Ερωταποκρίσεις από παλαιότερες συνομιλίες και συνεντεύξεις με ποιητές και μεταφραστές.
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Πώς επιλέγουμε τα κείμενα που μεταφράζουμε;
Με ποικίλους τρόπους και για όλους τους δυνατούς λόγους. Επειδή το κείμενο είναι ήδη διάσημο ή επειδή είναι εδώ σε μας άγνωστο· επειδή είναι ευμετάφραστο ή, αντίθετα, εξαιρετικά δύσκολο να αποδοθεί· επειδή μας ταιριάζει ως ύφος ή αντίληψη ή, πολύ σπανιότερα, επειδή ακριβώς είναι στους αντίποδες των δικών μας προτιμήσεων. Συνήθως όμως, κίνητρο μεταφραστικό είναι η φήμη ενός έργου. Και ο ετεροθαλής συνοδοιπόρος της – ο συρμός της κάθε εποχής.
Είναι η μετάφραση άσκηση γραφής ή αισθητικού πάθους;
Στη σοβαρή εργασία αυτά τα δυο, η άσκηση και το πάθος, συμπίπτουν, ταυτίζονται. Και είναι πολύ δύσκολο να τα διακρίνεις ως στάδια χρονικά ή ψυχικά μεταξύ τους. Ιδίως η διαρκής άσκηση δεν πρέπει να υποτιμάται. «Τρώγοντας έρχεται η όρεξη. Γράφοντας έρχεται η έμπνευση», έλεγε ο Παλαμάς. Και μεταφράζοντας, θα προσέθετα.
Εγείρονται ηθικά ερωτήματα στη μετάφραση και ποια;
Με ηθικούς όρους συνηθίζουμε να εκφράζουμε (στην κυριολεξία: να «μεταφράζουμε») τους συσχετισμούς ισχύος που διέπουν μια σχέση. Άρα και τη σχέση μεταξύ πρωτοτύπου και αποδόσεως, μεταφραζόμενου και μεταφράζοντος. Και επειδή αυτή η σχέση δεν είναι σχεδόν ποτέ ισοβαρής, ανακύπτουν ποικίλα ζητήματα, που πρέπει όμως κάθε φορά να τα αντιμετωπίζουμε μεμονωμένα, εξατομικευτικά, κατά τη φύση της εκάστοτε σχέσεως. Δεν έχει νόημα να ρωτάμε γενικώς και αορίστως λ.χ. τι «επιτρέπεται» σ’ έναν μεταφραστή. Δεν επιτρέπονται τα ίδια πράγματα σε όλους, ούτε οι απαγορεύσεις ισχύουν για τους πάντες εξίσου. Άλλα είναι τα κριτήρια για τον μέσο μεταφραστή και άλλα για τον Κώστα Καρυωτάκη ή τον Φρήντριχ Χαίλντερλιν.
Κάποτε ένα αριστούργημα κακοπέφτει μεταφραστικά και συμπαρασύρει στην αφάνεια και τις τύχες του συγγραφέα του σε μια άλλη γλώσσα. Άλλοτε πάλι, ένας εμπνευσμένος μεταφραστής δίνει φτερά σε ένα μέτριο βιβλίο εξασφαλίζοντας στον δημιουργό του αναπάνταχη υποδοχή στην αλλοδαπή.
Συνιστά η μετάφραση και κριτική αποτίμηση του πρωτότυπου έργου;
Μεταφράζω σημαίνει κατ’ αρχάς διαβάζω. Ακόμα κι όταν σκύβω πάνω από κείμενα γραμμένα στη δική μου γλώσσα, στην ουσία τα μεταγλωττίζω: τα μεταφέρω στη προσωπική μου ιδιόλεκτο, τα αρμονίζω με τη σκέψη μου, τα βάζω να αναμετρηθούν με τα δικά μου κριτήρια. Και, εξυπακούεται, τα αξιολογώ. Απ’ αυτή τη σκοπιά κάθε μετάφραση αποτιμά το πρωτότυπο. Αν και όχι πάντα με τον τρόπο που θα θέλαμε ή φανταζόμαστε. Κάποτε ένα αριστούργημα κακοπέφτει μεταφραστικά και συμπαρασύρει στην αφάνεια και τις τύχες του συγγραφέα του σε μια άλλη γλώσσα. Άλλοτε πάλι, ένας εμπνευσμένος μεταφραστής δίνει φτερά σε ένα μέτριο βιβλίο εξασφαλίζοντας στον δημιουργό του αναπάνταχη υποδοχή στην αλλοδαπή. Όμως η «κριτική αποτίμηση» προϋποθέτει κάτι παραπάνω: έγκυρη γνώμη, αντίληψη για την αξία του πρωτότυπου κειμένου σχηματισμένη από πρώτο χέρι, και ικανότητα αυτή την γνώμη να την ενσωματώσει κανείς και στο μετάφρασμα. Κι αυτό σπανίζει.
Ποια είναι γενικά η σημασία της μετάφρασης για τη λογοτεχνία;
Δεν πιστεύω στο ιδεώδες της «παγκόσμιας λογοτεχνίας» του Γκαίτε, μου φαίνεται αίτημα ανεδαφικό, όμως οι μεταφράσεις είναι ό,τι πλησιέστερο διαθέτουμε. Είτε αντανακλώντας το γνώριμο και το οικείο, είτε συστήνοντάς μας το ξένο και το απρόσιτο, μας δείχνουν τα όρια του κόσμου μας. Με την έννοια αυτή, λογοτεχνία χωρίς μεταφραστές είναι όρος οξύμωρος. Ο Δον Κιχώτης του Καρθαίου φέρ’ ειπείν είναι κείμενο της δικής μας γλώσσας, της δικής μας παράδοσης. Ή ο Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας του Νίκου Γκάτσου. Οι μεταφράσεις αυτές άφησαν βαθιά ίχνη στην ελληνική λογοτεχνία, επηρέασαν συγγραφείς, ενέπνευσαν πρωτότυπα έργα. Αυτό κάνουν άλλωστε οι καλές μεταφράσεις. Στέκονται μόνες τους. Όχι μόνο δεν χρησιμεύουν ως αναγνωστικό «βοήθημα» για το πρωτότυπο, αλλά σε κάνουν να ξεχνάς και την ύπαρξή του.
Τι προσφέρει η μετάφραση στον μεταφραστή;
Αυτογνωσία πρωτίστως. Μεταφράζοντας διαπιστώνει κανείς ότι εκφραστικές έξεις, ιδέες, μορφές που τις πιστεύουμε πολύ ελληνικές, είναι στην πραγματικότητα κοινές, κάποτε και δάνειες, ξενόφερτες. Και αντίστροφα, πράγματα που μας φαίνονται καθολικά, αυτονόητα δηλαδή για τους πάντες, μπορεί να είναι πεισματικές ελληνικές ιδιοτροπίες. Το μεταφραστικό πάρε-δώσε σε απαλλάσσει από πολλές αυταπάτες – για τη γλώσσα, την ιστορία, τη λογοτεχνική σου παράδοση. Βέβαια, αν από μέσα σε τρώει το σαράκι της μειονεξίας, αν νιώθεις τον εαυτό σου παρακατιανό, αυτή η επίγνωση μπορεί να σε συντρίψει, να σε κάνει μίμο και πίθηκο – τέτοιο το πνεύμα της Νεωτέρας Ελλάδος εξάλλου. Αν όμως τολμήσεις να παραδεχτείς ότι το Άλλο κείται πέραν, ότι το χάσμα είναι δυσθεώρητο, τότε μπορεί και νά ’ναι σωτήρια.
Το μεταφραστικό πάρε-δώσε σε απαλλάσσει από πολλές αυταπάτες – για τη γλώσσα, την ιστορία, τη λογοτεχνική σου παράδοση. Βέβαια, αν από μέσα σε τρώει το σαράκι της μειονεξίας, αν νιώθεις τον εαυτό σου παρακατιανό, αυτή η επίγνωση μπορεί να σε συντρίψει, να σε κάνει μίμο και πίθηκο.
Συμβάλλει η μετάφραση στην αλληλοκατανόηση των ανθρώπων;
Δεν είναι δουλειά της μετάφρασης, της λογοτεχνίας γενικά, να προάγει την «αλληλοκατανόηση». Αν και όποτε πετυχαίνει πράγματι κάτι τέτοιο, αυτό γίνεται παρεμπιπτόντως και όχι απαραίτητα με τρόπο της αρεσκείας μας. Όμως η λογοτεχνία δεν μας υποδεικνύει μόνο τον δρόμο της προσέγγισης ή της καταλλαγής. Ενίοτε μας δείχνει ότι είναι αδύνατη. Γι’ αυτό και τα μεγάλα λόγια περί μεταφράσεως ως «γέφυρας» και τα συναφή δεν έχουν νόημα. Αν κάτι μπορεί να συνεισφέρει η μετάφραση σήμερα, είναι όχι να μας φέρει στανικώς κοντά με τον Άλλο, αλλά κάτι εντελώς διαφορετικό: να μας πει ποιος ακριβώς είναι. Και, όσο πιο νηφάλια γίνεται, να μας δείξει την απόσταση που αντικειμενικά μας χωρίζει.
Ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες της γερμανικής γλώσσας για τον μεταφραστή;
Η γερμανική γλώσσα είναι ένα καλό παράδειγμα της απόστασης για την οποία μίλησα. Σε αντίθεση με άλλες γλώσσες, τις νεολατινικές λ.χ., είναι για μας ένας άλλος κόσμος. Διαφέρουν όχι μόνον οι εκφραστικοί τρόποι, αλλά και οι βιωματικές παραστάσεις, η υποκείμενη κοσμοεικόνα, η συναισθηματική κλίμακα. Και μάλιστα η διαφορά αυτή τείνει ν’ αυξάνει με την πάροδο των αιώνων, και όχι να μειώνεται – πράγμα που ίσως εξηγεί και τη γενική πορεία των ελληνογερμανικών σχέσεων στα διακόσια χρόνια από το κίνημα του γερμανικού φιλελληνισμού ως την ελληνογερμανική αποξένωση την προηγούμενη δεκαετία. Ο Έλληνας μεταφραστής πρέπει να έχει πάντα προ οφθαλμών αυτή τη ριζική ξενότητα. Και, ειδικά εδώ, να μη διστάζει να απομακρυνθεί από το ξηρό γράμμα αν θέλει να ανασυστήσει τα πρωτότυπα κείμενα με τα δικά του μέσα. Διότι, αντίθετα απ’ ό,τι νομίζεται ίσως, στο πνεύμα ενοικεί η ξενότητα, όχι τόσο στο γράμμα. Είναι του πνεύματος η ακριβής μεταφορά που προέχει.
Κακά τα ψέματα, πρώτης τάξεως συγγραφείς μια γλώσσα, μια λογοτεχνία, έχει συνήθως αρκετούς. Πρώτης τάξεως μεταφραστές έχει λίγους.
Ποια είναι η θέση της λογοτεχνικής μετάφρασης στο εκδοτικό μας τοπίο;
Η λογοτεχνική μετάφραση συνολικά είναι ένα ακόμα πλην στο εμπορικό και πνευματικό μας ισοζύγιο. Γύρω στο 50% της εγχώριας βιβλιοπαραγωγής είναι μεταφράσεις, ποσοστό άγαν υψηλό για μια ώριμη λογοτεχνία. Μέσα σ’ αυτόν τον απρόσωπο όγκο, οι όντως δημιουργικές μεταφράσεις, εκείνες που συνδιαλέγονται ισότιμα με το πρωτότυπο έργο και το προεκτείνουν στα καθ’ ημάς, δεν μπορεί παρά να είναι ευάριθμες. Συν το γεγονός ότι, πνιγμένες μες στον μεταφραστικό πληθωρισμό όπως είναι, σπανίως κερδίζουν την προσοχή που θα τους άξιζε. Κακά τα ψέματα, πρώτης τάξεως συγγραφείς μια γλώσσα, μια λογοτεχνία, έχει συνήθως αρκετούς. Πρώτης τάξεως μεταφραστές έχει λίγους. Οι τεχνοτροπικοί ή ιδεολογικοί συρμοί επιβαρύνουν επιπλέον την κατάσταση. Οι σημερινές ποιητικές μας μεταφράσεις λ.χ. στον μέσο τους όρο είναι πολύ κατώτερες από εκείνες του Μεσοπολέμου. Ιδίως η βεβαιότητα πολλών ότι ο ελεύθερος στίχος μπορεί πράγματι να αποδώσει τον έμμετρο, εντυπωσιάζει. Είναι σαν να λες ότι τα Κάντος του Πάουντ, λ.χ., μπορούν να σταθούν μια χαρά και σε δαντική terza rima.
Μεταφράζεται η ποίηση και πώς; Λέξη προς λέξη ή με την ελεύθερη απόδοση και επομένως τη δημιουργία ενός νέου ποιήματος;
Ασφαλώς και μεταφράζεται η ποίηση! Και μάλιστα, με όλους τους τρόπους. Και κατά λέξιν, verbatim, και μέσω της ανασύστασής της, της «μετενσάρκωσης» που έλεγε ένας Γερμανός σοφός, σε μια άλλη γλώσσα. Για τον πρώτο τρόπο, δόξα τω θεώ, έχουμε τώρα τους αυτόματους ηλεκτρονικούς μεταφραστήρες. Οπότε οι ποιητές μπορούν απερίσπαστοι να καταπιαστούν με τον δεύτερο.
Πώς σταθμίζει ο μεταφραστής τις εναλλακτικές επιλογές που έχει στη διάθεσή του; Υπάρχουν κριτήρια που ακολουθεί;
Η άριστη μετάφραση είναι σαν το άριστο ποίημα. Δεν μπορείς ν' αλλάξεις λέξη. Ιδίως στην ποίηση, αν σκέφτεσαι ακόμη «εναλλακτικές» η δουλειά σου δεν έχει τελειώσει ή δεν είναι τόσο καλή όσο θα μπορούσε. Από εκεί και μετά, το πώς φτάνει ο μεταφραστής να αποδώσει ένα χωρίο έτσι κι όχι αλλιώς, ο ίδιος δεν το γνωρίζει. Για την ακρίβεια, γνωρίζει μόνο εκείνους τους παράγοντες των οποίων έχει επίγνωση και τους οποίους μπορεί να εκλογικεύσει – την μειοψηφία δηλαδή των παραγόντων που παίζουν ρόλο σε μια μετάφραση. Όμως, ακόμη και να τους γνώριζε και να μπορούσε να τους εκλογικεύσει πλήρως, αυτό δεν θα σήμαινε τίποτε για την ποιότητα της δουλειάς του. Διότι αυτή κρίνεται εκάστοτε από τον εκάστοτε αναγνώστη, που με τη σειρά του έχει τους δικούς του εν πολλοίς ανεπίγνωστους λόγους που τον ωθούν προς την αρέσκεια ή την απαρέσκεια. Με άλλα λόγια, σαν τον αρχαίο Διογένη ο μεταφραστής δεν μπορεί να πείσει τον αναγνώστη ότι υπάρχει κίνηση. Μπορεί μόνο να του δείξει – κινούμενος. Και ευελπιστώντας πάντα ότι εκείνος, σε αντίθεση με τον Ζήνωνα, θα είναι σε θέση να το αντιληφθεί.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής. Τελευταίο βιβλίο του η συλλογή δοκιμίων «Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση» (εκδ. Μικρή Άρκτος).
*Ερωταποκρίσεις αποσπασμένες και διασκευασμένες αυθαιρέτως από παλαιότερες συνομιλίες και συνεντεύξεις του γράφοντος με τους Iωσήφ Bεντoύρα, Μαρία Λαμπίρη, Μariο Dοmínguez Parra, Mαρίνα Σπανού και Πέτρο Χαριτάτο. Τους ευχαριστώ και από εδώ για το έναυσμα.