
Πόσες υποσημειώσεις αντέχει ένα ποίημα; Ένα ποίημα του Octavio Paz σε δύο αποδόσεις.
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Πώς μεταφράζει κανείς τα «πράγματα» ενός κειμένου; Τα πρόσωπα και τα γεγονότα εκείνα δηλαδή που, ενώ είναι μεστά βιωμάτων και φόρτισης συγκινησιακής στο πρωτότυπο, στη δική σου τη γλώσσα δεν είναι παρά ψυχικά ουδέτεροι «αστερίσκοι», ψυχρές υποσημειώσεις για τον φιλομαθή;
Πόσες όμως υποσημειώσεις, ρωτούσε ο Τζορτζ Στάινερ στο Μετά τη Βαβέλ, αντέχει ένα ποίημα, ένα διήγημα, ένα δράμα, πόσο υπομνηματισμό μπορεί να σηκώσει η ράχη του χωρίς να βουλιάξει στον άτερπνο σχολαστικισμό και την ακαδημαϊκότητα;
Πότε μας φανερώνεται ο ουσιώδης άνθρωπος, στις ομαλές ή στις ανώμαλες, τις ακραίες και βάρβαρες περιόδους;
Αντί άλλης απάντησης, ένα πείραμα. Ένα ποίημα, φημισμένο, του Οκτάβιο Πας σε δύο αποδόσεις δικές μου. Η πρώτη μεταφράζει τις λέξεις του πρωτοτύπου επακριβώς. Η δεύτερη «μεταφράζει» τα μεξικανικά πρόσωπα και γεγονότα, αναζητά δηλαδή το ισοδύναμό τους στα ελληνικά συμφραζόμενα. Η πρώτη προϋποθέτει αναγνώστη κάπως ενήμερο, ή πρόθυμο να ενημερωθεί, για την νεώτερη ιστορία του Μεξικού. Η δεύτερη την παρατρέχει για να μεταφερθεί όσο μπορεί πιο άμεσα στον υπαρξιακό πυρήνα του αρχικού ποιήματος. Τι έχει στ’ αλήθεια να μας πει άξιο λόγου μια εποχή της ειρήνης και της καλοπέρασης; Μπορεί καν να κατανοήσει τις ακραίες συνθήκες του παρελθόντος; Πότε μας φανερώνεται ο ουσιώδης άνθρωπος, στις ομαλές ή στις ανώμαλες, τις ακραίες και βάρβαρες περιόδους; Και γιατί ακόμη και εμείς οι τυχεροί που δεν ζούμε σε τέτοιες, όταν θέλουμε να μιλήσουμε για την ανθρώπινη περιπέτεια, ανατρέχουμε και πάλι στην αλήθεια τους;
Τι έχει στ’ αλήθεια να μας πει άξιο λόγου μια εποχή της ειρήνης και της καλοπέρασης; Μπορεί καν να κατανοήσει τις ακραίες συνθήκες του παρελθόντος;
Πίσω από το ποίημα του Πας διακρίνει κανείς το αρχαίο παράπονο του Τάκιτου. Στα γραφτά του ο Λατίνος ιστορικός παραπονιόταν για την ισχνή σε γεγονότα εποχή του και ζήλευε τους «περαζούμενους καιρούς» των μεγάλων πολέμων και των κοσμοϊστορικών γεγονότων.
Δεν ήταν όμως προϊόν της ματαιοδοξίας ο φθόνος του, αλλά μάλλον της επίγνωσης. Μία είναι η προϋπόθεση του μεγάλου βιβλίου, έλεγε ο Χέρμαν Μέλβιλ: το μεγάλο θέμα. Προσφέρει τέτοια θέματα στ’ αλήθεια στους καλοζωισμένους συγγραφείς του ο καιρός μας; Κι αν πράγματι προσφέρει, οι ίδιοι, έτσι βιωματικά φτωχοί που είναι, μπορούν στ’ αλήθεια να τα συλλάβουν, μπορούν να εισδύσουν ψυχικά στον πυρήνα τους χωρίς να τα υποβαθμίσουν σε εξωτικό ντεκόρ πρόσφορο μόνο για ναρκωτική χρονοτριβή και ανώδυνη εκτόνωση; Γιατί τι άλλο είναι όλη αυτή η βία που ξεχειλίζει καθημερινά από τις μικρές μας οθόνες; Όλο αυτό το έγκλημα που πλημμυρίζει τις σελίδες των βιβλίων μας;
Μπορεί να υπάρξει καν μεγάλη λογοτεχνία στις μέρες μας; Ή σε εποχές αλεξανδρινές και μανδαρίνικες σαν τη δική μας; Αυτό είναι εντέλει το ερώτημα του Οκτάβιο Πας. Και σαν το αίνιγμα της Σφίγγας μοιάζει να έχει κι αυτό μια μόνο απάντηση.
Κανένα μεταφραστικό τερτίπι δεν μπορεί θεραπεύσει το βιωματικό έλλειμμα. Και καμιά μικρή εποχή δεν μπορεί να διαβάσει στ’ αλήθεια τη μεγάλη λογοτεχνία.
Ξανακοιτάζω τώρα τις μεταφράσεις και μου φαίνονται εξίσου άοπλες. Ναι, οι Μεξικανοί επαναστάτες και ήρωες έχουν το ισοδύναμό τους στην ελληνική ιστορία. Αυτή η τελευταία ωστόσο δεν έχει το ισοδύναμό της στη δική μας εμπειρία. Ο Μιχαλάκης Καραολής και ο Αλέκος Παναγούλης, σήμερα, τώρα, μας είναι απρόσιτοι, μια ξένη γλώσσα ολότελα αμετάφραστη όσο και εκείνη του Πορφίριο και του Ζαπάτα. Κανένα μεταφραστικό τερτίπι δεν μπορεί θεραπεύσει το βιωματικό έλλειμμα. Και καμιά μικρή εποχή δεν μπορεί να διαβάσει στ’ αλήθεια τη μεγάλη λογοτεχνία.
Canción mexicana
Mi abuelo, al tomar el café,
me hablaba de Juárez y de Porfirio,
los zuavos y los plateados.
Y el mantel olía a pólvora.
Mi padre, al tomar la copa,
me hablaba de Zapata y de Villa,
Soto y Gama y los Flores Magón.
Y el mantel olía a pólvora.
Yo me quedo callado:
¿de quién podría hablar?
Μεξικάνικο τραγούδι
Ο παππούς μου, πλάι στο φλυτζάνι του καφέ
μου μίλαγε για τον Χουάρες και για τον Πορφίριο,
για τους Ζουάβους και για τους ληστές.
Και το τραπεζομάντιλο μύριζε μπαρούτι.
Ο πατέρας μου, κει που κατέβαζε κανένα ποτηράκι
μου μίλαγε για τον Ζαπάτα και τον Βίγια,
τον Σότο υ Γάμα και τους Φλόρες Μαγόν.
Και το τραπεζομάντιλο μύριζε μπαρούτι.
Εγώ μένω βουβός:
για ποιον να μιλήσω;
Ελληνικό τραγούδι
Ο παππούς μου, πλάι στο φλυτζάνι του καφέ
μου ’λεγε για τον Βενιζέλο και τον Μεταξά,
για τις ορδές του Χίτλερ και για τους αντάρτες.
Και το τραπεζομάντιλο μύριζε μπαρούτι.
Ο πατέρας μου, κει που κατέβαζε κανένα ποτηράκι
μου ’λεγε για τον Γρίβα και για τον Καραολή,
για τα ΕΑΤ-ΕΣΑ, το «Βέλος» και τον Παναγούλη.
Και το τραπεζομάντιλο μύριζε μπαρούτι.
Εγώ μένω βουβός:
για ποιον να μιλήσω;
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής. Τελευταίο βιβλίο του η συλλογή δοκιμίων «Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση» (εκδ. Μικρή Άρκτος).