, έχω δουλειά;
Πώς να τα πείς όλα αυτά; Και σε ποιους; Λείπει και ο Γκουϊντο να το συζητήσουμε. Λείπει κι ο Περικλής. Λείπει και ο Δήμος. Έφυγε τώρα και ο Κώστας…
Σκέφτεσαι μόνο πόσο τυχερός ήσουν να συναντήσεις, από τα πρώτα νιάτα σου, τέτοιους ανθρώπους μιας προηγούμενης γενιάς που πια τελειώνει».
Ρούλα Γεωργακοπούλου (από το προφίλ της στο fb)
«Πέθανε ο Κώστας Παπαϊωάννου, δημιουργός και ψυχή της (αυθεντικής) εφημερίδας "Το Ποντίκι"
Γειά κι από μένα αφεντικό. Θα σου χρωστάω τα πάντα, για πάντα
Με συντριβή
Η ποντικίνα των καναλιών»
Έλενα Ακρίτα (από το προφίλ της στο fb)
«Πέθανε ο Κώστας Παπαϊωάννου, ο εμπνευστής, δημιουργός και ιστορικός εκδότης της σατιρικής εφημερίδας Το Ποντίκι, ένα έντυπο που γέμισε τα νιάτα μας με φως. Σπάνιος συνάδελφος, κορυφαίος αρθρογράφος του περιοδικού ΑΝΤΙ και αγωνιστής κατά της Χούντας.
Είχα την χαρά να ανήκω στην πρώτη μικρή ομάδα δημοσιογράφων που στήσαμε το Ποντίκι στα πόδια του, δουλεύοντας αμισθί για να στηρίξουμε το όραμα του Παπαιωάννου που έγινε τελικά και δικό μας όραμα.
Κώστα, στη φωτογραφία δεν φαίνονται καθαρά τα μεγάλα μπλε μάτια σου που καθρέφτιζαν την αρχοντιά, την ταπεινότητα και την καλοσύνη της ψυχής σου.
Τιμή μου που δούλεψα δίπλα σου, ‘αφεντικό’.
* Το 1979 ξεκινήσαμε… στην πρώτη εκδοτική ομάδα ήταν ο Ερρίκος ο Μπαρτζινόπουλος, ο Παντελής Τρωγάδης, δεν θυμάμαι και ποιος άλλος. Συντάκτες όλοι αμισθί, ο Κώστας Ρεσβάνης, ίσως ο Νικηφορος Αντωνόπουλος, δεν είμαι σίγουρη, κι άλλοι συνάδελφοι κυρίως από τον ΔΟΛ. Όταν έφυγα εγώ με αντικατέστησε η Ρούλα Γεωργακοπούλου, με την Ποντικίνα των Καναλιών, στήλη με τεράστια επιτυχία…»
Διώνη Δημητριάδου (από το προφίλ της στο fb)
Όσοι τον γνωρίσαμε μέσα από το "Αντί" της μεταπολίτευσης (1975-1978) και κυρίως μέσα από το δικό του "Ποντίκι" τα χρόνια που ήταν υπό τη διεύθυνσή του (1979-2005) αλλά και μέσα από τα πολιτικά του βιβλία, νιώθουμε το κενό που αφήνει. Κι ας μην έγραφε πια. Θέλαμε να ξέρουμε ότι κάπου υπάρχει, σκέφτεται και αντιδρά σε όσα πονούν αυτό τον τόπο. Όπως πάντα. Όπως το 1987, στην απεργία πείνας του Χρήστου Ρούσσου ("Άγγελου", για όσους τον θυμούνται), όταν βρέθηκε να συμπαραστέκεται στα Προπύλαια στην παράλληλη απεργία διανοουμένων (μαζί με τον Γιώργο Βότση και τον "Πάμπλο"-Μιχάλη Ράπτη κ. α.) και κάθε μέρα συνομιλούσε μαζί μας, μεγάλο αριθμό πολιτών που νιώθαμε την αδικία, εστιασμένη στο πρόσωπο του "ανένδοτου" Χρήστου Σαρτζετάκη, τότε Προέδρου της δημοκρατίας, να δώσει χάρη στον ισοβίτη.
Στον παρακάτω σύνδεσμο μπορείτε να διαβάσετε ένα εκτενές αφιέρωμα στον σπουδαίο δημοσιογράφο, ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά πρόσωπα που πέρασαν από τον χώρο του Τύπου.
(παραπομπή σε τούτο εδώ το άρθρο)
Κώστας Ντάλτας (από το προφίλ του στο fb)
«Έφυγε ο ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ δημοσιογράφος Κώστας Παπαϊωάννου.
Τον γνώριζα από ασκούμενος δικηγόρος, είχα παρακολουθήσει πολλές δικές που είχε με το Ποντίκι.
Τα έφερε έτσι η ζωή ώστε νεαρός δικηγόρος Σεπτέμβριο 1991 να είμαι συνήγορος υπεράσπισης του στην δίκη των εκδοτών που είχαν δημοσιεύσει την προκήρυξη της 17 Ν. Αυτό απαγορευόταν από τον πρόσφατως ψηφισθέντα «αντιτρομοκρατικό» νόμο.
Η ιστορική και κοινωνική μήτρα που παράγει τέτοιους ανθρώπους δεν υπάρχει πια. Δεν ξαναβγαίνουν. Βαθιά μόρφωση, απέραντη καλοσύνη, αστείρευτο χιούμορ.
Μετά την καταδικαστική απόφαση -εφτά μηνών -σε σύσκεψη τους αποφάσισαν να μην κάνουν έφεση και έτσι οδηγήθηκαν στον Κορυδαλλό. Είχα την τύχη να τον γνωρίσω καλύτερα αμέσως μετά την λήξη της περιπέτειας αυτής που κράτησε περίπου ένα μήνα.
Στο γραφείο του ήταν στοίβες τα βιβλία, ήταν μεγάλος «βιβλιοφάγος».
Έλα θείο -έτσι τους αποκαλούσε όλους, ανεξαρτήτως ηλικίας- κάτσε να τα πούμε, μου έλεγε.
Η ιστορική και κοινωνική μήτρα που παράγει τέτοιους ανθρώπους δεν υπάρχει πια. Δεν ξαναβγαίνουν. Βαθιά μόρφωση, απέραντη καλοσύνη, αστείρευτο χιούμορ.
Καλό σου ταξίδι θείο...»
Μαργαρίτα Κιάου (από το προφίλ της στο fb)
«Έφυγε χτες, 4 Μαρτίου, ο Κώστας Παπαϊωάννου, πιθανόν ο καλύτερος δημοσιογράφος στην Ελλάδα. Μέχρι τώρα ζούσε στην Αίγινα, χωρίς ίντερνετ, αλλά με εφημερίδες, ραδιόφωνο, τηλεόραση και το τηλέφωνο έψαχνε και έβρισκε τι συμβαίνει στα ενδότερα κάθε πολιτικού γεγονότος. Παλιά σχολή, που έβαζε μέχρι τα 84 του χρόνια τα γυαλιά σε όλους τους νεότερους. Ίδρυσε το "Ποντίκι", ερεύνησε εξωνυχιστικά υποθέσεις, όπως την άδικη εκτέλεση του Αριστείδη Παγκρατίδη (επονομαζόμενος δράκος του Σεϊχ Σου) και της δολοφονίας του Πολκ, ήταν ένας από τους 4 δημοσιογράφους που αποκάλυψαν το ρόλο του παρακράτους στη δολοφονία Λαμπράκη κ.ά.
Φυλακίστηκε στον Κορυδαλλό δυο φορές: μια επί χουντας και μια επί δημοκρατίας. Η δεύτερη, εποχή πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, όταν το "Ποντίκι" δημοσίευσε προκήρυξη της 17Ν. Μαζί καταδικάστηκαν άλλοι 7 διευθυντές και εκδότες εφημερίδων, οι οποίοι δεν υπάκουσαν σε νόμο της τότε κυβέρνησης που απαγόρευε την αναπαραγωγή προκηρύξεων.
Ηταν νονός μου και θα είμαι πάντα περήφανη για αυτόν».
Μιχάλης Ιγνατίου (από τον λογαριασμό του στο twitter)
«Καλό ταξίδι κ. Διευθυντά (που δεν σου άρεσε να στο λέω). Δημοσιογραφάρα, ερευνητής γκράντε, συγγραφέας από τους λίγους. Αγαπημένος γνήσιος φίλος. Και ο Μέντορας.
Έφυγε ο Κώστας Παπαϊωάννου: Iστορικός δημιουργός της σατυρικής εφημερίδας “Το Ποντίκι”».
Μάκης Τριανταφυλλόπουλος (από τον λογαριασμό του στο twitter)
«Ήταν ο πατέρας μου, ο δημοσιογραφικός μου πατέρας. Έφυγε, λένε οι ειδήσεις, αλλά για εμένα και κάποιους που αγάπησε πολύ, ο Κώστας Παπαϊωάννου δεν θα φύγει ποτέ. Ένας ρομαντικός αριστερός, παθιασμένος με την ενημέρωση όπως λίγοι, υπηρέτησε την είδηση και κανέναν άλλο. Καλό ταξίδι, Κώστα».
* Ελένη Παπαϊωάννου - Κορόβηλα, Κώστας Β. Κατσουλάρης.
* Αποχαιρετήσαμε τον Κώστα Παπαϊωάννου σε μια λιτή τελετή στο αποτεφρωτήριο της Ριτσώνας, νωρίς το πρωί της Τρίτης 8 Μαρτίου 2022.