Του Σωτήρη Βανδώρου
«Καθώς οι ριζοσπαστικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις τους έχασαν τη λαϊκή υποστήριξη, άρχισαν να λένε πως ο μέσος άνθρωπος δεν ήταν σε θέση να πάρει αποφάσεις ζωτικής οικονομικής και διαχειριστικής σημασίας. Αποκαλούσαν ‘λαϊκισμό’ ή ‘δημαγωγία’ το ‘να λένε οι πολιτικοί στον κόσμο αυτό που ήθελε ν’ ακούσει’ και το να εφαρμόζουν μόνο πολιτικές που αποδεικνύονταν δημοφιλείς.
Οι ‘δημοκράτες’ δεν ήταν τόσο ‘ανεύθυνοι’ ώστε να φοβούνται να το πράξουν αυτό που ήταν ‘αναγκαίο’ επειδή δεν θα άρεσε στον κόσμο. Χρησιμοποιώντας εκείνα τα μαζικά μέσα ενημέρωσης τα οποία έλεγχαν απολύτως, έκαναν τεράστιες προσπάθειες να πείσουν το λαό να παραιτηθεί από το δικαίωμά του να κρίνει: τα πολύπλοκα ζητήματα, έλεγαν, πρέπει ν’ αφήνονται στην κρίση των ειδικών. Οι ‘δημοκράτες’ φαινόταν να θέλουν να εξαφανιστεί ο δήμος. Άρχισε να εμφανίζεται μια τεχνοκρατική ιδεολογία ακόμη πιο ακάθεκτη από εκείνη των σχεδιαστών της σοβιετικής περιόδου».
Μα πού πάει ο νους σας; Όχι, το προηγούμενο απόσπασμα από το «Δημοκρατία χωρίς δήμο» του Joseph Grim Feinberg δεν αναφέρεται στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης και των Μνημονίων αλλά σε κράτη της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Κι όμως, μπορεί κανείς να εντοπίσει κάτι παραπάνω από απλές αναλογίες, εφόσον βέβαια υιοθετήσει τη συγκεκριμένη οπτική (η οποία σε κάθε περίπτωση είναι εύκολα αναγνωρίσιμη ως μια από τις περί την κρίση αφηγήσεις). Περιττό, επομένως, να ειπωθεί πως οι «δημοκράτες» των μετασοσιαλιστικών καθεστώτων ήταν οι «νεοφιλελεύθεροι», οι οποίοι ωστόσο είχαν καταφέρει να οικειοποιηθούν αυτό το χαρακτηρισμό εμφανιζόμενοι, πειστικά κατά πώς φαίνεται, ως οι αυθεντικοί συνεχιστές της δημοκρατικής προς τα σοσιαλιστικά καθεστώτα αντιπολίτευσης. Αυτό που κυρίως κάνει ο συγγραφέας σε αυτό το σύντομο, αλλά πυκνό και μεστό νοήματος κείμενο, που πρωτοδημοσιεύτηκε σε επιστημονικό περιοδικό το 2008, είναι να ερμηνεύσει την πορεία, με έμφαση στις ιδεολογικές συνέχειες και στις ιδεολογικές μετατοπίσεις, των κοινωνικών και πνευματικών δυνάμεων που εναντιώθηκαν στον υπαρκτό σοσιαλισμό και οι οποίες κλήθηκαν να αναλάβουν πολιτικό ρόλο μετά το ΄89.
Κομβικό γεγονός υπήρξε η σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968, οπότε και ανάμεσα στους αντιφρονούντες παγιώθηκε η αντίληψη πως ο δημοκρατικός μετασχηματισμός των κοινωνιών είναι εφικτός μόνον από τα «κάτω» κι όχι από το ίδιο το κράτος. Βοηθούσης και μιας προϋπάρχουσας ανθρωπιστικής εκδοχής του σοσιαλισμού, θεώρησαν την κοινωνία που ήθελαν να οικοδομήσουν κατεξοχήν με ηθικούς, αισθητικούς και υπαρξιακούς όρους και ως πεμπτουσία της πολιτικής «την ελευθερία των ατόμων να δρουν υπεύθυνα και αυτόνομα σε ένα πλαίσιο τυπικής ισότητας». Σε αυτό το διανοητικό περιβάλλον, η «κοινωνία πολιτών» συλλαμβάνεται ως «παράλληλη πόλιν» με τη δική της απελευθερωτική αξία, η οποία αντιπαρατίθεται μεν προς το καταπιεστικό καθεστώς και συμβολίζει την προοπτική απαλλαγής από αυτό, αλλά παραμένει, ως ηθικό υπόδειγμα, εν πολλοίς μια άμορφη δημόσια σφαίρα, όσο εντός αυτής το αίτημα για δημοκρατία παραμένει αφηρημένο και δεν συνάπτεται με συγκεκριμένες οργανωτικές αρχές. Εν μέρει αυτό εξηγείται ακριβώς επειδή είναι τόσο ισχυρή η πεποίθηση ότι το κράτος δεν μπορεί να είναι όχημα κοινωνικής αλλαγής, κάτι ωστόσο που τελικά λειτουργεί εμμέσως απαξιωτικά και γενικότερα για την πολιτική, εφόσον η τελευταία θέτει στο επίκεντρό της τις εξουσιαστικές σχέσεις. Με αυτή την έννοια, ισχυρίζεται ο Feinberg, νεαρός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, η κοινωνία των πολιτών συνιστούσε μια ιδέα εναντίον και συνάμα πέραν της πολιτικής.
Αυτό που συμβαίνει με την πλήρη ανατροπή των καθεστώτων είναι –κι εδώ θα επιθυμούσαμε μια διεξοδικότερη διαπραγμάτευση από τον συγγραφέα– ένα σχετικό «άδειασμα» των εννοιών που συνάπτονταν με τη δημοκρατία και την κοινωνία πολιτών από το προγενέστερο νόημά τους, οι οποίες ωστόσο ως κέλυφος διατηρούσαν το κύρος και τη νομιμοποιητική τους δύναμη με τα οποία περιέβαλαν και τις νέες σημασίες τις οποίες προσέκτησαν κατά την ταχεία μετάβαση των πρώην σοσιαλιστικών κρατών στον καπιταλισμό και την ελεύθερη αγορά, όχι όμως ταυτόχρονα και στην οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας κατά τη βαθύτερη επιθυμία των παλαιών αντιφρονούντων. Ναι μεν υιοθετήθηκαν τα τυπικά χαρακτηριστικά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αλλά με παράλληλη περιθωριοποίηση της διαβουλευτικής της διάστασης και της λαϊκής συμμετοχής, και, εξίσου σημαντικό, με τον περιορισμό του πεδίου όσων υπάγονται στη δικαιοδοσία της πολιτικής κι επομένως όσων είναι δυνατόν να ρυθμιστούν μέσω συλλογικών, δημοκρατικών αποφάσεων και διαδικασιών. Κατά την αφοριστική διατύπωση του βιβλίου, το επιβληθέν «νεοφιλελεύθερο ιδεώδες ήταν: απολύτως ελεύθερη δημοκρατία σε οτιδήποτε δεν έχει σημασία και αγοραία τεχνοκρατία σε οτιδήποτε έχει σημασία».
Αναλογίες με το "ελληνικό δράμα"
Εδώ δεν μπορεί κανείς να μην εντοπίσει, όπως προϊδεαστήκαμε στην αρχή αυτού του κειμένου, μια αναλογία με το σημερινό ελληνικό δράμα. Μια ολόκληρη κοινωνία (η οποία βεβαίως καθόλου άμοιρη ευθυνών δεν είναι) έχει μπει, «για το καλό της», στον αυτόματο πιλότο ενός «τεχνοκρατικού» προγράμματος που συστήνεται ως αναγκαίο κι ορθολογικό, που παρουσιάζεται ως η μοναδική λύση. Και οι διαδοχικές κυβερνήσεις αντιστρέφουν το μέχρι πρότινος νόημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης. Στο εξής, δεν οφείλουν να υλοποιούν τη λαϊκή εντολή όπως εκφράζεται μέσω των εκλογών και μέσω της επικύρωσης των προεκλογικών προγραμμάτων των κομματικών σχηματισμών που αναλαμβάνουν τη διακυβέρνηση, αλλά αντίθετα οφείλουν να καταγγέλλουν ως λαϊκιστές, ανεύθυνους κι ανορθολογικούς όσους τους υπενθυμίζουν αυτή τη στοιχειώδη υποχρέωση. Διότι τη νέα εποχή, το ύψιστο κριτήριο είναι η αποτελεσματικότητα, που θα πει ότι η κυβερνητική αξιοσύνη τεκμαίρεται από την απαρέγκλιτη εφαρμογή της θεραπείας των σοφών τεχνοκρατών και, κατά προέκταση, ο λαός οφείλει να δείξει «υπευθυνότητα», που θα πει με τη σειρά του πως αντί να διατυπώνει αιτήματα ή αιτιάσεις, να επιβραβεύει τους κυβερνώντες για την «πιστή εφαρμογή των συμφωνηθέντων»· συμφωνηθέντων (ή επιβληθέντων;) σε «πηγαδάκια» του Eurogroup, σε κλειστές συσκέψεις με υπαλλήλους διεθνών οργανισμών, σε τηλεφωνικές συνομιλίες με υπουργούς ξένων κρατών.
Αυτό όμως που έχει προσεχθεί λιγότερο είναι ότι μαζί με την παραγκώνιση του «δήμου» και βεβαίως του κοινοβουλίου (κάτι που εξ αντικειμένου ευνοεί κι ενδυναμώνει τους λαϊκιστές), συντελείται η συρρίκνωση του πεδίου της πολιτικής, κατά προέκταση της δημοκρατίας, αμέσως-αμέσως διά της απαξίωσης των δημοσίων αγαθών. Όλο και πυκνώνουν οι φωνές που κατατείνουν στην ιδέα ότι το Δημόσιο και βεβαίως οι δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί δεν είναι παρά ένα «βάρος» στις πλάτες της κοινωνίας, η αιτία όλων των δεινών, από την οποία τάχιστα πρέπει να απαλλαγεί. Η λογική κατάληξη του σκεπτικού είναι, ακόμη περισσότερο, ότι κάθε μορφή συλλογικής έκφρασης παράγει «ανορθολογικές στρεβλώσεις», εξ ου και η επιχείρηση απόρριψης του συνδικαλισμού συλλήβδην, κάτι που βεβαίως βοηθά την αποσάρθρωση των εργασιακών δικαιωμάτων. Επομένως, οι πολίτες καθίστανται έτσι μάλλον αχρείαστοι, καθόσον εμφανίζονται σαν να μην κάνουν τίποτε άλλο παρά να συνασπίζονται για εξυπηρέτηση ιδιοτελών συμφερόντων. Ε, τότε, προτιμότεροι είναι οι πελάτες, δηλαδή οι μοναχικοί, εγωιστές καταναλωτές. Είναι, λοιπόν, κυρίως εδώ που θα δοθεί μια μάχη ιδεών που θα κρίνει αν ο καπιταλισμός με την ιδεολογική κάλυψη του νεοφιλελευθερισμού θα καταφέρει στο μέλλον να συρρικνώσει τόσο το περιεχόμενο και την εμβέλεια της δημοκρατίας, ώστε αυτή να καταντήσει ένα κούφιο κέλυφος.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ
Δημοκρατία χωρίς δήμο;
Νεοφιλελευθερισμός εναντίον κοινωνίας
Joseph Grim Feinberg
Μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος
Εκδόσεις Έρασμος, 2012
Τιμή € 6,39, σελ. 44
Διαβάστε επίσης:
- Εκλογές; Ω, τι παραλογισμός!, του Σωτήρη Βανδώρου
- Αριστερά και τεχνοκρατία, του Νίκου Σκιαδόπουλου