Του Σωτήρη Βανδώρου
Η μετατροπή της Χρυσής Αυγής από ασήμαντο γκρουπούσκουλο της εξτρεμιστικής δεξιάς σε κοινοβουλευτικό κόμμα με αυξανόμενη επιρροή πυροδότησε μια μικρή εκδοτική έκρηξη. Δημοσιογραφικά, δοκιμιακά κι επιστημονικά βιβλία επιχειρούν να μας εξοικειώσουν με όψεις του φαινομένου (πολιτική βία, άκρα δεξιά, εξτρεμισμός, η ίδια η ΧΑ κ.ο.κ.) και να προτείνουν ερμηνείες ή/και προτάσεις αντιμετώπισης. Το βιβλίο της ευρέως γνωστής ομότιμης καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών Άννας Φραγκουδάκη, Ο εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς, είναι ένα από τα πιο πρόσφατα και πιο ενδιαφέροντα· πιθανόν κι ένα από τα περισσότερο άνισα, αφού παρουσιάζει ταυτοχρόνως σημαντικές αρετές και σοβαρές αδυναμίες.
Ας ξεκινήσουμε με το τμήμα εκείνο του βιβλίου που είναι καταφανώς αδύναμο, δηλαδή με την ανάλυση της εξέλιξης της ακροδεξιάς κατά τη μεταπολίτευση (βεβαίως αυτή η ανάλυση διατρέχει υπό μία έννοια ολόκληρο το βιβλίο, αλλά η παρουσίασή της προτάσσεται πιο συντεταγμένα της ανάλυσης περί εθνικισμού). Το πρόβλημα είναι ότι η Φραγκουδάκη, που δεν είναι άλλωστε πολιτική επιστήμονας, ουσιαστικά δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη της τη σχετική διεθνή κι εγχώρια βιβλιογραφία. Έτσι, πέραν από αρκετά πραγματολογικά σφάλματα και παραλείψεις, δεν αξιοποιεί θεωρήσεις κι ερμηνευτικά εργαλεία που έχουν πολλαπλώς δοκιμαστεί κι έχουν παραγάγει σημαντικά ερευνητικά αποτελέσματα. Εδώ δεν γράφει λοιπόν ως ειδικός, αλλά ως ευαισθητοποιημένη, μορφωμένη και κριτική πολίτις, κάτι βεβαίως πάντα καλοδεχούμενο, που όμως θα πρέπει να έχει υπόψιν του ο απαιτητικός αναγνώστης ώστε να μη νομίσει πως η πανεπιστημιακή ιδιότητα αυτομάτως παράγει κι αυστηρό επιστημονικό λόγο.
Πέραν από αρκετά πραγματολογικά σφάλματα και παραλείψεις, δεν αξιοποιεί θεωρήσεις κι ερμηνευτικά εργαλεία που έχουν πολλαπλώς δοκιμαστεί κι έχουν παραγάγει σημαντικά ερευνητικά αποτελέσματα.
Το ζητούμενο, κατά τη Φραγκουδάκη, μπορεί να συνοψιστεί κάπως έτσι: Πώς και γιατί η ελληνική ακροδεξιά που ήταν σταθερά εκλογικά ασήμαντη και περιθωριοποιημένη μετά τη μεταπολίτευση αποκτά ξαφνικά το 2007 κοινοβουλευτική εκπροσώπηση (ΛΑΟΣ); Ήδη ο τρόπος που τίθεται το ερώτημα δεν είναι ο πιο παραγωγικός, καθώς αφενός παραγνωρίζει τα επτά πρώτα χρόνια λειτουργίας του ΛΑΟΣ, όπως επίσης, και κυριότερο, τις καθόλου ασήμαντες ακροδεξιές αντιλήψεις και στάσεις που υπήρχαν στην ελληνική κοινωνία και πολιτική, άσχετα εάν δεν αποκρυσταλλώνονταν αυτοτελείς και διακεκριμένες σε ένα κοινοβουλευτικό κόμμα. Εν προκειμένω, θα βοηθούσε η εξέταση της ακροδεξιάς στο πλαίσιο του ελληνικού κομματικού συστήματος συνολικά, με έμφαση στις στρατηγικές αντιμετώπισής της από το κύριο κόμμα της δεξιάς, τη ΝΔ. Εντύπωση επιπλέον προκαλεί η μη ενασχόληση της συγγραφέως με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, μολονότι είναι προφανές ότι με τα κριτήριά της θα έπρεπε να λογίζονται ως ακροδεξιό κόμμα.
Αντίθετα, επιμένει πολύ στο να εκθέτει αποσπάσματα κειμένων (από δημόσιους λόγους, τηλεοπτικές εμφανίσεις, συνεντεύξεις κ.ο.κ.) του Γιώργου Καρατζαφέρη και να εντοπίζει τοποθετήσεις, πότε πιο μακροσκελείς, πότε συνθηματικές, με τις οποίες εκφράζονται αυταρχικές, αντισημιτικές, ρατσιστικές και φιλοχουντικές ιδέες. Μέσω αυτής της παράθεσης τείνει να ταυτίζεται αυτό το τμήμα του λόγου του αρχηγού με την πολιτική τοποθέτηση του κόμματος συνολικά. Και μολονότι βέβαια πρόκειται για αρχηγικό κόμμα, είναι βεβιασμένη αυτή η εξομοίωση που οδηγεί σε συμπεράσματα που καταλήγουν στο ότι πρόκειται για ένα προδήλως αντι-δημοκρατικό κόμμα, μολονότι φερ’ ειπείν κάτι τέτοιο καθόλου δεν μπορεί να τεκμηριωθεί με βάση τις επίσημες πολιτικές και προγραμματικές του θέσεις ή από την τήρηση εκ μέρους του των κοινοβουλευτικών κανόνων. Εν προκειμένω, η σχετική μονογραφία του Στάθη Τσιρά τεκμηριώνει την ύπαρξη ενός σκόπιμα αντιφατικού λόγου με διαφορετικές αποχρώσεις κι έντονα λαϊκιστικά στοιχεία που συνδυάζεται ιδίως τα τελευταία χρόνια με μια τάση «αποπεριθωριοποίησης» και μετακίνησης σε μετριοπαθέστερες θέσεις.
Επίσης, σε αντίθεση με τον όρο ακροδεξιά που αποδεικνύεται μάλλον προβληματικός ακριβώς λόγω της «ευρυχωρίας» του, θα βοηθούσε μια διάκριση που τείνει να καθιερωθεί στη διεθνή βιβλιογραφία, δηλαδή μεταξύ λαϊκιστικής ριζοσπαστικής δεξιάς και εξτρεμιστικής δεξιάς. Η πρώτη μπορεί με όρους ιδεολογικοπολιτικής γεωγραφίας να τοποθετηθεί στα δεξιότερα των κύριων κεντροδεξιών και δεξιών κομμάτων (δηλαδή των φιλελεύθερων, των συντηρητικών, των χριστιανοδημοκρατικών), εκφράζοντας αυταρχικές και νατιβιστικές ιδέες και μετερχόμενη λαϊκιστικές μεθόδους και ρητορική. Δεν είναι δόκιμο, ωστόσο, να θεωρηθεί αντι-δημοκρατική ή αντι-συστημική, εφόσον δεν αμφισβητεί την κοινοβουλευτική δημοκρατία στη θεωρία ή την πράξη (ακόμη κι αν ενίοτε μπορεί να απευθύνεται λαϊκιστικά και σε αντι-δημοκρατικό ακροατήριο). Αυτό στο οποίο αντιτίθεται είναι η φιλελεύθερη πτυχή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, δηλαδή εν πολλοίς τα σχετικά με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες ατόμων και μειονοτήτων. Αντίθετα, η εξτρεμιστική δεξιά είναι εκείνη η εκδοχή ακραίας δεξιάς η οποία αρνείται όχι μόνον τον πολιτικό φιλελευθερισμό και το κράτος δικαίου, αλλά και την ίδια τη δημοκρατία, εφόσον απορρίπτει εξίσου την αρχή της ισότητας και την αρχή της πλειοψηφίας, ενώ επιπλέον χρησιμοποιεί κατά τρόπο συστηματικό κι απερίφραστο τη χρήση βίας για να πετύχει την ανατροπή του πολιτεύματος.
Αυτή η διάκριση, αν και στην πράξη ενίοτε τα όρια μεταξύ τους μπορεί να γίνουν πορώδη, ταιριάζει στην οριοθέτηση ΛΑΟΣ και Χρυσής Αυγής: ο πρώτος είναι ένα λαϊκιστικό, ριζοσπαστικό δεξιό κόμμα, η δεύτερη μια εξτρεμιστική δεξιά οργάνωση. Μολονότι η Φραγκουδάκη με οξυδέρκεια εντοπίζει την ιδιαιτερότητα της Χρυσής Αυγής στο γεγονός ότι υιοθετεί το βιολογικό ρατσισμό, κάτι που την καθιστά σαφώς πιο ακραία από τον ΛΑΟΣ, παρόλα αυτά δεν καθίστανται ξεκάθαρες οι διαφορές, ως εάν αυτές να είναι μόνο διαβάθμισης. Απ’ την άλλη, για να μη γινόμαστε άδικοι, η ύπαρξη του ΛΑΟΣ είναι ένδειξη μιας μετακίνησης προς την άκρα δεξιά (κι επομένως αυτό που λογιζόταν ως ακραίο δεν θεωρείται πλέον και τόσο ακραίο) την οποία κι ανατροφοδότησε το ίδιο το κόμμα, προλειαίνοντας κατά κάποιο τρόπο το έδαφος για τον εξτρεμισμό. Η Φραγκουδάκη, για παράδειγμα, ορθά επισημαίνει τη σημασιολογική μετατόπιση από τη χρήση του όρου μετανάστες στην ευρεία χρήση του όρου λαθρομετανάστες που μαρτυρά προοδευτική μείωση της ανεκτικότητας και της αύξησης της ξενοφοβίας.
Η σημασία της ιδεολογίας
Η οικονομική κρίση ασφαλώς παίζει ρόλο, όχι όμως ως αιτία, αλλά ως καταλύτης.
Είναι σε κάθε περίπτωση το υπόλοιπο μισό του βιβλίου που είναι εύστοχο κι αρκετά πρωτότυπο και το οποίο τεκμηριώνει πιο έγκυρα την απήχηση του εξτρεμισμού και της βίας στις σημερινές συνθήκες. Η Φραγκουδάκη εκτιμά ότι τα αίτια είναι κυρίως ιδεολογικά και κατά δεύτερο λόγο κοινωνικοοικονομικά. Η οικονομική κρίση ασφαλώς παίζει ρόλο, όχι όμως της αιτίας, αλλά του καταλύτη. Το ζήτημα πρέπει να θεωρηθεί με όρους κρίσης της εθνικής ταυτότητας και της ενίσχυσης του (προϋπάρχοντος) οπισθοδρομικού και παρωχημένου εθνικισμού. Ας τα πάρουμε από την αρχή. Η κυρίαρχη εθνική ιδεολογία αποδέχεται κι αναπαράγει το στερεότυπο του ευρωκεντρικού ρατσισμού, δηλαδή την ιδέα περί της ανωτερότητας του πολιτισμού της βόρειας και δυτικής Ευρώπης, κάτι που στιγματίζει πολιτισμούς του Νότου και της Ανατολής, μαζί και το νεοελληνικό, ως κατώτερους. Η ένταξη στην ΕΟΚ και την ΕΕ έκανε αναπόφευκτες και πιο έντονες τις συγκρίσεις της Ελλάδας με το βορειοδυτικοευρωπαϊκό πρότυπο και κατά προέκταση ενισχύθηκε η αυτοεικόνα της «υπανάπτυκτης» κι «ανατολίτικης» Ελλάδας. Ως «απάντηση» σε αυτή την αποτίμηση ήταν η εκ νέου και εντονότερη προσφυγή σε εκείνο το στοιχείο της εθνικής αφήγησης που αναγνωρίζεται από την «ανώτερη» Ευρώπη ως ευρωπαϊκή και οικουμενική αξία και κληρονομιά, δηλαδή η κλασική αρχαιότητα. Όμως η εξύμνηση της ελληνικής αρχαιότητας και η αναγόρευσή της σε πρότυπο συνεπάγεται την υποτίμηση του παρόντος ως ανάξιου κι ασήμαντου. Εν προκειμένω, καταστροφικός είναι ο ρόλος του εκπαιδευτικού συστήματος και των σχολικών βιβλίων που καλλιεργούν την εικόνα ενός έθνους θύματος των μεγάλων δυνάμεων (κι άρα ως ανεύθυνου για τη μοίρα του), τη μοναδικότητα, την αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια, το «θαύμα» της αρχαιότητας, αποσιωπώντας ευθύνες πολιτικών ηγεσιών και κοινωνικών δυνάμεων, τις θετικές ξένες επιρροές κ.ο.κ. Το αποτέλεσμα είναι η εσωτερίκευση μιας διχασμένης και ανασφαλούς εθνικής ταυτότητας. Σημαντικό είναι ότι αυτός ο παρωχημένος κι οπισθοδρομικός εθνικισμός, ταιριαστός πιο πολύ στον 19ο αιώνα, δεν είναι εντοπισμένος στην άκρα δεξιά, αλλά διαπνέει τους θεσμούς και βρίσκεται διάχυτος στην κοινωνία.
Η Φραγκουδάκη πολύ εύστοχα κάνει ειδική αναφορά στο ρεύμα των λεγόμενων νέο-ορθόδοξων ως ένα πλαίσιο στο οποίο αριστεροί συγκλίνουν με ακροδεξιούς και παράγουν ένα εθνικιστικό ιδίωμα στο οποίο ο αριστερός λόγος μετασχηματίζεται σε εθνικιστικό (π.χ. ο αντι-ιμπεριαλισμός χάνει το διεθνιστικό και σοσιαλιστικό στίγμα του μεταγραφόμενος στο λεξιλόγιο της «νέας παγκόσμιας τάξης»). Αυτές οι ιδεολογικές μετατοπίσεις και ωσμώσεις (των οποίων το ρεύμα των νεορθόδοξων πρέπει να εκληφθεί ως ενδεικτικό, πέραν της επιρροής που άσκησε καθαυτό) προσλαμβάνουν παροξυσμικό χαρακτήρα εν μέσω κρίσης, όχι επειδή υπάρχει κάποιος αυτοματισμός που οδηγεί όσους καταστρέφονται οικονομικά να γίνουν ακραίοι εθνικιστές, αλλά επειδή η κρίση συνοδεύεται με πρωτοφανή ανασφάλεια και ταυτόχρονα κλονίζει σταθερές και βεβαιότητες του συλλογικού βίου και του πολιτικού συστήματος.
Σε αυτό το περιβάλλον οικονομικής και πολιτικής κρίσης η παραπλανητική διάκριση (ως ισοπεδωτική γενίκευση) Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο ρίχνει λάδι στη φωτιά του εξτρεμισμού, ακριβώς επειδή πότε ευθέως πότε λανθανόντως υποδαυλίζει την πλέον ακραία εκδοχή εθνικισμού. Η «αντιμνημονιακή» ρητορεία, στο μέτρο που τείνει να κάνει διαχωρισμό σε πατριώτες και όχι και τόσο πατριώτες ή προδότες συμβάλλει ώστε: (α) να αμβλύνονται οι σημασίες με αποτέλεσμα ο λόγος της ακροδεξιάς να μην ακούγεται ακραίος κι απειλητικός, αλλά κοινότοπος κι αληθοφανής, (β) να επιτείνεται η ιδεολογική σύγχυση και να υπονομεύεται η διάκριση αριστερά-δεξιά, κάτι που εξ αντικειμένου ευνοεί τη Χρυσή Αυγή που αρνείται ως ψευδεπίγραφη αυτή τη διάκριση και αντ’ αυτής εμφανίζεται ως η μόνη αυθεντικά πατριωτική δύναμη, (γ) να νομιμοποιεί την ηθικολογική καταδίκη των αντιπάλων, κάτι που φθείρει τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, (δ) να νομιμοποιεί ως θεμιτή τη θέση ότι το σύνολο των πολιτικών είναι προδότες του έθνους.
Ο ακραίος εθνικιστικός λόγος είναι διάχυτος κι ενίοτε αναπαράγεται χωρίς να ταυτοποιείται ως τέτοιος.
Εδώ δεν μπορούμε να αντισταθούμε στον πειρασμό να αναφέρουμε ως χαρακτηριστική της προσχώρησης εκτενών τμημάτων της αριστεράς στον εθνικισμό (ή εν πάση περιπτώσει στην εξ αντικειμένου ενίσχυσή του) τον λόγο που εκφέρει (και την απήχηση που έχει) η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Θυμίζουμε ενδεικτικά, ως συμπυκνώσεις του, τις δηλώσεις ότι «κάποιοι στην κυβέρνηση Παπαδήμου δεν είναι αρκετά πατριώτες», ότι «ο Σαμαράς παρέδωσε τα κλειδιά του κράτους στη Μέρκελ» κ.ο.κ. Επίσης, όσο κι αν στερείται πολιτικής ουσίας, η αναγόρευση του Καμμένου σε δυνητικό σύμμαχο «επειδή εκπροσωπεί μια πατριωτική δύναμη» θα έπρεπε να κάνει να χτυπήσουν πολλά αριστερά καμπανάκια, κάτι που ωστόσο δεν έγινε. Προς αποφυγή παρεξήγησης, δεν υπαινισσόμαστε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εξτρεμιστικό κόμμα, ούτε ότι είναι ο υπεύθυνος για την επιρροή της Χρυσής Αυγής, ούτε ασπαζόμαστε την ανόητη, όπως διακινείται, θεωρία των δύο άκρων. Απλώς, θέλουμε να δώσουμε έμφαση στο γεγονός ότι πότε με μορφή «θραυσμάτων λόγου», πότε πιο συστηματικά, ο ακραίος εθνικιστικός λόγος είναι διάχυτος κι ενίοτε αναπαράγεται χωρίς να ταυτοποιείται ως τέτοιος. Και είναι γι’ αυτό το λόγο που η αντιμετώπιση του εξτρεμισμού και της βίας (που τροφοδοτείται από τον ακραίο εθνικισμό) δεν είναι εύκολη υπόθεση, ούτε είναι καθόλου βέβαιο ότι θα εξαφανιστεί ακόμη κι αν η Χρυσή Αυγή συντριβεί ολοκληρωτικά. Άλλωστε, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι παρά τον καταιγισμό των αποκαλύψεων για την εγκληματική δράση και τον απροκάλυπτα φιλοναζιστικό της χαρακτήρα που ακολούθησαν τις συλλήψεις βουλευτών και στελεχών της, ναι μεν μειώθηκαν αρκετά τα ποσοστά της, ωστόσο δεν κατέρρευσε. Αν σήμερα γίνονταν εκλογές οι νεοναζί εθνικιστές θα εξέλεγαν περισσότερους βουλευτές απ’ όσους το 2012.
Επομένως, πέραν της αστυνομικής, δικαστικής και στενά πολιτικής αντιμετώπισης πρέπει να υπάρξει και ιδεολογική αντιμετώπιση. Και σκοπεύοντας μακροπρόθεσμα, το κύριο μέλημα πρέπει να είναι η μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος. Ναι, οι αντι-εθνικιστικές δυνάμεις διαρκώς ηττώνται σε αυτό το πεδίο. Αλλά σήμερα είναι ένας αγώνας πιο επιτακτικός από ποτέ. Όταν το bullying κάνει θραύση στα σχολεία και συναρθρώνεται πια με ρατσιστικές συμπεριφορές και τη στρατολόγηση στη Χρυσή Αυγή ή σε άλλες εξτρεμιστικές οργανώσεις, όταν οι σημερινοί έφηβοι δεν κατανοούν τη σημασία, δεν απωθούνται και δεν συγκλονίζονται από τα ναζιστικά σύμβολα, δεν μπορούμε απλώς να κάνουμε το σταυρό μας και να παπαγαλίζουμε πόσο ένδοξο έθνος είμαστε.
Άννα Φραγκουδάκη
Ο εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2013
Τιμή € 16,00, σελ. 278