Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τον κόσμο. Απειλεί τη δημοκρατία, την πολιτική σταθερότητα, την κοινωνική ειρήνη, την οικονομική ευημερία. Είναι το φάντασμα του λαϊκισμού… Ποτέ μέχρι τα τελευταία χρόνια διεθνώς οι αναφορές στο φαινόμενο αυτό δεν ήταν τόσο πυκνές κι ο τόνος ανησυχίας που τις συνόδευε τόσο οξύς. Τι είναι όμως στ’ αλήθεια ο λαϊκισμός; Συχνά εμφανίζεται λίγο-πολύ ως η αιτία όλων των δεινών. Σκεφτείτε ένα πολιτικό πρόβλημα. Δεν μπορεί, κάποιοι λαϊκιστές το έχουν προκαλέσει ή έστω, εμποδίζουν την επίλυσή του. Είναι αναντίλεκτο, λοιπόν, ότι στην κοινή χρήση της η λέξη χρησιμοποιείται συχνά ως πολεμική έννοια (προκειμένου να κακολογηθούν οι πολιτικοί αντίπαλοι ή και να απαξιωθούν αιτήματα φιλολαϊκής πολιτικής) ενώ ταυτόχρονα παρατηρούνται τάσεις υπερδιαστολής της (όμως αν «εξηγεί» τα πάντα τότε δεν εξηγεί τίποτα).
Του Σωτήρη Βανδώρου
Εάν κάπως έτσι κλείνει η συζήτηση στο επίπεδο της ζώσας πολιτικής πραγματικότητας για όσους απορρίπτουν την έννοια του λαϊκισμού ως περίπου άνευ νοήματος, εδώ ακριβώς ανοίγει η σύγχρονη επιστημονική συζήτηση κι έρευνα· αναγνωρίζοντας, δηλαδή, στην ίδια της την αφετηρία τις δυσκολίες προσδιορισμού της, καθώς επιπλέον και την ασυμφωνία μεταξύ των μελετητών γύρω από βασικά ζητήματα που συνάπτονται με αυτήν. Για να βάλουμε τα πράγματα σε μια τάξη διαθέτουμε εδώ και λίγο καιρό και στα ελληνικά δυο πολύ καλά βιβλία αναφοράς από τρεις από τους πλέον αναγνωρισμένους διεθνώς μελετητές του φαινομένου τα οποία διαβάζονται αλληλοσυμπληρωματικά. Οι Μούντε και Καλτβάσερ (Λαϊκισμός, εκδ. Επίκεντρο) μας παρέχουν μια αδρή χαρτογράφηση της έννοιας, τα ποικίλα φαινόμενα με τα οποία έχει συνδεθεί ιστορικά, τις διαφορετικές μεθοδολογικές κι εννοιολογικές προσεγγίσεις, τις αιτίες και τις συνέπειες του λαϊκισμού, ενώ αφιερώνουν ξεχωριστά κεφάλαια σε ορισμένες όψεις του, όπως η χαρισματική ηγεσία. Ο Μιούλερ (Τι είναι λαϊκισμός;, εκδ. Πόλις) προβαίνει κι εκείνος σε ένα εννοιολογικό ξεκαθάρισμα που διαλύει τη σύγχυση όσον αφορά περιεχόμενα του λαϊκισμού που λανθασμένα του αποδίδονται σε συνομιλία με τη σύγχρονη διεθνή βιβλιογραφία. Όμως δεν προσφέρει μια πανοραμική εικόνα, θέλοντας να παρουσιάσει τη δική του ερμηνεία η οποία συνοδεύεται από μια ισχυρή κανονιστική διάσταση.
Για να βάλουμε τα πράγματα σε μια τάξη διαθέτουμε εδώ και λίγο καιρό και στα ελληνικά δυο πολύ καλά βιβλία αναφοράς από τρεις από τους πλέον αναγνωρισμένους διεθνώς μελετητές του φαινομένου τα οποία διαβάζονται αλληλοσυμπληρωματικά.
Το σημείο εστίασης και των δυο βιβλίων είναι η σχέση του λαϊκισμού με τη δημοκρατία. Εν ολίγοις ομονοούν ως προς την περιπλοκότητα και τα διφορούμενα που αυτή η σχέση παράγει. Ο λαϊκισμός παρουσιάζεται ως η «σκιά» της δημοκρατίας. Οι Μούντε και Καλτβάσερ ταξινομούν περιπτώσεις που πότε βλάπτει, πότε μπορεί υπό προϋποθέσεις να ωφελήσει τη δημοκρατία (αντλώντας από άλλο συλλογικό έργο με εμπειρικές μελέτες περίπτωσης του οποίου είναι επιμελητές). Ο Μιούλερ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εν τέλει αναπόφευκτα τη στρεβλώνει και την προσβάλλει. Εξ ου κι ενσωματώνει κι ένα πολλά υποσχόμενο, αν και όχι τόσο ευρηματικό, κεφάλαιο περί της αντιμετώπισης των λαϊκιστών (πάντα από τη σκοπιά της υπεράσπισης της δημοκρατίας).
Ας το ξαναπούμε. Δεν χωρά αμφιβολία ότι πρόκειται για διαμφισβητούμενη και επίμαχη έννοια και για την ακαδημαϊκή έρευνα, κάτι που σχετίζεται, πρώτα από όλα, με τον προσδιορισμό της εμβέλειάς της. Ας πούμε, εάν λαϊκιστές είναι ο Νικολάς Μαδούρο ως ανάδοχος και συνεχιστής της πολιτικής «κληρονομιάς» του Ούγκο Τσάβες, καθώς και άλλοι λατινοαμερικανοί ηγέτες όπως ο Έβο Μοράλες της Βολιβίας, αλλά εξίσου ο Ντόναλντ Τραμπ, εάν περνώντας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ως λαϊκιστές παρουσιάζονται οι καταχωρημένοι στην Άκρα Δεξιά Μαρίν Λεπέν και Γκέερτ Βίλντερς, αλλά και οι καταχωρημένοι στη ριζοσπαστική Αριστερά Αλέξης Τσίπρας και Πάμπλο Ιγκλέσιας των Podemos, επίσης, όμως, και ο Μπέπε Γκρίλο του Κινήματος των Πέντε Αστέρων η κατάταξη του οποίου στον παραδοσιακό άξονα Αριστεράς-Δεξιάς είναι πιο δυσχερής, τότε πράγματι είμαστε γεμάτοι απορίες. Τι ακριβώς συνδέει πολιτικούς τόσο διαφορετικών πολιτικών σε τόσο διαφορετικά πολιτικά συστήματα και πολιτικές κουλτούρες; Και τι αναλυτική αξία έχει, τέλος πάντων, αυτή η έννοια;
Έμφαση και στα δυο βιβλία δίνεται ακριβώς στη διάσταση του λόγου (discourse) του λαϊκισμού, κι αυτό δεν σημαίνει απλώς το στυλ εκφοράς του. Σημαίνει ότι συνδέεται με κοινωνικές πρακτικές που συνάπτονται με τη συγκρότηση συλλογικών ταυτοτήτων και την παραγωγή νοήματος.
Παρά τις ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των μελετητών, ταυτόχρονα υφίσταται μια ευρεία συμφωνία ως προς τα ελάχιστα κριτήρια προσδιορισμού του λαϊκισμού την οποία μπορούμε να συνοψίσουμε στη γενική της διατύπωση ως ακολούθως. Συγκροτείται γύρω από μια κατανόηση (και πρακτική) της πολιτικής ως της σύγκρουσης μεταξύ (α) του «λαού» ο οποίος νοείται ως αγαθό (αγνό) πολιτικό υποκείμενο (με έμφαση στα ενοποιητικά και ομογενοποιητικά χαρακτηριστικά των μελών του και υποβάθμιση των εσωτερικών του διαφοροποιήσεων) και (β) των διεφθαρμένων και συμφεροντολογικών ελίτ (ή/και του «κατεστημένου», των «από πάνω», της «ολιγαρχίας») που τον καταδυναστεύουν. (γ) Αυτή η αντιπαράθεση έχει μανιχαϊκή διάσταση επιτελώντας και μια λειτουργία απλοποίησης, έτσι ώστε ο λαϊκιστικός λόγος να κινητοποιεί στο όνομα του λαού/της λαϊκής κυριαρχίας/της δημοκρατίας/της γενικής θέλησης τα άτομα υπέρ των σκοπών που προτάσσει κι εγκαλώντας τα να λάβουν θέση: μέλος του λαού (ή υπέρ του λαού) ή εχθρός του, αποκλείοντας το συμβιβασμό και την υποχώρηση ως ηθικά ανεπίτρεπτες επιλογές και ταξινομώντας τα πάντα από τη μία ή την άλλη πλευρά της διχοτομίας (ώστε οτιδήποτε περίπλοκο ή αντιφατικό να ανάγεται σε ένα απλουστευτικό σχήμα με θετικό ή αρνητικό πρόσημο).
Έμφαση και στα δυο βιβλία δίνεται ακριβώς στη διάσταση του λόγου (discourse) του λαϊκισμού, κι αυτό δεν σημαίνει απλώς το στυλ εκφοράς του. Σημαίνει ότι συνδέεται με κοινωνικές πρακτικές που συνάπτονται με τη συγκρότηση συλλογικών ταυτοτήτων και την παραγωγή νοήματος. Εν προκειμένω, η κεντρική στο λαϊκισμό έννοια του λαού δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένη κι «αντικειμενική» και μπορεί να προσδιοριστεί με διαφορετικούς τρόπους. Εδώ έγκειται, μεταξύ άλλων, και η διάκριση μεταξύ δεξιού και αριστερού λαϊκισμού. Ο πρώτος ταυτίζει το λαό με το έθνος, στη βάση της καταγωγής και της «καθαρότητάς» του. Έτσι κατασκευάζεται ως εχθρός του λαού ο εθνικά ξένος (οι μετανάστες, αλλά και κάθε διεθνής θεσμός, κράτος κτλ. θεωρείται ότι προσβάλλει την εθνική κυριαρχία). Ο αριστερός λαϊκισμός, από την άλλη, αποδίδει έμφαση στο λαό με τη σημασία που φέρει ως το σύνολο των κοινωνικοοικονομικά ασθενέστερων και αδικημένων. Επομένως εδώ ως εχθρός λογίζεται η πλουτοκρατία κτλ. Αυτό αμέσως-αμέσως φανερώνει την ποικιλομορφία του φαινομένου. Έτσι, οι Μούντε και Καλτβάσερ εκτιμούν ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, κατεξοχήν σε μη εδραιωμένες δυτικές δημοκρατίες, η λαϊκιστική κινητοποίηση μπορεί να έχει κι ένα θετικό πρόσημο με την έννοια ότι εκφράζει αιτήματα αποκλεισμένων κοινωνικών στρωμάτων και δύναται να οδηγήσει σε διεύρυνση μιας δημοκρατίας που παρέμενε λειψή, αυταρχική κ.ο.κ. Εξηγεί ακόμη γιατί οι ίδιοι συγγραφείς κάνουν λόγο για τη λαϊκιστική ιδεολογία ως ιδεολογία ισχνού πυρήνα. Αυτό θα πει ότι μόνη της παραμένει ατελής και χρειάζεται τη συνάρθρωση με άλλες ιδεολογίες προκειμένου να αποκτήσει εντελή χαρακτήρα και περιεχόμενα. Στην περίπτωση του αριστερού λαϊκισμού η συνάρθρωση γίνεται κατεξοχήν με το σοσιαλισμό και του δεξιού με τον εθνικισμό. Βέβαια, μπορεί να προκύψουν και μικτές μορφές –συνήθως κάνουμε λόγο για εθνικολαϊκισμό– όταν υφίσταται ώσμωση μεταξύ των δύο. Στη λατινοαμερικανική περίπτωση συχνά το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης συνάπτεται με την εμπειρία της αποικιοκρατίας και κατά προέκταση ως εχθροί υποδεικνύονται οι ξένοι μαζί με τη γηγενή ελίτ η οποία εκφράζει τα συμφέροντά τους.
Εάν όμως ο λαϊκισμός στο όνομα του λαού ισχυρίζεται ότι επιδιώκει τη διεύρυνση ή την αποκατάσταση της δημοκρατίας (από την κακοποίηση της από το «κατεστημένο») πού στραβώνει το πράγμα; Για τους Μούντε και Καλτβάσερ το πρόβλημα είναι ότι ο λαϊκισμός είναι χαρακτηριστικά αντι-φιλελεύθερος φθείροντας το κράτος Δικαίου, αλλά και τη συνθήκη πλουραλισμού που είναι απαραμείωτη για κάθε φιλελεύθερη δημοκρατία. Ο Μιούλερ επιμένει επ’ αυτού και συγκεκριμένα στην αξίωση του λαϊκιστικού φορέα να αποτελεί τον αυτονόητα μοναδικό (αυθεντικό) αντιπρόσωπο του λαού, μέσω μιας υποτιθέμενης αδιαμεσολάβητης σχέσης ταύτισης (είμαστε σαν κι εσάς, είμαστε εσείς). Αυτό συνεπάγεται ότι οποιαδήποτε κριτική από οπουδήποτε κι αν προέρχεται αποκρούεται αυτομάτως ως κακόπιστη και υποκρύπτουσα συμφέροντα των εχθρών του λαού: οι αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις συντάσσονται με τις ελίτ, ο μη ευνοϊκός Τύπος είναι φερέφωνο των επιχειρηματικών συμφερόντων της ιδιοκτησίας του, οι μη αρεστές αποφάσεις των Δικαστηρίων ερμηνεύονται ως έκφραση εξουσίας του κατεστημένου που νιώθει απειλούμενο από τις λαϊκιστικές διεκδικήσεις κ.ο.κ.).
Αυτό που μένει στο λαϊκιστικό κόμμα είναι να θέτει ξανά και ξανά με διλημματική μορφή «είσαι με το λαό ή εχθρός του» που το εμφανίζει ισοδύναμο με το «μαζί μας ή εναντίον μας».
Αυτή η ανεξάλειπτη εχθροπάθεια είναι, θεωρούμε εμείς με τη σειρά μας, ένα από τα θεμελιώδη γνωρίσματα του λαϊκισμού. Είναι, μάλιστα, το κοινό έδαφος σύναψης αριστερού και δεξιού λαϊκισμού (οι κοινοί εχθροί). Είναι, επιπλέον, εκείνο κυρίως το στοιχείο που εμποδίζει την πραγματιστική προσαρμογή του λαϊκιστικού κόμματος όταν αυτό έρχεται στην εξουσία, οδηγώντας το από αδιέξοδο σε αδιέξοδο, κάτι που την ανατροφοδοτεί. Εάν στο επίπεδο των πολιτικών αποτελεσμάτων εμφανίζει κακές επιδόσεις, αυτό που μένει στο λαϊκιστικό κόμμα είναι να θέτει ξανά και ξανά με διλημματική μορφή «είσαι με το λαό ή εχθρός του» που το εμφανίζει ισοδύναμο με το «μαζί μας ή εναντίον μας». Και τα δυο βιβλία αναλύουν την επιρροή του λαϊκισμού κυρίως σε σχέση με την κρίση αντιπροσώπευσης του πολιτικού συστήματος και την αδυναμία των κύριων κομμάτων να την αντιμετωπίσουν. Αυτό που λείπει είναι η αναμέτρηση με το μείζον –βρίσκουμε– ερώτημα: εάν ο λαϊκισμός επιτυγχάνει να κινητοποιήσει τα πάθη, πάθη όμως όπως μνησικακία και οργή, παράγοντας διχαστικές νοοτροπίες και συμπεριφορές, πώς μπορούν υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις να τα κινητοποιήσουν εξίσου (αντί να καταγγέλλουν εντελώς ατελέσφορα ως «ανορθολογικό» το λαϊκισμό) αλλά με τρόπο εποικοδομητικό, προσδένοντάς τα στην υπεράσπιση των δημοκρατικών αξιών;
* Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Αποσπάσματα από τα βιβλία
«Στην πράξη, οι λαϊκιστές επικαλούνται την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας για να επικρίνουν εκείνους τους ανεξάρτητους θεσμούς που επιδιώκουν να προστατέψουν τα θεμελιώδη δικαιώματα που είναι εγγενή στο φιλελεύθερο μοντέλο δημοκρατίας. Μεταξύ των θεσμών που γίνονται περισσότερο στόχος τους είναι η Δικαιοσύνη και τα μέσα ενημέρωσης» (Λαϊκισμός, σελ. 120).
«Όλα αυτά μας οδηγούν στην έσχατη μεγάλη ειρωνεία. Ο λαϊκισμός στην εξουσία φέρνει, ενισχύει ή προσφέρει μια άλλη εκδοχή του αποκλεισμού και του σφετερισμού του κράτους, παρόμοια με εκείνη του προϋπάρχοντος κατεστημένου το οποίο θέλει να αντικαταστήσει. Οι λαϊκιστές θα καταλήξουν να κάνουν ακριβώς ό,τι έκανε το «παλιό κατεστημένο» ή οι «διεφθαρμένες, ανήθικες ελίτ» - μόνο που το κάνουν, θα σκεφτόταν κανείς, χωρίς αναστολές και με μια υποτιθέμενη ηθική δικαιολόγηση» (Τι είναι ο λαϊκισμός;, σελ. 86).
Λαϊκισμός
Μια συνοπτική εισαγωγή
Cas Mudde & Cristobal Rovira Kaltwasser
Μτφρ. Ελένη Κοτσυφού
Επίκεντρο 2017
Σελ. 180, τιμή εκδότη: € 9,00
Τι είναι ο λαϊκισμός;
Jan-Werner Müller
Μτφρ. Δημήτρης Η. Αντωνίου
Πόλις 2017
Σελ. 164, τιμή εκδότη: € 14,00