Αναφορά σε δύο βιβλία του Θεσσαλονικιού συγγραφέα, ο οποίος έφυγε από τη ζωή πριν από 14 χρόνια.
Του Παναγιώτη Γούτα
Μια υποτιμημένη, ελαφρώς ξεχασμένη από το πλατύ αναγνωστικό κοινό της χώρας και την κριτική, ωστόσο σημαντική μορφή των γραμμάτων μας, υπήρξε ο Θεσσαλονικιός πεζογράφος και εκδότης Γιώργος Β. Κάτος. Κινούμενος στα χνάρια των βιωματικών λογοτεχνών της «Διαγωνίου», άφησε ως παρακαταθήκη, πέρα από το Λεξικό της Λαϊκής και Περιθωριακής Γλώσσας (ψηφιοποιημένο από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας), που επί 43 χρόνια το ετοίμαζε επισκεπτόμενος όλα τα σημεία της Ελλάδας και συλλέγοντας λήμματα από φράσεις ανθρώπων του περιθωρίου (50.000 λέξεις και 250.000 σημασίες τους) και μια πλειάδα λογοτεχνικών βιβλίων – ωστόσο όχι όλα το ίδιο σημαντικά και πετυχημένα. Η πεζογραφική δύναμη του Κάτου πιστεύω πως εντοπίζεται πρωτίστως στις συλλογές διηγημάτων του (Τα καλά παιδιά και Ιστορίες της νύχτας) και δευτερευόντως στο ενδιαφέρον αφήγημά του Η ορχήστρα της ζωής, όπου καταγράφονται και καταδεικνύονται τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε προς το τέλος της ζωής του. Ας δούμε, κάπως προσεχτικότερα, δύο από τα τρία σημαντικότερα βιβλία του Θεσσαλονικιού συγγραφέα, που έφυγε από τη ζωή πριν από 14 χρόνια· στις 5 Ιουλίου 2007.
Τα καλά παιδιά
Παραλληλίσανε κάποιοι την πεζογραφία του Κάτου μ’ εκείνη του Τσαρλς Μπουκόβσκι, ιδίως για τη συλλογή διηγημάτων του Ιστορίες της νύχτας (Καστανιώτης, 1991). Ωστόσο, βρίσκω πως στην πρώτη συλλογή διηγημάτων του Τα καλά παιδιά (Η μικρή Εγνατία, 1980, Καστανιώτης, 1987), όπου καταγράφεται ο εγκλεισμός του στις Ναυτικές φυλακές της Ψυττάλειας – εκεί όπου στην αρχαιότητα έγινε η φημισμένη και νικηφόρα για τους Έλληνες ναυμαχία της Σαλαμίνας. Στο διήγημα αυτό ο αφηγητής-συγγραφέας προσιδιάζει περισσότερο, όχι σε ήρωα του Μπουκόβσκι αλλά στον ηρωινομανή καθηγητή πανεπιστημίου Ιεζεκιήλ Φάραγκατ, τον έγκλειστο ήρωα του Τζον Τσίβερ στις φυλακές Φάλκονερ, στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αμερικανού συγγραφέα. Όπως και να έχει, η συλλογή Τα καλά παιδιά είναι ο εν Ελλάδι ορισμός της τάσης του «βρόμικου ρεαλισμού». Εγκλεισμός, αντιήρωες, περιθώριο, βωμολοχία και στο τέλος περιπλάνηση, δρόμος, διαδρομή από τον Πειραιά στη Θεσσαλονίκη, μέσα σε μια καρότσα φορτηγού, παρέα με έναν μουσουλμάνο αεροπόρο από την Κομοτηνή, τον Αχμέτ. Και η καταληκτική φράση του βιβλίου αλλά και του ταξιδιού μάς γαληνεύει, επισημοποιώντας παράλληλα το αίσιο τέλος της όλης περιπέτειας του αφηγητή: «Σαλονίκ, καρντάς… καλό πράμα»
Ας δούμε εν συντομία το στόρι των πέντε διηγημάτων της συλλογής:
Στο «Ρε, φίλε» έχουμε την άφιξη και την ανώμαλη προσγείωση του αφηγητή στις Ναυτικές φυλακές της Ψυττάλειας, λόγω παραβατικής συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια της ναυτικής του θητείας. Η καταληκτική φράση «Ρε, φίλε» της ιστορίας, που την είπε ένας συγκρατούμενός του, μου θύμισε τον αναστοχασμό του Χριστιανόπουλου σε ένα ωραίο μικρό του πεζό («Η Μαρία και η Πόπη», Οι ρεμπέτες του ντουνιά, Ιανός, 2004): «… αναγαλλιάζει η καρδιά μου που αξιώθηκα και πρόλαβα τόση ανθρωπιά μες στην παραβαρδάρια πουτανιά».
Στο διήγημα «Τα καλά παιδιά» ο αφηγητής πηγαίνει μετά από οχτώ μήνες φυλακή στη Ναυτική Αστυνομία στον Πειραιά, για ανάκριση. Ο αστυνόμος που τον συνοδεύει, τον αφήνει για λίγο στην Τρούμπα να διασκεδάσει, αλλά ο ήρωάς μας πλακώνεται μ’ έναν τύπο, που εκτιμά τελικώς τον τσαμπουκά του. Ο αφηγητής τηρεί την υπόσχεσή του να επιστρέψει τη συγκεκριμένη ώρα με τον αστυνόμο στην Ψυττάλεια, και δεν δραπετεύει, παρά τις προτροπές και τις εγγυήσεις των ανθρώπων της νύχτας.
Στο διήγημα «Το γράμμα» ο ήρωας-αφηγητής (αντιήρωας, καλύτερα) γράφει στη φυλακή ένα γράμμα εν ονόματι ενός ζόρικου συγκρατούμενού του, του Πατρινού, για να πεισθεί η φιλενάδα του και να γυρίσει πίσω, σ’ εκείνον. Αργκό γλώσσα, χιούμορ, η αξιοπρέπεια των ανθρώπων του περιθωρίου αλλά και η κωμικοτραγική κατάληξη μιας ερωτικής περιπέτειας είναι κάποια από τα στοιχεία που διαρθρώνουν το διήγημα. Ένα διήγημα που μας αφήνει στο τέλος με ένα μειδίαμα ικανοποίησης στα χείλη.
Στο διήγημα «Επιχείρηση καρχαρίας» οι δεσμοφύλακες της Ψυττάλειας ζουν συνεχώς με τον φόβο μήπως δραπετεύσει κάποιος φυλακισμένος, κολυμπώντας στην απέναντι ακτή. Σκαρφίζονται το κόλπο με τον καρχαρία, που, δήθεν, βλέπουν στα νερά. Ένας έγκλειστος Καλύμνιος, που το λέει η καρδιά του, τολμά να κολυμπήσει μέχρι την απέναντι ακτή και να ξαναγυρίσει πίσω, μόνο και μόνο για ν’ αποδείξει την απάτη των δεσμοφυλάκων, και όχι για να δραπετεύσει.
Τέλος, στην «Επιστροφή» ο αφηγητής τελειώνοντας με την περιπετειώδη στρατιωτική του θητεία, που μαζί με τη φυλακή κράτησε πέντε ολόκληρα χρόνια, επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη. Ως νέος Οδυσσέας καταφεύγει στην Ιθάκη του, φιλώντας τα χώματα της Θεσσαλονίκης, συγκινημένος βαθιά που, μετά από τόσες περιπέτειες κι αναποδιές επέστρεψε στην αγαπημένη του πόλη.
Ο Γιώργος Κάτος καλεσμένος στη ραδιοφωνική εκπομπή του Γιάννη Παλαμιώτη «Φανταστικές συνεντεύξεις». Ο Παλαμιώτης έγραφε τα κείμενα της εκπομπής υπό μορφή διαλόγου, αντλώντας στοιχεία από διάφορες πηγές κάθε φορά. Ο καλεσμένος του δάνειζε τη φωνή του στην τιμώμενη προσωπικότητα. Ο Γιώργος Κάτος είχε φέρει εις πέρας τη φανταστική συνέντευξη με τον Ζαν Ζενέ. |
Μια ορχήστρα δίχως σοβαρές παραφωνίες
Το τελευταίο βιβλίο του Γιώργου Κάτου Η ορχήστρα της ζωής, ένα ολιγοσέλιδο βιωματικό αφήγημα, διαβάζεται στον ελάχιστο δυνατό χρόνο, με μια ανάσα. Είναι το δεύτερο βιβλίο του, που εκδόθηκε μέσα στο 2004 από τις εκδόσεις Εγνατία οδός. Πολύ πιο πλήρες, σοβαρό και ευθύβολο από το αμέσως προηγούμενό του, Η μοιραία γυναίκα στη ζωή του κυρίου Ιωάννη (Εγνατία οδός, 2004), στο οποίο τα κλισαρισμένα προσωπεία του μύθου σε συνδυασμό με τα κοινότοπα λεκτικά μοτίβα (διάλογοι που παραπέμπουν σε τηλεσειρές απογευματινής ζώνης, ευρείας κατανάλωσης) προκαλούν αμηχανία στον αναγνώστη αδικώντας παράλληλα και τον συγγραφέα, που εκβίασε κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα best seller.
Η ορχήστρα της ζωής είναι ένα ολοζώντανο, άμεσο και ζεστό αφήγημα, που στο τέλος εξακτινώνεται σε ποιητικές σφαίρες και στο οποίο ο Κάτος περιγράφει τα πολλαπλά και επίπονα προβλήματα υγείας που τον ταλάνισαν επί μια πενταετία. Προβλήματα σοβαρά που τον εξουθένωσαν, όμως δεν τον κατέβαλαν. Αιματουρίες, βαριάς μορφής πνευμονικό φύσημα, ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, όγκος στις φωνητικές χορδές, θήλωμα στην κύστη, λιπώματα στο κορμί του. Μπαινοβγαίνει κάθε τόσο στα νοσοκομεία, η ζωή του μπαίνει σε κίνδυνο, φτάνει στα όριά του, έχει όμως συμπαραστάτη και βοηθό τον φιλότιμο και πονετικό φίλο του, τον Περικλή –πρόκειται για τον γνωστό συγγραφέα, κριτικό και καρδιολόγο της πόλης μας, τον Περικλή Σφυρίδη, στον οποίον και αφιερώνεται το βιβλίο– κι εντέλει γλιτώνει τα χειρότερα. Ψυχολογικό ράκος όμως ο ίδιος, βολοδέρνοντας ένα βράδυ στην παραλία της Θεσσαλονίκης κι έχοντας κατά νου ακόμα και την αυτοκτονία, ανταμώνει έναν παλιό του φίλο, με τον οποίον βολτάρουν μέχρι τον Ιστιοπλοϊκό Όμιλο. Εκεί, εντελώς τυχαία, πέφτουν πάνω σ’ ένα γλέντι ηλικιωμένων ατόμων από ΚΑΠΗ της πόλης, που παρά την ηλικία τους και τα προβλήματά τους, το ρίχνουν έξω. Ο αφηγητής «μπερδεύεται» μαζί τους, ενδίδει στο ξεφάντωμα, χορεύει στον ρυθμό τραγουδιών της παλιάς εποχής που έχουν ξεχαστεί (απορεί κανείς από πού τα αποθησαύρισε), ξεδίνει, παίρνει κουράγιο κι ανακαλύπτει, πάνω στην πίστα, την ομορφιά της ζωής.
Ο Γιώργος Κάτος γεννήθηκε το 1943 στη Θεσσαλονίκη. Από το 1965 έως το 1976 διηύθυνε το βιβλιοπωλείο «Η γωνιά του βιβλίου». Από το 1976 μέχρι το 1996 ήταν εκδότης του λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού περιοδικού «Το τραμ» (από το 1987 και διευθυντής του). Από το 1987 έως το 1995 υπήρξε επίσης εκδότης και διευθυντής της σειράς μικρών βιβλίων «Τα τραμάκια». Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1965 με το μυθιστόρημα Οι μικροί μας άγγελοι και ακολούθησαν τα εξής βιβλία : Η επιστροφή του Κάιν (μυθιστόρημα, 1966), Άπνοια (μυθιστόρημα, 1970), Η βασιλεία των κατσαρίδων (μυθιστόρημα, 1973), Τα καλά παιδιά (διηγήματα, 1980), Η αγία αλητεία (μυθιστόρημα, 1988), Ιστορίες της νύχτας (διηγήματα, 1991), Το παράπονο του Οδυσσέα (μυθιστόρημα, 1996). Εκτός από το «Τραμ» υπήρξε τακτικός συνεργάτης του περιοδικού «Παραφυάδα». Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά και στα αγγλικά. Στην εικόνα επάνω: Το πρώτο τεύχος του περιοδικού «Τραμ» με διευθυντή τον Γιώργο Κάτο. |
Ο Γιώργος Κάτος έχει ρωμαλέα γραφή. Γράφει ντόμπρα και μπεσαλήδικα όπως ντόμπρος και μπεσαλής τύπος υπήρξε κι ο ίδιος. Μπορεί να μην τον διακρίνει κάποιο ιδιαίτερα οξυμένο γλωσσικό αισθητήριο, η θεματολογία κι η τεχνική του μπορεί να μην είναι πολυσύνθετη και πρωτοποριακή, όμως το γράψιμό του είναι αληθινό, πείθει και γοητεύει. Ακόμα και η κάποια εφηβικού τύπου επιπολαιότητα στην απόδοση κάποιων σκέψεων ή η εμμονή του σε φράσεις που φαντάζουν κάπως ντεμοντέ ακόμη και για την εποχή που γραφόταν το βιβλίο – «Τερέζες», «Τρεχαγυρευόπουλος», «καρντάσης», το «ου μπλέξεις» ως ενδεκάτη εντολή κ.τ.λ.– δεν αδυνατίζουν το σύνολο αλλά το καθιστούν γοητευτικό. Επίσης, ωραία η έμμεση κριτική του στο Εθνικό Σύστημα Υγείας της εποχής, το γεμάτο κατσαρίδες, ράντζα και περιττώματα στους διαδρόμους των δημόσιων νοσοκομείων της χώρας, ενώ στις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου συγκαταλέγονται και εκείνες που παραλληλίζουν τη μοναξιά του έγκλειστου στη φυλακή με εκείνη του νοσηλευόμενου σε νοσοκομείο.
Ο Κάτος, με τα βιβλία του, όρθωσε το ανάστημά του στους συντηρητικούς κύκλους αυτής της πόλης, στον καθωσπρεπισμό και στην ηθικολογία.
Το αφήγημα Η ορχήστρα της ζωής διαβάζεται στον ελάχιστο δυνατό χρόνο. Το συγκαταλέγω στις καλύτερες στιγμές του Θεσσαλονικιού πεζογράφου. Σαν γερές τζούρες τσιγάρου ή αλκοόλ ρούφηξα, σε μια δεύτερη, προσεχτικότερη ανάγνωση, τις μεγάλες προτάσεις του αφηγήματος, ωστόσο τόσο περίτεχνες, μεστές νοημάτων και –κάποιες φορές– ποιητικές. Ο Κάτος, όταν καταπιανόταν με τη φυλακή, τον στρατό, τον έρωτα, τη ζωή και τον θάνατο βρισκόταν στις καλύτερες στιγμές του. Και, πάνω απ’ όλα, ήταν αυθεντικός.
Συνοψίζοντας
Όλα τα βιβλία του Κάτου –πρωτίστως αυτά που προανέφερα– αναδίδουν γνήσια λαϊκότητα, ευθύτητα, αμεσότητα, ανθρωπιά και αξιοπρέπεια. Ο συγγραφέας βρίσκει ποίηση και ουσία στους απλούς, αχάλαστους ανθρώπους του καιρού του, ακόμη κι αν αυτοί είναι παραβατικοί ή έγκλειστοι για παραπτώματα. Ο Κάτος, με τα βιβλία του, όρθωσε το ανάστημά του στους συντηρητικούς κύκλους αυτής της πόλης, στον καθωσπρεπισμό και στην ηθικολογία. Είναι, το λιγότερο, ανεξήγητη η μη αναφορά του ονόματός του από κριτικούς και γραμματολόγους σε συνοπτικούς τόμους και πανοραμικές αποτυπώσεις δεκαετιών αναφορικά με τη νεοελληνική λογοτεχνία.
Και κάτι τελευταίο: Η παντελής έλλειψη πληροφόρησης από το διαδίκτυο για την αποδημία του Γιώργου Κάτου (εκλείπει το συμβάν από Βικιπαίδεια, βιογραφικό Βιβλιονέτ, βιογραφικά ιστοσελίδων βιβλιοπωλείων ή εκδοτικών οίκων κτλ.) και η ύπαρξη μόνο της ημερομηνίας γέννησής του μας κάνουν να αισθανόμαστε τον Γιώργο ζωντανό, ανάμεσά μας, να πίνει τα ποτά του στ’ αγαπημένα μπαράκια της Θεσσαλονίκης, σημειώνοντας λήμματα της αργκό πάνω σε ατέλειωτες κούτες από τσιγάρα «Δελφοί», που μανιωδώς κάπνιζε στην επίγεια ζωή του.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων «Η εγγύτητα των πραγμάτων», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νησίδες.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Το ’χα διαβάσει πάρα πολλές φορές γι’ αυτούς που γονάτιζαν και φιλούσαν το χώμα, γι’ αυτούς που πέθαιναν σαν το σκυλί του Δυσσέα, γιατί δεν έχει σημασία ποιος έρχεται και ποιος περιμένει, και κει μέσα στη Λαχαναγορά, μπροστά σε κόσμο που μπορούσε να καταλάβει και σ’ άλλους που μπορούσαν να κοροϊδέψουν, έπεσα στα γόνατα και τη φίλησα, πάνω σε φτυσιές και κάτουρα σκυλιών, πάνω σε λεμονόκουπες και λιωμένα αποτσίγαρα τη φίλησα την αγάπη μου κι ύστερα σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά στον ουρανό κι έκανα πάλι μετάνοια και την ξαναφίλησα κι έμειναν όλοι βουβοί και κείνοι που μπορούσαν να καταλάβουν και κείνοι που μπορούσαν να κοροϊδέψουν, ήρθαν και με σήκωσαν απ’ τις μασχάλες, μ’ έβαλαν να κάτσω σε μια καρέκλα και μου ’φεραν νερό να πιω, κάποιος έβρεξε την παλάμη του και την πέρασε αργά πάνω στο πρόσωπό μου, κάποιος άλλος με τον ίδιο τρόπο μ’ έβρεξε τα μαλλιά… ξευτιλίστηκαν οι τιμές στη Λαχαναγορά, δε νοιάζονταν κανείς για την πραμάτεια».
Τα καλά παιδιά
«Επιστροφή» (σελ. 102-103)