
Η Γερμανίδα συγγραφέας Ντενίζ Όντε [Deniz Ohde] βρέθηκε στην Ελλάδα και συμμετείχε στην 21η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης όπου παρουσίασε το πρώτο της μυθιστόρημα «Διάχυτο φως» (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Άγγελος Αγγελίδης, εκδ. Gutenberg). Μιλήσαμε μαζί της για την ταξική και φυλετική βία, τη γλώσσα και για το τι μπορεί, ως συγγραφέας, να πει μέσα από τη λογοτεχνία.
Συνέντευξη στη Φανή Χατζή
Στο πλαίσιο της 21ης ΔΕΒΘ συνομιλήσαμε με τη συγγραφέα Ντενίζ Όντε (Deniz Ohde), την οποία γνωρίσαμε μέσα από το πρώτο της βιβλίο, Διάχυτο φως (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Άγγελος Αγγελίδης, εκδ. Gutenberg), που εκδόθηκε το 2020 στη Γερμανία και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Μεταξύ άλλων διακρίσεων, βρέθηκε υποψήφιο για το Γερμανικό Βραβείο Βιβλίου. Καθώς οι εκδόσεις Gutenberg ετοιμάζουν το δεύτερο βιβλίο της, έχουμε την ευκαιρία να ξαναθυμηθούμε το πρώτο της και να ανακαλύψουμε μια σημαντική φωνή της σύγχρονης γερμανόφωνης λογοτεχνίας.
Η ανώνυμη αφηγήτρια του μυθιστορήματος μεγαλώνει σε μια μικρή πόλη δίπλα σε μια βιομηχανική περιοχή. Ο μπαμπάς της είναι Γερμανός και η μητέρα της από την Τουρκία, ο πολιτισμός και η γλώσσα της οποίας είναι άγνωστα για τη μικρή. Όταν επιστρέφει ως ενήλικη στην πόλη της για τον γάμο των καλύτερών της φίλων ανασκευάζει αφηγηματικά την παιδική της ηλικία και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε εντός του εκπαιδευτικού συστήματος.
Η ηρωίδα σας επιστρέφει στον τόπο καταγωγής της, ένα μέρος καθοριστικής σημασίας για την ταυτότητά της. Θέλετε να μας πείτε για τον ρόλο του «σπιτιού» στο έργο σας;
Για τη συγκεκριμένη ιστορία, η έννοια του τόπου καταγωγής ήταν πολύ σημαντική, κυρίως επειδή ήταν η πρώτη εικόνα που μου ήρθε στο μυαλό όταν ξεκίνησα να γράφω. Είχα αρχικά στο μυαλό μου αυτή τη μικρή πόλη κοντά στη βιομηχανική περιοχή και αυτό το κάπως αλλόκοτο τοπίο που τη συνόδευε. Από αυτό το μέρος γεννήθηκε όλη η ιστορία. Γι’ αυτό και η αφηγήτρια περιγράφει τον εαυτό της σαν να έχει «αναδυθεί» από αυτόν τον τόπο. Όλη της η ταυτότητα είναι χτισμένη γύρω από αυτό το παράξενο τοπίο. Για τη συγκεκριμένη ιστορία, ήταν σημαντικό για μένα να μιλήσω για το τι σημαίνει να έχεις μια πατρίδα ή ένα σπίτι που δεν σε στηρίζει, και πώς αυτό σε επηρεάζει αργότερα στη ζωή σου.
Αυτό το βιομηχανικό τοπίο με την περίπλοκη γεωγραφία του θα λέγατε ότι λειτουργεί μόνο ως «μήτρα» ή και σαν αυτόνομος χαρακτήρας;
Ναι, μερικές φορές μοιάζει σαν να είναι πράγματι ένας αυτόνομος χαρακτήρας. Γιατί και το ίδιο συμπεριφερόταν με τρόπους που δεν μπορούσα να αναμένω. Άρχισε να αποκτά την αίσθηση παραμυθιού, ενός σκοτεινού παραμυθιού. Έβγαζε έναν βόμβο, άρχισε να επηρεάζει τον καιρό. Έμοιαζε σαν μια οντότητα που ρουφούσε την αφηγήτρια πάλι πίσω.
Η επιστροφή-ταξίδι της ηρωίδας στο παρελθόν της είναι ταυτόχρονα και μια κατάδυση στο προσωπικό τραύμα;
Θα έλεγα ότι η λέξη «τραύμα» είναι ίσως κάπως βαριά (γελάει). Δεν θα το περιέγραφα έτσι, δεν είναι μια ιστορία επούλωσης, ας πούμε. Είναι περισσότερο ένας στοχασμός πάνω στην παιδική της ηλικία. Όταν επιστρέφει βρίσκεται στην ηλικία των είκοσι-κάτι, ένα σημείο που κοιτάζεις λίγο πίσω και λες: «Τι έχει συμβεί ως τώρα; Τι κάνω με αυτό που κουβαλάω; Πώς συνεχίζω;» Και νομίζω αυτός είναι και ο πυρήνας του ταξιδιού της στο βιβλίο.
Δεν ξέρω ποιο είναι το πραγματικό «αποτύπωμα» αυτού που κάνω, αλλά ξέρω ότι για μένα υπήρξε πολύ σημαντικό να διαβάζω και να ακούω τις ιστορίες των άλλων συγγραφέων για να βλέπω τι σημαίνει να είσαι ανθρώπινο ον.
Σχολιάζετε με υπόγειο τρόπο τη θεσμική βία, τη βία που ασκείται μέσα από τη γλώσσα, την εκπαίδευση, τη φτώχεια. Πιστεύετε ότι η λογοτεχνία έχει τη δύναμη να σταματήσει ή να επισημάνει τις ανισότητες που αναπαράγονται μέσα από τους θεσμούς;
Αυτό είναι ένα ερώτημα που με απασχολεί πολύ και το ρωτώ συχνά στον εαυτό μου. Δεν πιστεύω ότι γράφοντας ένα βιβλίο για την ανισότητα, κυρίως αν πρόκειται για μυθοπλασία, μπορεί κανείς να αλλάξει τους θεσμούς ή να έχει δραστικό αντίκτυπο πάνω στους ανθρώπους. Ειδικά από τη στιγμή που οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο είναι γνωστές﮲ κάθε χρόνο βγαίνουν καινούρια στατιστικά που δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο το κοινωνικό υπόβαθρο επηρεάζει την πορεία κάποιου στο εκπαιδευτικό σύστημα. Κανονικά, κατά τη γνώμη μου, αυτά τα νούμερα θα έπρεπε να αρκούν για να αλλάξει κάτι.
Δεν νομίζω, λοιπόν, ότι η λογοτεχνία έχει «δύναμη» με την έννοια του ακτιβισμού, ούτε ήταν αυτή η προτεραιότητά μου. Δεν θέλω να γράφω μυθιστορήματα που σου λένε τι είναι σωστό ή λάθος, πώς πρέπει να συμπεριφερθείς ή βιβλία που καταλήγουν σε κάποιο ηθικό δίδαγμα. Η δύναμη της λογοτεχνίας για μένα βρίσκεται αλλού. Για μένα το σημαντικό είναι να έχεις ένα σημείο αναφοράς για εσένα, για τη ζωή σου. Αυτό με τράβηξε κι εμένα στη λογοτεχνία όταν ήμουν νεότερη˙ να ανακαλύψω ανθρώπους τελείως διαφορετικούς από εμένα ή ανθρώπους με παρόμοιες εμπειρίες και να καταστήσω αυτές τις εμπειρίες ορατές μέσα από τη γλώσσα. Δεν ξέρω ποιο είναι το πραγματικό «αποτύπωμα» αυτού που κάνω, αλλά ξέρω ότι για μένα υπήρξε πολύ σημαντικό να διαβάζω και να ακούω τις ιστορίες των άλλων συγγραφέων για να βλέπω τι σημαίνει να είσαι ανθρώπινο ον.
Πάντως, έμαθα από τον εκδοτικό σας οίκο ότι έχετε επισκεφτεί αναρίθμητα σχολεία στη Γερμανία για να παρουσιάσετε το βιβλίο σας. Άρα έφτασε και στους ίδιους τους θεσμούς. Σωστά;
Ναι, αυτό ήταν πολύ περίεργο. Πολλοί μαθητές το διάβασαν, και πολλοί καθηγητές το συμπεριέλαβαν στο πρόγραμμα διδασκαλίας τους. Φυσικά χάρηκα γι’ αυτό και χάρηκα που μίλησα με τους μαθητές και είδα τις σκέψεις τους πάνω στο βιβλίο. Αλλά, ταυτόχρονα, ήταν και πολύ «meta» (γέλια). Η ιδέα ότι κάποιος που ζει κάτι παρόμοιο με την ηρωίδα πρέπει να διαβάσει το βιβλίο και μετά να βαθμολογηθεί πάνω σ’ αυτό… είναι περίεργη. Δεν είμαι σίγουρη πώς νιώθω γι’ αυτό, είμαι κάπως διχασμένη. Πάντως, οι καθηγητές που γνώρισα ήταν πολύ ενθουσιώδεις και πρόθυμοι να εμπλακούν και να κάνουν τη διαφορά. Αυτό με χαροποίησε.
Ήθελα να εξερευνήσω πώς η ταξική και φυλετική βία που έχει υποστεί την έχουν διαμορφώσει έτσι, ώστε να πιστεύει ότι δεν έχει καμία επιρροή στο ίδιο της το μέλλον.
Αν μπορούσατε να ξεχωρίσετε ένα βασικό θέμα στο βιβλίο, ποιο θα ήταν αυτό; Η τάξη, η μετανάστευση, η διαμόρφωση ταυτότητας; Θα δίνατε έμφαση σε κάποιο απ’ αυτά;
Όταν ξεκίνησα να το γράφω, δεν είχα στο μυαλό μου τη λέξη «τάξη» ή «ταξισμός», δηλαδή τις διακρίσεις με βάση την τάξη. Επίσης δεν είχα επίγνωση, τουλάχιστον στην αρχή, ότι προσφέρω μια οπτική γωνία γι’ αυτό το ζήτημα. Φυσικά, όσο προχωρούσα, το συνειδητοποίησα, ειδικά μέσα από τη σχέση της αφηγήτριας με τη Σοφία, και το πόσο διαφορετικά μεγαλώνουν. Δεν συνειδητοποίησα όμως ότι μπαίνω σε μια ολόκληρη εν εξελίξει συζήτηση για την τάξη, ούτε ότι θα παρουσιαστώ ως η «γερμανική φωνή για το ζήτημα της τάξης» (γελάμε). Αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο ήταν το θέμα της ευθύνης. Η αφηγήτρια στην αρχή δεν έχει συναίσθηση της ίδιας της της φωνής. Ήθελα να εξερευνήσω πώς η ταξική και φυλετική βία που έχει υποστεί την έχουν διαμορφώσει έτσι, ώστε να πιστεύει ότι δεν έχει καμία επιρροή στο ίδιο της το μέλλον. Και αυτό την κάνει έναν παθητικό χαρακτήρα, κάτι που ενόχλησε κάποιους αναγνώστες, γιατί δεν υπερασπίζεται τον εαυτό της. Εγώ, όμως, ήθελα να δείξω κάποιον που σταδιακά αποκτά επίγνωση και καταλαβαίνει ότι το κάνει αυτό. Και στο τέλος βρίσκει τον ρόλο της στην ίδια της τη ζωή.
Αυτό ήταν κι ένα από τα δικά μου ερωτήματα. Γιατί η ηρωίδα σας υπομένει τόσα και παραμένει σιωπηλή; Επίσης η ανωνυμία της συνδέεται με το ζήτημα ορατότητας και ακουστικότητας;
Είχα πολλά προσχέδια που είχαν περισσότερη οργή, όπου κείνη θύμωνε, ή εγώ θύμωνα, και αυτό έβγαινε στο κείμενο. Αλλά συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα να παρουσιάσω μια λύση για αυτές τις καταστάσεις. Πολλές από τις σκηνές είναι καθημερινές, συνηθισμένες, στιγμές που βιώνει καθημερινό ρατσισμό ή υποτιμητικά σχόλια, που οι άλλοι ίσως δεν συνειδητοποιούν καν τι λένε. Δεν ήθελα να τελειώνει, λοιπόν, η κάθε σκηνή με έναν τρόπο που θα ανακούφιζε τον αναγνώστη. Ήθελα ο κόσμος να βιώσει αυτή την ένταση και να νιώσει απογοήτευση. Δεν ήθελα να δώσω μια εύκολη λύση, που θα δημιουργούσε την ψευδαίσθηση ότι, αν απλά σταθείς και πεις «Είσαι κακός δάσκαλος», όλα λύνονται. (γέλια) Όσον αφορά την ανωνυμία, είχα δοκιμάσει κάποια ονόματα, αλλά συνειδητοποίησα ότι ήταν πιο σημαντικό για μένα το ότι μιλά για τον εαυτό της. Ότι χρησιμοποιεί τη λέξη «εγώ» για να αφηγηθεί αυτή η ίδια την ιστορία της, στην οποία τις περισσότερες φορές είναι παθητική. Έτσι, βρίσκει τελικά τη δική της φωνή μέσα από την αφήγηση.
Εγώ θέλω να προσεγγίσω αυτά τα θέματα μέσα από μια καθαρά λογοτεχνική οπτική, να δω τι μπορεί να πει η λογοτεχνία γι’ αυτά.
Έχετε δηλώσει ότι σας ρωτάνε συνέχεια για το ζήτημα της αυτομυθοπλασίας. Είστε αρνητική με τον χαρακτηρισμό; Πιστεύετε ότι μια τέτοια ερώτηση απομακρύνει από το ίδιο το κείμενο;
Δεν είμαι κατά της αυτομυθοπλασίας ή κάτι τέτοιο. Νομίζω ότι είναι μια απολύτως έγκυρη μορφή γραφής, απλώς το δικό μου κείμενο δεν είναι αυτομυθοπλασία (γέλια). Νομίζω ότι αυτό μπερδεύει πολύ τους ανθρώπους που δεν μπορούν απλά να συνειδητοποιήσουν ότι εγώ δεν είμαι η αφηγήτρια. Θα έλεγα ψέματα αν έλεγα ότι είναι αυτομυθοπλασία (γέλια). Δεν μπορώ να το κάνω. Επίσης, νιώθω πως, ειδικά με αυτά τα θέματα για τα οποία γράφω, οι άνθρωποι θέλουν να εκπροσωπείς κάτι. Θέλουν να «ελέγξουν» αν τα βίωσες ακριβώς έτσι, ώστε να μπορείς να δώσεις απαντήσεις. Και δεν πιστεύω ότι αυτός είναι ο ρόλος μου. Εγώ θέλω να προσεγγίσω αυτά τα θέματα μέσα από μια καθαρά λογοτεχνική οπτική, να δω τι μπορεί να πει η λογοτεχνία γι’ αυτά. Και αυτό συνδέεται, υποθέτω, και με όλη την ιστορία γύρω από την ακτιβιστική προσέγγιση που λέγαμε προηγουμένως.
Υπήρχε, ωστόσο, ενώσω γράφατε, η σκέψη ότι κάποια εμπειρία σας πρέπει να μπει στο βιβλίο; Ότι είναι σημαντικό να ακουστεί;
Ας πούμε ότι ναι, ήξερα πως αυτή η ιστορία είναι μια ιστορία που μπορώ να πω, γιατί βίωσα κι εγώ το εκπαιδευτικό σύστημα με τρόπο παρόμοιο με την αφηγήτρια. Επίσης συνειδητοποίησα ότι δεν πρόκειται για μια μεμονωμένη εμπειρία, κάτι μοναδικό που συνέβη μόνο σε μένα. Πολλοί άνθρωποι έχουν παρόμοια βιώματα και σκέφτηκα ότι ίσως αυτά που έχω ζήσει θα μπορούσαν να έχουν κάποια αξία, θα μπορούσαν να είναι σημαντικά για άλλους αναγνώστες. Γι’ αυτό και τα έγραψα. Είχα και άλλη μια σκέψη, αλλά τώρα μου έφυγε. (γέλια)
Στην παρουσίαση του βιβλίου σας στο πλαίσιο της ΔΕΒΘ οι δύο ομιλητές περιέγραψαν το βιβλίο σας ως ένα «ιδιόμορφο coming-of-age μυθιστόρημα». Συμφωνείτε;
Ναι, στην ουσία το θεωρώ ένα κλασικό coming-of-age μυθιστόρημα και ίσως και ένα τυπικό πρώτο μυθιστόρημα. Το έγραψα όταν ήμουν γύρω στα 28, οπότε έχουν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια. Και τώρα που μεγαλώνω, καταλαβαίνω ότι αυτό έπρεπε να είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα. Αλλά όσο το έγραφα, όπως είπα και στην παρουσίαση, αναρωτιόμουν τι μπορώ να συνεισφέρω σε αυτό το είδος, στο θέμα της επιστροφής στη γενέτειρα, που είναι ένα πολύ κοινό μοτίβο στη λογοτεχνία. Συνειδητοποίησα, λοιπόν, ότι αυτή η αφηγήτρια ήταν ιδιαίτερη, γιατί δεν επέστρεφε θριαμβευτικά, με τον αέρα κάποιου που «τα έχει καταφέρει». Αντίθετα, ένιωθε ότι δεν είχε αλλάξει, δεν είχε επιτύχει κάτι, και φοβόταν μήπως αναγκαστεί να επιστρέψει για πάντα σε αυτό το μέρος.
![]() |
Η Ντενίζ Όντε (κέντρο) συζητά στη ΔΕΒΘ με τη μεταφράστρια του βιβλίου της Μαρία Αγγελίδου. Τη συζήτηση συντονίζει ο Σπύρος Μοσκόβου, δημοσιογράφος και μεταφραστής. |
Κάτι που συζητήθηκε, επίσης, και θα ήθελα να αναπτύξετε περισσότερο και εδώ είναι το ζήτημα της γλώσσας. Σχετίζεται με την αίσθηση του ανήκειν για την ηρωίδα;
Το πρόβλημα που έχει αυτός ο χαρακτήρας με τη γλώσσα, ειδικά με τη μητρική γλώσσα της μητέρας της, είναι ότι δεν τη μιλάει, δεν την έμαθε ποτέ. Δεν ξέρει τουρκικά, αλλά οι άνθρωποι υποθέτουν ότι ξέρει και της προσδίδουν αυτή την ταμπέλα του ατόμου τουρκικής καταγωγής, άρα ενός «ξένου» ανθρώπου που έρχεται από «έξω». Δεν έχει κάποιο εσωτερικό σημείο αναφοράς για αυτή την πλευρά της και εσωτερικεύει το μήνυμα ότι το να ανήκεις σε αυτή τη μειονότητα είναι κάτι αρνητικό. Γι’ αυτό προσπαθεί να το κρύψει. Ίσως νιώθει και ντροπή, επειδή δεν μπορεί να συμμετέχει σε αυτό το κομμάτι της κοινωνίας. Δεν έχει και μια ομάδα συνομηλίκων που θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν να διαχειριστεί όλα αυτά που νιώθει. Γι’ αυτό προφέρει διαφορετικά το όνομά της όταν είναι έξω. Αλλά είναι κάτι που της το έμαθε η μητέρα της. Η μητέρα της προσπαθούσε να την προστατέψει από την ίδια της την καταγωγή. Αλλά αυτό τελικά της προκαλεί μεγάλη σύγχυση.
Μιας που αναφερθήκατε στις παρέες, βλέπετε τη φιλία ως ενδυναμωτική; Γιατί στο βιβλίο σας είναι και μια πηγή σύγκρισης και μειονεξίας, νομίζω.
Σίγουρα βλέπω τη φιλία ως κάτι ενδυναμωτικό, αλλά οι φίλες της ηρωίδας μου δεν την ενδυναμώνουν ιδιαίτερα. (γέλια) Και αυτό έχει να κάνει και με τη φάση ζωής στην οποία βρίσκεται. Είναι μια περίοδος που μαθαίνεις τι ζητάς από μια φιλία, ποιοι είναι πραγματικά οι φίλοι σου. Μπορεί να μείνεις σε τέτοιες σχέσεις λίγο παραπάνω απ’ όσο πρέπει, γιατί δεν έχεις ακόμα την επίγνωση του τι συμβαίνει. Έτσι, δεν έχει καταλάβει ακόμη ότι, ειδικά η Σοφία, είναι συνεχώς μη υποστηρικτική απέναντί της, ειδικά όταν αυτή προσπαθεί να προχωρήσει. Και μετά έχει την ευκαιρία να βρει ίσως τους «δικούς της ανθρώπους» στο νυχτερινό σχολείο, αλλά και η ίδια αποστασιοποιείται... αποφεύγει να συνδεθεί μαζί τους, γιατί νιώθει ότι το να δείξει αλληλεγγύη θα είναι εις βάρος της. Αυτό είναι ένα σημείο όπου και η ίδια διαιωνίζει αυτά τα μοτίβα. Δεν ήθελα να τη ζωγραφίσω ως έναν χαρακτήρα που αποπνέει μόνο συμπόνια. Αυτό, λοιπόν, είναι ένα σημείο όπου λες «οκ, τώρα το κάνεις κι εσύ».
Ο χαρακτήρας του πατέρα είναι πολύ ιδιαίτερος και πολύπλοκος. Από τη μία αυτοκαταστροφικός, ενοχλητικός αλλά ταυτόχρονα και ευάλωτος. Πώς τον γράψατε; Θέλατε να εκφράζει ένα σύμβολο για τη γενιά του;
Θυμάμαι πώς τον έγραψα και πώς τον «γνώρισα». Όπως είπα πιο πριν, είχα πρώτα στο μυαλό μου το σκηνικό και μετά περπάτησα με τον χαρακτήρα μέσα στην πόλη, ώσπου φτάσαμε στο σπίτι της, άνοιξα την πόρτα, και άρχισα να περιγράφω ένα χάος. Νομίζω ότι το χάος ταίριαζε με την αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά εκεί. Και έτσι, ήμουν μέσα σε αυτό το ακατάστατο σπίτι και έπρεπε να σκεφτώ έναν λόγο για όλη αυτή την ακαταστασία. Και καθώς εκείνη τη στιγμή αποφάσισα να γράψω για έναν μεικτής καταγωγής χαρακτήρα, αυτό ήταν το σημείο όπου μπορούσα να περιγράψω ένα διαγενεακό πρόβλημα διαχείρισης της απώλειας, από την πλευρά του Γερμανού πατέρα. Ο πατέρας αυτός ακολούθησε τα βήματα του δικού του πατέρα. Ο παππούς είχε ζήσει τον πόλεμο, είχε χάσει την περιουσία του και τη γυναίκα του. Ο πατέρας έχασε κι εκείνος τη σύζυγό του και νιώθει ότι δεν έχει κανέναν έλεγχο στη ζωή του, και απλώς αναπαράγει όσα έμαθε. Δεν ξέρω αν θα τον αποκαλούσα «σύμβολο», αλλά από τις συζητήσεις μου με αναγνώστες, είδα ότι πολλοί άνθρωποι από μεγαλύτερες γενιές είδαν σε αυτόν είτε τον εαυτό τους είτε τους γονείς τους. Μια γενιά Γερμανών που έζησαν αυτή την εποχή και την ανικανότητά τους να μιλήσουν, ακόμα και για τη δική τους ευθύνη, κάτι που, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι αρκετά κοινό.
Οπότε πάντα σκέφτομαι: τι μπορώ να πω μέσα από τη γλώσσα μου; Τι μπορώ να εκφράσω μέσω της λογοτεχνίας που δεν μπορεί να ειπωθεί αλλιώς;
Κλείνοντας, διάβασα και άκουσα ότι σας συγκρίνουν συχνά με τον Εντουάρ Λουί και την Αννί Ερνώ. Θα ήθελα να μας πείτε τις δικές σας επιρροές και συγγραφείς που διαβάζετε.
Αυτή η σύγκριση σχετίζεται και με την παρεξήγηση περί αυτομυθοπλασίας, γιατί με σύγκριναν συχνά με αυτούς τους συγγραφείς, που φυσικά εκτιμώ βαθύτατα, και ήταν τιμή μου να αναφέρουν το όνομά μου δίπλα στο δικό τους. Αλλά δεν τους είχα διαβάσει όταν έγραφα αυτό το βιβλίο. Κάποιοι δεν με πίστεψαν, αλλά την Ερνώ τη διάβασα αφού είχα ήδη ολοκληρώσει τη συγγραφή του βιβλίου. Όσο για τις επιρροές μου... Ανακάλυψα…. πώς λένε τη λέξη… ίσως κάποια «πνευματική συγγένεια» με συγγραφείς που είναι πολύ διαφορετικοί από μένα, αλλά μοιραζόμαστε μια κοινή ματιά για τη λεπτομέρεια και την απόδοση νοήματος σε μικρά πράγματα.
Αδερφές-ψυχές;
Ίσως αυτό ακούγεται λίγο δραματικό (γέλια), αλλά κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω αν εκείνοι θα συμφωνούσαν (γέλια), οπότε θα τους αναφέρω με μεγάλη συστολή. Ένας από αυτούς είναι ο Βίλχελμ Γκενατσίνο. Έζησε για χρόνια στη Φρανκφούρτη, που είναι και η γενέτειρά μου, και τον ανακάλυψα όταν ήμουν δεκαενέα, πηγαίνοντας με το τρένο στο νυχτερινό σχολείο, διαβάζοντας τα βιβλία του. Έγραφε για το πώς περιπλανιέται στην πόλη, καταγράφει λεπτομέρειες, και εγώ τότε έκανα το ίδιο﮲ επέστρεφα σπίτι και κατέγραφα όσα είχα δει. Ήταν η στιγμή που κατάλαβα ότι υπάρχουν κι άλλοι εκεί έξω που είναι εξίσου παράξενοι (γέλια). Νομίζω ότι αυτή η εμμονή με τις λεπτομέρειες είναι κάτι που μας ενώνει.
Ίσως υπάρχει και κάποιος άλλος, για να σκεφτώ... Η διπλωματική μου εργασία ήταν για την Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, γύρω από τη φιλοσοφία της γλώσσας. Οπότε πάντα σκέφτομαι: τι μπορώ να πω μέσα από τη γλώσσα μου; Τι μπορώ να εκφράσω μέσω της λογοτεχνίας που δεν μπορεί να ειπωθεί αλλιώς; Είναι κάτι που με συνοδεύει από τα φοιτητικά μου χρόνια.
* Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι δημοσιογράφος