Για τα βιβλία του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη Guy Debord, Ποίηση και επανάσταση και Βορειοδυτικό πέρασμα, Πρωτοπορίες και κινήματα (εκδ. Κριτική).
Του Γιώργου Λαμπράκου
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος αποτελεί το υποχρεωτικό σημείο σύγκλισης όσων συνέβησαν στον πλανήτη πριν και μετά, το κεντρικό γεγονός γύρω από το οποίο θα περιστρέφονται υφιστάμενα τη βαρυτική του έλξη όλα τα υπόλοιπα γεγονότα του 20ού αιώνα. Τότε, ως γνωστόν, τα πιο «πολιτισμένα» έθνη προέβησαν σε ολοκαυτώματα, γενοκτονίες και ισοπεδώσεις πόλεων που οδήγησαν, συμβάν ίσως ακόμα σημαντικότερο, στην ισοπέδωση των ίδιων των αρχών και αξιών βάσει των οποίων οικοδομήθηκε η νεωτερική φιλελεύθερη και δημοκρατική εποχή.
Μέσα από τα ερείπια «ενός ακόμα μακελειού» ξεπήδησαν συγγραφείς, καλλιτέχνες, στοχαστές, δημιουργικές ομάδες, πρωτοποριακές αντιλήψεις και ευρύτερες κοινωνικές τάσεις που επιδίωξαν να αλλάξουν το μεταπολεμικό τοπίο.
Μέσα από τα ερείπια «ενός ακόμα μακελειού» (όπως επαναλάμβανε ο Σελίν) ξεπήδησαν συγγραφείς, καλλιτέχνες, στοχαστές, δημιουργικές ομάδες, πρωτοποριακές αντιλήψεις και ευρύτερες κοινωνικές τάσεις που επιδίωξαν να αλλάξουν το μεταπολεμικό τοπίο με τη νεανική ορμή και θέλησή τους, τη λυσσαλέα επίθεση και αντίσταση στις παλαιές δομές, τη ριζοσπαστική αναθεώρηση των αξιών του δυτικού πολιτισμού. Όπως έγινε κατανοητό με αρκετή καθυστέρηση, μερικές από τις μπροστινές θέσεις σε αυτές τις διαδικασίες κατέλαβαν η ομάδα Cobra, οι Λεττριστές, οι Καταστασιακοί και διάφορα συν αυτών παρατρεχάμενα και παραπλήσια κινήματα. Όλα αυτά, και πολλά ακόμα, αποτυπώνονται σε δύο σημαντικά και αλληλοσυμπληρούμενα βιβλία του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη, που επανεκδόθηκαν πρόσφατα: το ΒορειοδυτικόΠέρασμα: πρωτοπορίεςκαικινήματα και το GuyDebord: ποίησηκαιεπανάσταση, αμφότερα σε νέα έκδοση από την «Κριτική», με εικαστικά εξώφυλλα της Ελεάννας Μαρτίνου.
Αφού οι πόλεις ήταν/είναι τα βασικά σημεία διεξαγωγής των σύγχρονων πολέμων (με ή χωρίς όπλα), οι πόλεις θα είναι και τα σημεία τομής ανθρώπων και κινημάτων – ακόμα περισσότερο για ανθρώπους και κινήματα που είχαν/έχουν σκοπό να εξαπολύσουν έναν ολοκληρωτικό καλλιτεχνικό και στοχαστικό πόλεμο ενάντια στα κυρίαρχα καθεστώτα και τη λογική της ύπαρξής τους. «Τα κέντρα εξουσίας και η άρνησή τους κατοικούν πια στις πόλεις», σημειώνει ο Μπαμπασάκης και αναλαμβάνει το έργο να μας παρουσιάσει τα δύο αντιμαχόμενα σκέλη αυτής της μεταπολεμικής διαλεκτικής.
Νταντά και Σουρεαλισμός, στην πρωτοπορία
Ακολουθώντας δύο από τις πιο επαναστατικές μορφές τέχνης και έκφρασης του μοντερνισμού, το Νταντά και τον Σουρεαλισμό, διάφορες νέες καλλιτεχνικές ομάδες (Cobra, Λεττριστικό Κίνημα, Διεθνές κίνημα για ένα φαντασιακό Μπαουχάους, κ.ά) επιδίωξαν να ταράξουν τα, κατά την άποψη τους, λιμνάζοντα νερά, τις «εφησυχαστικές τάσεις», της μεταπολεμικής τέχνης και ζωής. Ορισμένοι δημιουργοί μιας νέας αισθητικής (και ενός νέου πολέμου κατά της αισθητικής εν γένει), σημαντικότεροι εκ των οποίων ήταν ο Άσγκερ Γιορν, ο Τζουζέπε Πίνοτ-Γκαλίτσο και ο Ιζιντόρ Ιζού (ο ιδρυτής του Λεττριστικού Κινήματος), θα εκτοξευτούν στην «πρωτοπορία της πρωτοπορίας», όχι μόνο μέσα από το καλλιτεχνικό τους έργο και όραμα, αλλά και μέσα από ποικίλων ειδών εξεγέρσεις, δράσεις, σαμποτάζ, συνήθως με αναρχομηδενιστικό πνεύμα, με κύριο στόχο να διαλύσουν «τον αποπνιχτικό μικροαστικό κομφορμισμό», μαζί με όλα όσα τον συνοδεύουν και τον ενισχύουν.
Ο Guy Debord
|
Στη συγκρότηση αυτών των νέων τάσεων και στη συνέχισή τους με άλλα, ακόμα πιο επαναστατικά μέσα, θα συμβάλλει προπαντός ο Γκι Ντεμπόρ, πρώτα μέσα από τους κόλπους της Λεττριστικής Διεθνούς και αργότερα ως πρωτεργάτης της Καταστασιακής Διεθνούς. Ο Ντεμπόρ, μαζί με μια μικρή παρέα συνοδοιπόρων, εξέχουσα μορφή των οποίων είναι ο Ραούλ Βανεγκέμ (ένας θεωρητικός με καταπληκτική πένα), θα αναλάβουν, όπως σημειώνει ο συγγραφέας στο ΒορειοδυτικόΠέρασμα, «να αγωνιστούν για το δικαίωμα της σχόλης, της αέναης παιγνιώδους δραστηριότητας, της καινούργιας πειραματικής χρήσης των τεχνολογικών ανακαλύψεων (που τις χειρίζονται χέρια βάναυσα και μυαλά που επιδιώκουν τη διαιώνιση του εκμεταλλευτικού συστήματος), της απελευθέρωσης της καθημερινής ζωής από τις συμβατικότητες και τους καταναγκασμούς που επιβάλλουν οι κρατιστές […] θα θρυμματίσουν τη γραμμικότητα του χρόνου, θα τραγουδήσουν την κραιπάλη και θα εξερευνήσουν τους απαγορευμένους (και κακόφημους) θύλακες ελευθερίας της μεγαλούπολης». Αυτά τα «χαμένα παιδιά» του πολέμου θα αποδείξουν πως δεν θα παραμείνουν για πολύ ακόμα χαμένα. Με αυτούς θα συντονιστούν συγγραφείς όπως ο Αλεξάντερ Τρόκκι, η Μισέλ Μπερνστάιν και η Αλίς Μπεκέρ-Χο (οι δύο σύζυγοι του Ντεμπόρ), ενώ εκλεκτικές συγγένειες (που, όπως κάθε συγγένεια, ενέχει τρομακτικές αμφιθυμίες) θα σχηματιστούν με φιλοσόφους όπως ο Λεφέβρ, ο Καστοριάδης, ο Μορέν, ο Αντόρνο, ο Μαρκούζε κ.ά.
Διευρύνοντας το «παιχνίδι»
Ωστόσο η πειραματική τέχνη δεν θα αρκέσει, κυρίως για τον Ντεμπόρ, που θέλει να διευρύνει το «παιχνίδι», να αρχίσει να το παίζει πια «στρατηγικά», με ολοένα πιο πολιτικούς και θεωρητικούς όρους. Αναγνωρίζει ορθά πως όλο αυτό το πειραματικό παιχνίδι έχει τα όρια του, ιδίως αν μείνει εγκλωβισμένο στον χώρο της τέχνης. Έτσι το λεττριστικό όραμα γενικεύεται μετατρεπόμενο σε καταστασιακή εξέγερση, αξιώνει να αποκτήσει ευρύτερες κοινωνικές διαστάσεις, να συμπεριλάβει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Ο Ντεμπόρ και ο Βανεγκέμ θα αναλάβουν να πολιτικοποιήσουν τη δράση, να προπαγανδίσουν εξεγέρσεις που πλέον δεν περιορίζονται στον χώρο της τέχνης, να ξεφύγουν από τον «ηρωικό μηδενισμό» των νιάτων τους και των άλλων συντρόφων τους, έναν μηδενισμό που γίνεται πλέον τόσο αντίπαλος όσο η ίδια η καπιταλιστική κοινωνία. Εχθρός γίνεται πλέον ολόκληρη η Κοινωνίατουθεάματος (Ντεμπόρ) και έργο της καταστασιακής κοσμοαντίληψης η Επανάστασητηςκαθημερινήςζωής (Βανεγκέμ) – δύο βιβλία που παραμένουν ανοξείδωτα έως σήμερα.
Θα αγαπήσουν όλες τις πειραματικές μορφές έκφρασης του μοντερνισμού (από τον Ρεμπό και τον Λοτρεαμόν μέχρι το Νταντά και τον Σουρεαλισμό), και (ιδίως ο Ντεμπόρ) θεωρητικούς του πολέμου όπως ο Σουν Τζου και ο Κλαούζεβιτς, οριακές προσωπικότητες όπως ο Σαντ, ο Κραβάν, ο Λόουρι, κ.α.
Όπως μας δείχνει ο συγγραφέας, για την «ιδεογονία» τους ο Ντεμπόρ και ο Βανεγκέμ θα στηριχτούν φιλοσοφικά στον Χέγκελ (για τη διαλεκτική φιλοσοφία της ιστορίας), τον Μαρξ (για τον επαναστατικό προσανατολισμό του), τον Στίρνερ και τον Νίτσε (για το ατομικιστικό και αντικρατιστικό πρόσημο της εξέγερσης), παίρνοντας παράλληλα τις αποστάσεις τους ώστε να συγκροτήσουν τους δικούς τους τρόπους σκέψης που θα λαμβάνουν υπόψη τις νέες ανάγκες που γεννιούνται μέσα από τις μεταπολεμικές συγκυρίες. Θα αγαπήσουν όλες τις πειραματικές μορφές έκφρασης του μοντερνισμού (από τον Ρεμπό και τον Λοτρεαμόν μέχρι το Νταντά και τον Σουρεαλισμό), και (ιδίως ο Ντεμπόρ) θεωρητικούς του πολέμου όπως ο Σουν Τζου και ο Κλαούζεβιτς, οριακές προσωπικότητες όπως ο Σαντ, ο Κραβάν, ο Λόουρι, κ.ά.
Ο Ντεμπόρ «θέλησε να δει την ανατροπή ως μία εκ των καλών τεχνών», γράφει ο Μπαμπασάκης στο ΒορειοδυτικόΠέρασμα, κάτι που θα αναλύσει διεξοδικά στον τόμο ΠοίησηκαιΕπανάσταση. Αυτή η ανατροπή, τόσο στη θεωρητική όσο και στην πρακτική της έκφανση (θεωρία και πράξη, πράξη και θεωρία στον Ντεμπόρ είναι ένα αξεδιάλυτο διαλεκτικό παιχνίδι), αφορά κάθε είδους καταπίεση – προφανώς τους δύο κύριους ολοκληρωτισμούς του 20ού αιώνα (σταλινισμό και ναζισμό), μα και έναν ακόμα ολοκληρωτισμό που γίνεται με υπόγεια, συνεπώς πιο πονηρά, μέσα: τον ολοκληρωτισμό του θεάματος.
Σύμφωνα με τον Μπαμπασάκη, ο Ντεμπόρ, ο «ποιητής του αρνητικού» που γαλουχήθηκε στους δρόμους (ωραία η αναφορά στους αριστοφανικούς Ιππείς: «Εν αγορά καγώ τέθραμμαι»), συλλαμβάνει την ιδέα της πραγμάτωσης της τέχνης στην καθημερινή ζωή ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Μέχρι την αυτοκτονία του το 1994 θα παραμείνει απαρασάλευτος στις αρχές που τον ανέθρεψαν και στις αρχές που ο ίδιος ανέθρεψε. Το GuyDebord: ποίησηκαιεπανάσταση είναι ένα εκτενές εγκώμιο στα πεπραγμένα αυτής της οριακής μορφής του 20ού αιώνα: στις θεωρητικές αναζητήσεις, αναλύσεις και προβλέψεις, στις καλλιτεχνικές (κυρίως «κινηματογραφικές», με πολλά εισαγωγικά, όμως) εκφράσεις, στην περιπέτεια του βίου και στον βίο της περιπέτειας (για να επιστρατεύσουμε ένα προσφιλές ρητορικό σχήμα της εγελομαρξιστικής παράδοσης), στις ηδονές και τις οδύνες του αλκοόλ, στην περιπλάνηση, στη μεταστροφή (δηλαδή την «εκτροπή από το αρχικό πλαίσιο ορισμένων καλλιτεχνικών ή άλλων στοιχείων και μορφών και, εν συνεχεία, την ενσωμάτωσή τους σε ένα νέο, ανώτερο πολιτιστικό συμφραζόμενο»), στην άρνηση των ανταλλακτικών αξιών και της συνακόλουθης μορφής ζωής που δημιουργεί η κοινωνία του θεάματος.
«Tο θέαμα είναι το στάδιο του καπιταλισμού κατά το οποίο το κεφάλαιο έχει πια τόσο συσσωρευτεί ώστε να μετατρέπεται σε εικόνα […] είναι η στιγμή της ιστορίας κατά την οποία το εμπόρευμα αυτοθαυμάζεται μέσα στον κόσμο που δημιούργησε το ίδιο».
Τόνοι μελανιού έχουν χυθεί για αυτή την έννοια. Σύμφωνα με τον εμπνευστή της, όπως εξηγεί ο Μπαμπασάκης, «το θέαμα είναι το στάδιο του καπιταλισμού κατά το οποίο το κεφάλαιο έχει πια τόσο συσσωρευτεί ώστε να μετατρέπεται σε εικόνα […] είναι η στιγμή της ιστορίας κατά την οποία το εμπόρευμα αυτοθαυμάζεται μέσα στον κόσμο που δημιούργησε το ίδιο». Με άλλα λόγια, είναι το πέρασμα από την ιστορική συνθήκη «από το είναι στο έχειν», στην ιστορική συνθήκη «από το έχειν στο φαίνεσθαι». Στις σελίδες τούτης της εργοβιογραφίας για τον Ντεμπόρ, βιβλιογραφικά τεκμηριωμένης όπως και ο προαναφερθείς τόμος, ο συγγραφέας αναδεικνύει σε μια εκ περιτροπής παθιασμένη και νηφάλια γλώσσα αυτή την έννοια, όχι απλώς θεωρητικά, αλλά στο πλαίσιο των συσχετισμών της με την καθημερινή ζωή, με παραπλήσιες έννοιες παραπλήσιων στοχαστών, με τις ασταμάτητες συμμαχίες μα και κόντρες των μελών αυτών των πρωτοποριών στην προσπάθεια να βρει ο καθένας τον δρόμο του (και, αλίμονο, να επιβάλλει ο καθένας τον δρόμο του στους άλλους), με κεντρικά γεγονότα όπως ο Μάης του ’68, κ.ά.
Μέσα σε αυτό τον κυκεώνα λεττριστικών και καταστασιακών ιδεών, έργων, δράσεων, αντιπαραθέσεων και εξεγέρσεων, που κορυφώθηκαν τις δεκαετίες του 1950 και 1960, συνέβησαν τόσο πολλά που εδώ είναι αδύνατον να σχολιαστούν. Ας περιοριστούμε σε έναν γενικό προβληματισμό: κάθε επαναστατική κοσμοθεωρία και, προφανώς, κάθε επαναστάτης (αφού η κοσμοθεωρία είναι ένα όπλο, οι ιδέες είναι όπλα – καλώς ο συγγραφέας επισημαίνει και επιστρατεύει τη συναφή θέση του Κονδύλη) χωρίζει τον κόσμο σε ένα Είναι και ένα Δέον τα οποία συνήθως απέχουν παρασάγγας, αλλά μπορούν να ταυτιστούν, αν και εφόσον ακολουθήσουμε την επαναστατική κοσμοθεωρία/ τον επαναστάτη. Όταν όμως αυτά τα δύο δεν ταυτίζονται, όταν το ένα ούτε καν πλησιάζει το άλλο σύμφωνα με την εκάστοτε επαναστατική κοσμοθεωρία, ο επαναστάτης συνήθως αντιδρά, αμύνεται και απογοητεύεται, μα προπαντός καλείται να εξηγήσει γιατί δεν λαμβάνει χώρα αυτή η σύγκλιση, γιατί οι άλλοι δεν τον ακούν όσο θα ήθελε, γιατί δεν ακολουθούν τα χνάρια του, τον μοναδικό ορθό δρόμο (του).
Αδυνατότητα συμφιλίωσης θεωρίας και πράξης
Με τον Ντεμπόρ, η παραπάνω συνθήκη δεν διαφέρει. Οι Καταστασιακοί δεν ήταν συνολικά ποτέ πάνω από 20 άτομα – τις περισσότερες φορές, μάλιστα, μετριούνταν στα δάχτυλα του μονόχειρα. Μα και να ήθελαν να είναι περισσότεροι, ο Ντεμπόρ, ορμώμενος εκ της θεωρίας μα και της ψυχοσύνθεσής του, δεν θα τους το επέτρεπε (και δεν τους το επέτρεψε). Εδώ υπάρχει λοιπόν μια ριζική σύγκρουση, μια εγγενής αδυνατότητα συμφιλίωσης της θεωρίας με την πράξη σε γενικευμένο επίπεδο: η συνοχή των ιδεών του Ντεμπόρ παρέμεινε αξιοθαύμαστα ακλόνητη (γεγονός σπάνιο στην ιστορία των ιδεών), μα εξίσου ακλόνητη υπήρξε και παραμένει η συνολική αδιαφορία των δυτικών ανθρώπων να εισακούσουν την επαναστατική κοσμοθεωρία του, πόσο μάλλον να την εφαρμόσουν στην πράξη. Ο Ντεμπόρ πάσχισε να γενικεύσει, να προβάλλει στους άλλους, ένα μάλλον ατομικιστικό όραμα: αυτή ήταν η σαγήνη, αλλά και η αδυναμία, του οράματός του. Το αναμφίβολα ηχηρό, αλλά όχι μακροπρόθεσμα επιδραστικό, διάλειμμα του Μάη του ’68 αποτελεί μια εξέγερση, όχι όμως μια κατεξοχήν επανάσταση, καταστασιακή ή άλλη. Για το πόσο γρήγορα τελείωσε δε, το πόσο γρήγορα οι «άγριοι απεργοί» επανήλθαν στις θέσεις τους και τα πλουσιόπαιδα στα πανεπιστημιακά έδρανα για να μη χάσουν τις εξετάσεις τους, έχουν γραφτεί επίσης πάμπολλα (μεταξύ άλλων, π.χ., Γ.Λ., «Η κληρονομιά του γαλλικού Μάη», Bookpress, 30/8/2014).
Τι πήγε στραβά; Tο θέαμα «εκσυγχρονίστηκε» (και στις μέρες μας θριαμβεύει όσο ποτέ), το κεφάλαιο ανέπτυξε νέους, ακόμα πιο ισχυρούς τρόπους να διεισδύει στο μυαλό των ανθρώπων και μάλιστα σε παγκοσμιοποιημένο πια επίπεδο, να διαμορφώνει συνειδήσεις ετερόνομες και πειθήνιες, παρά την επίφαση ελευθερίας.
Τι πήγε στραβά; Η απάντηση του Ντεμπόρ, διατυπωμένη σε πολλά βιβλία και άλλα έργα του μετά την –με απόφαση του ιδίου– διάλυση της Καταστασιακής Διεθνούς, είναι έντιμη και συνεπής, και σε μεγάλο βαθμό εύλογη: το θέαμα «εκσυγχρονίστηκε» (και στις μέρες μας θριαμβεύει όσο ποτέ), το κεφάλαιο ανέπτυξε νέους, ακόμα πιο ισχυρούς τρόπους να διεισδύει στο μυαλό των ανθρώπων και μάλιστα σε παγκοσμιοποιημένο πια επίπεδο, να διαμορφώνει συνειδήσεις ετερόνομες και πειθήνιες, παρά την επίφαση ελευθερίας. Ίσως, πάλι, ο Ντεμπόρ απαντούσε πως δεν έχτισε μια κοσμοθεωρία (τον «καταστασιασμό»), αλλά μια «πειραματική καταστασιακή στάση», αέναα εξελισσόμενη μες στο ιστορικό γίγνεσθαι. Κι όμως, μια τέτοια εξήγηση ρίχνει πάντα το βάρος αποκλειστικά στην κοινωνία (η επίδραση του Μαρξ δεν ξεπεράστηκε ποτέ), ποτέ στις διαχρονικές σταθερές της ανθρώπινης κατάστασης. Η εργασία, η οικογένεια, η ανάγκη για ασφάλεια στην καθημερινή ζωή, η δημιουργία αυθεντικής τέχνης που δεν ταυτίζεται με την καθημερινή ζωή αλλά την υπερβαίνει, και άλλα παρόμοια, δεν αποτελούν ούτε μικροαστικά ήθη, ούτε γεννήματα του καπιταλισμού τα οποία θα «ξεπεραστούν» στο μέλλον. Είναι σύμφυτα με διαχρονικές επιθυμίες και ανάγκες του ανθρώπου.
Συνάμα, η πολεμική του Ντεμπόρ και των άλλων καταστασιακών απέναντι στους πάντες και τα πάντα, και προπαντός μεταξύ τους, δείχνει την ίδια την εξουσιαστική δομή ακόμα μιας σκέψης και πρακτικής που επιζητούσε μάταια να υπερβεί κάθε εξουσία. Τι έφταιγαν, π.χ., ο Ιονέσκο και ο Μπέκετ, και λοιδορούνταν ασύστολα; Είναι δυνατόν, απέναντι στο να κρίνεται ηλίθιος ο Μπάροουζ και απατεώνισσα η Ντιράς, να μην εκνευριστεί κάτι μέσα μας; Από όλο το έργο του Τσάπλιν, το κορυφαίο κινηματογραφικό corpus του περασμένου αιώνα, δεν είναι μικροπρεπές να στέκεται κανείς στο γεγονός ότι χαιρέτησε τη βασίλισσα της Αγγλίας; Πώς να μην απωθεί κάποιον το γεγονός πως στους κόλπους αυτών των κινημάτων, με χαρακτηριστική ευκολία και καλπάζουσα αλαζονεία, ο μέχρι χτες στενός φίλος κρινόταν και καταδικαζόταν πλέον ως απαρέγκλιτος εχθρός, ο μέχρι χτες σημαντικός επαναστάτης ως τιποτένιος μικροαστός, ο μέχρι χτες μεγάλος καλλιτέχνης ως πουλημένος πια στο σύστημα ή στο θέαμα; Εντέλει, από τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων που γεννιούνται, πόσοι είναι πραγματικά ικανοί να κάνουν τη ζωή τέχνη και την τέχνη ζωή;
O Ντεμπόρ παρέμεινε βαθύτατα πεσιμιστής: παρά τη φλογερή επαναστατική ρητορική του, ανάμεσα στις γραμμές των κειμένων του διαφαίνεται η μελαγχολία, η «αυθεντική περιφρόνηση για τον κόσμο που τον περιβάλλει», συχνά ακόμα και η παραίτηση.
Ο Ντεμπόρ (με ή χωρίς τους κατά περιόδους συνεργάτες του) έκανε κάτι ριζικό, ουσιαστικό, αναγκαίο, που κανείς δεν γίνεται να του το αμφισβητήσει: αναζήτησε νέους δρόμους για περισσότερη ελευθερία και γνησιότερη έκφραση, για εκτός των επίσημων τειχών δημιουργικότητα, για απομάκρυνση από κοινωνικές, θρησκευτικές ή άλλες επιταγές που απομυζούν το σύγχρονο άτομο, για μια ζωή που δεν είναι στραγγισμένη από τα πάθη που την κάνουν άξια να τη ζει κανείς, και όλα αυτά, όπως σημειώνει ορθά ο συγγραφέας, «με τους δικούς του και μόνον όρους. Δεν είναι λίγο». Σε σχέση με την κοινωνική επανάσταση, εντέλει, είναι στα συν του Ντεμπόρ το ότι ήταν και παρέμεινε βαθύτατα (και, κατά τη γνώμη μας, δικαίως) πεσιμιστής: παρά τη φλογερή επαναστατική ρητορική του, ανάμεσα στις γραμμές των κειμένων του διαφαίνεται η μελαγχολία, η «αυθεντική περιφρόνηση για τον κόσμο που τον περιβάλλει» (όπως έγραψε ο μελετητής του, Anselm Jappe), συχνά ακόμα και η παραίτηση.
Ο επίλογος; «Επίλογος δεν υπάρχει, ναι, δεν θα υπάρξει επίλογος, όλα συνεχίζονται και όλα παίζονται εις το διηνεκές», σημειώνει με νόημα ο Μπαμπασάκης, κλείνοντας τον έναν από τους δύο αυτούς φλογερούς «πανηγυρικούς» που έγραψε για μια τόσο έντονη εποχή και τους παθιασμένους ανθρώπους της. Κι όποιος (έχει) ασχοληθεί με όλα αυτά τα ωραία πράματα εγκαίρως, ιδίως στη συνήθως πιο παθιασμένη δεκαετία της ζωής του, τη μετεφηβική, ίσως (έχει) βρει μέσα τους (δηλαδή μέσα του) έναν δικό του ποιητικό-επαναστατικό δρόμο και μια δική του ελευθερία.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, το λογοτεχνικό δοκίμιο «Τσαρλς Μπουκόβσκι – Ο κυνικός Κυνικός (εκδ. Γαβριηλίδης).
Guy Debord
Ποίηση και Επανάσταση
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Κριτική 2015
Σελ. 232, τιμή εκδότη € 13,00
Βορειοδυτικό πέρασμα
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Κριτική 2015
Σελ. 256, τιμή εκδότη € 13,00