
Της Σώτης Τριανταφύλλου
Η πρόσφατη δημοσιότητα των ενεργειών της NSA με οδήγησε σ’ αυτή τη συλλογή άρθρων γύρω από τη δεκαετία του 1950 που μόλις κυκλοφόρησε σε ebook. Πρόκειται για μια έρευνα σε αμφιλεγόμενα ζητήματα της μεταπολεμικής αμερικανικής ιστορίας: την καταδίκη και παραδειγματική εκτέλεση των Ρόζενμπεργκ (οι οποίοι, αν δικάζονταν σήμερα, θα αθωώνονταν λόγω αμφιβολιών), τον πόλεμο της Κορέας, την ευπαθή ισορροπία των τεσσάρων P (power, principles, peace, prosperity) στην αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Το παρελθόν φαίνεται πάντοτε καλύτερο από το παρόν επειδή δεν είναι «εδώ». Η νοσταλγία αποτελεί στοιχείο της ανθρώπινης κατάστασης και μολονότι οι ιστορικοί προσπαθούν να διαλύσουν τις ψευδαισθήσεις, η νοσταλγία αποδεικνύεται ισχυρότερη. Η δεκαετία του ’50, όπως οποιαδήποτε άλλη «δεκαετία», ήταν μέρος μιας χρονικής συνέχειας που, όπως είναι φυσικό, συνδεόταν, από μία πλευρά, με τα τέλη της δεκαετίας του ’40 κι από την άλλη με τη δεκαετία του ’60 που υπήρξε μια ιστορική «απόκριση» στα fifties. Η εκλογή του Αϊζενχάουερ σηματοδοτούσε αλλαγή διάθεσης από την εποχή του Ρούζβελτ και του Τρούμαν, όπως η εκλογή του Τζον Κένεντι ήταν η συμβολική δήλωση της προθυμίας των Αμερικανών να δοκιμάσουν καινούργιες προσεγγίσεις, ένα καινούργιο ύφος. Όπως συμβαίνει στη φυσική, όπου υπάρχει δράση υπάρχει αντίδραση: ο «άνετος», αξιόπιστος, μετριοπαθής Αϊζενχάουερ εκπροσωπούσε τη φυσιογνωμία που εύχονταν για τον εαυτό τους οι Αμερικανοί στη δεκαετία του ’50. Ο Αϊζενχάουερ ήταν καθησυχαστικός –έπαιζε, ας πούμε, τον ρόλο του δόκτορος Τζέκυλ- ενώ ο περιβόητος γερουσιαστής Τζόζεφ Μακάρθυ έπαιζε τον ρόλο του κυρίου Χάιντ. Το βιβλίο “Secret Agents” επιμένει περισσότερο στον κύριο Χάιντ.
Ο «άνετος», αξιόπιστος, μετριοπαθής Αϊζενχάουερ εκπροσωπούσε τη φυσιογνωμία που εύχονταν για τον εαυτό τους οι Αμερικανοί στη δεκαετία του ’50
Η χρονική απόσταση από τον λεγόμενο «μακαρθισμό» έχει συρρικνώσει την ελαφρώς γελοία αντικομμουνιστική εκστρατεία και το κυνήγι των μαγισσών σε υποσημείωση της ιστορίας. Όμως, στην αρχή της δεκαετίας του ’50, οι Αμερικανοί κοιτούσαν νοσταλγικά προς το παρελθόν - νοσταλγούσαν τον ηρωισμό και το συλλογικό πνεύμα που θριάμβευαν στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου καθώς και τις βασικές αρχές που τους βοήθησαν να ξεπεράσουν την οικονομική κρίση της δεκαετίας του ’30: την πίστη στο άτομο και στη δυνατότητά του να βελτιώνει τα πράγματα. Στα «Σταφύλια της οργής», ο Τζον Στάινμπεκ περιέγραφε αυτό το Zeitgeist: η οικογένεια Τζόουντ ταξιδεύει προς την Καλιφόρνια για να βρει την τύχη της.
Από την ευμερία στην παράνοια
Τόσο στη δεκαετία του ’30, όσο και στη δεκαετία του ’40, οι Αμερικανοί έβλεπαν τον εαυτό τους και την κοινότητά τους ως κάτι καλό και ορθό, ως κάτι που θα σκότωνε τον δράκο (την οικονομική ύφεση, τις δυνάμεις του Άξονα) και θα κατάφερνε να δημιουργήσει έναν υπέροχο, ειρηνικό κόσμο. Ωστόσο, μετά το τέλος του πολέμου και της βραχύβιας φιλίας με την ΕΣΣΔ, η πίστη στον άνθρωπο έδωσε τη θέση της στην καχυποψία, στον φόβο ότι επίκειτο ένας καινούργιος πόλεμος, αυτή τη φορά εναντίον των κομμουνιστικών χωρών που θα επιτίθεντο πρώτες. Η ευημερία οδήγησε σε κάποιου είδους λήθαργο και την ίδια στιγμή σε παρανοειδείς διαταραχές: οι Αμερικανοί πίστευαν ότι ένας στους δέκα ανθρώπους που συναντούσαν στον δρόμο ήταν επικίνδυνος κομμουνιστής.
Αυτή η στάση οφειλόταν κυρίως στις δηλώσεις του γερουσιαστή Μακάρθυ σχετικά με την κομμουνιστική διείσδυση στο Υπουργείο Εξωτερικών. Τον Φεβρουάριο του 1950, ο Μακάρθυ ανακοίνωσε πως 200 στελέχη του υπουργείου ήταν εγγεγραμμένα μέλη του ΚΚ, ενώ λίγους μήνες αργότερα μείωσε τον αριθμό σε 81 και μετονόμασε τους «συνωμότες με κάρτα μέλους του ΚΚ» σε «επικίνδυνα στοιχεία για την κρατική ασφάλεια». Η πραγματικότητα ήταν απλή: δεν είχε γίνει σχετική έρευνα και ο γερουσιαστής έλεγε ό,τι του κατέβαινε.
Πράγματι, η ΕΣΣΔ είχε αποκτήσει καινούργιους υποστηριστές εξαιτίας της συμβολής της στον πόλεμο. Εξάλλου, τα εγκλήματα του σταλινισμού καλύπτονταν τόσο από τη σοβιετική προπαγάνδα όσο κι από τους «χρήσιμους ηλίθιους» που ταξίδευαν στη Σοβιετική Ένωση σαν προσκυνητές στους Άγιους Τόπους. Αλλά, στο αμερικανικό έδαφος η κομμουνιστική ιδεολογία, παρά τον χορό των κατασκόπων, είχε περιορισμένη επιρροή. Ο Μακάρθυ έχασε την εύνοια του κοινού γύρω στο 1954 όταν οι περισσότεροι Αμερικανοί πείστηκαν πως επρόκειτο μάλλον για δημαγωγό παρά για σταυροφόρο πατριώτη. Στο μεταξύ, ο φόβος των εσωτερικών εχθρών είχε πλήξει τα δημοκρατικά δικαιώματα και είχε δώσει αφορμή για αντιαμερικανική προπαγάνδα στο εξωτερικό.
Σύμβολο της εποχής έγινε η ατομική βόμβα που διέλυσε τις αυταπάτες περί αθανασίας του ανθρώπου και του σύμπαντος. Η ενοχή για τη ρίψη των βομβών στην Ιαπωνία δεν φαίνεται να πήρε εθνικές διαστάσεις: οι Αμερικανοί ανησυχούσαν περισσότερο για το αν η ΕΣΣΔ διέθετε πυρηνικά όπλα παρά για το πώς οι ΗΠΑ είχαν χρησιμοποιήσει τα δικά τους. Το τέλος του αμερικανικού απομονωτισμού είχε προκαλέσει καινούργιους μπελάδες: οι ΗΠΑ καλούνταν να συνεχίσουν τον πόλεμο με διαφορετικά μέσα εναντίον διαφορετικών εχθρών. Οι Ρόζενμπεργκ έπεσαν θύματα αυτού του κλίματος. Wrong time, wrong place.
Οι Αμερικανοί ανησυχούσαν περισσότερο για το αν η ΕΣΣΔ διέθετε πυρηνικά όπλα παρά για το πώς οι ΗΠΑ είχαν χρησιμοποιήσει τα δικά τους
Από τον πόλεμο της Κορέας στον Ψυχρό Πόλεμο
Όταν το 1951 τα κομμουνιστικά στρατεύματα από τη Βόρεια Κορέα προσπάθησαν να καταλάβουν το νότιο μέρος της χώρας, οι ΗΠΑ ανταποκρίθηκαν με στρατιωτική επέμβαση, με «περιορισμένο πόλεμο» που, εκ των πραγμάτων, δεν μπορούσε να κερδηθεί ολοκληρωτικά. Οι Αμερικανοί ήθελαν πάντοτε καθαρά και απλά πράγματα: ο πόλεμος της Κορέας ήταν δυσάρεστα πολύπλοκος. Δεν επρόκειτο για πόλεμο αλλά μάλλον για «αστυνομική ενέργεια», για «σύγκρουση» που, εξαιτίας της γεωγραφικής απόστασης, ελάχιστα αφορούσε τους απλούς πολίτες, έδειχνε όμως την κλιμάκωση της εχθρότητας ανάμεσα στον ελεύθερο και τον κομμουνιστικό κόσμο. Ο πόλεμος της Κορέας ξεχάστηκε γρήγορα, αλλά ο Ψυχρός πόλεμος έγινε καθημερινή πραγματικότητα: η αόρατη σκιά του σύννεφου σε σχήμα μανιταριού συνόδευε όλα τα γλυκά πράγματα που εκτυλίσσονταν εκείνη την εποχή. Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50, στα σχολεία γινόταν λόγος για το ενδεχόμενο του πυρηνικού ολοκαυτώματος, ενώ οργανώνονταν ασκήσεις «ατομικών επιδρομών» κατά τις οποίες οι μαθητές μάθαιναν τρόπους επιβίωσης από εκρήξεις βομβών. Κυκλοφορούσε ευρέως η ιδέα ότι «κάποιος» στο Πεντάγωνο ή στο Κρεμλίνο θα πατούσε «ένα κουμπί» προκαλώντας τον Τρίτο παγκόσμιο πόλεμο και την πυρηνική καταστροφή. Οι πιο φοβικοί έχτιζαν καταφύγια στις αυλές τους ή διαμόρφωναν τα υπόγεια σε bunkers.
Σ’ αυτή την ατμόσφαιρα που συνδύαζε πρωτοφανή οικονομική ανάπτυξη και φοβίες, σημειώθηκαν καινούργια κοινωνικά φαινόμενα ένα από τα οποία ήταν η έξαρση της νεανικής παραβατικότητας: η juvenile delinquency εξελίχθηκε σε συμβολική αμερικανική εικόνα. Πριν από τη δεκαετία του ’50 κάθε σχολείο είχε τον ταραξία του: τώρα οι ταραξίες αποτελούσαν μάλλον τον κανόνα παρά την εξαίρεση. Η δεύτερη διαφορά από το παρελθόν ήταν το ότι οι ταραξίες θεωρούνταν ήρωες ή «αντι-ήρωες» κατά την έκφραση της εποχής, όχι πια «κακά παιδιά» που είχαν πάρει λάθος δρόμο. Ο καινούργιος τρόπος ντυσίματος, κουρέματος και χτενίσματος εξέφραζε τη ρήξη με τις κοινωνικές συμβατικότητες και την αντίθεση με τους πρεσβύτερους, γονείς και καθηγητές.
Η νεανική παραβατικότητα εκφράστηκε μέσω ενδυματολογικών συμβόλων (όπως τα πέτσινα μπουφάν και τα T-shirts) και γλωσσικών ιδιωμάτων αλλά δεν σταμάτησε στην αισθητική αντιπαράθεση με το κοινωνικό mainstream. Οι νεανικές συμμορίες (οι Lords, οι Dukes, οι Viceroys), έγιναν μέρος της καθημερινότητας στη δεκαετία του ’50 και η απείθεια των ανηλίκων αυξήθηκε κατακόρυφα και διαχύθηκε σε όλες τις ταξικές ζώνες. Παρ’ όλ’ αυτά, για κάθε ανήλικο παραβάτη υπήρχαν δέκα κοντοκουρεμένα και φρεσκοξυρισμένα παιδιά που αντέγραφαν την καθωσπρέπει εμφάνιση του Kingston Trio.
Ιστορίες ροκ εντ ρολ
Οι κοινωνικές στάσεις και οι μόδες της νεολαίας ορίζονταν από την καινούργια μουσική, από το ροκ εντ ρολ και τους crooners (άνδρες και γυναίκες) που τραγουδούσαν μελωδικά, μοντέρνα καψουροτράγουδα. Στην αρχή της δεκαετίας, το ροκ εντ ρολ κυριάρχησε στα ραδιοφωνικά κύματα και έκτοτε διέγραψε τη γνωστή τροχιά που συνέβαλε στη ριζική μεταρρύθμιση των ηθών – το αποτέλεσμα ήταν, φυσικά, η οργισμένη αντίδραση των φιλήσυχων Αμερικανών που είδαν στο χάσμα των γενεών μιαν άβυσσο. Το ροκ εντ ρολ άλλαξε την εικόνα που είχαν οι ΗΠΑ για τον εαυτό τους καθώς και την εικόνα που εξήγαγαν στο εξωτερικό. Κοντολογίς, άλλαξε την πρόσληψη της αμερικανικής κοινωνίας.
Η ευημερία άγγιξε μεγάλα τμήματα του αμερικανικού πληθυσμού στη δεκαετία του ’50. Το «σπίτι των ονείρων» του Αμερικανού πολίτη έγινε πραγματικότητα, τα προάστια επεκτάθηκαν ενώ αναδύθηκαν κοινωνικά στρώματα με σημαντική αγοραστική δύναμη: οι «άνθρωποι με τα γκρίζα κοστούμια», οι «χαρτογιακάδες», μπορούσαν να αποκτήσουν σπίτια με κήπο σε ελκυστικά μέρη όπως το Λονγκ Άιλαντ και το Κονέτικατ. Η μεσαία τάξη υιοθέτησε πρότυπα συμπεριφοράς που αντανακλούσαν τις αξίες της. H suburbia, παρά την άνοδο της εγκληματικότητας, του αλκοολισμού και των διαζυγίων, αποτελούσε το πρότυπο της φιλήσυχης ζωής – όπως έγραφε ο Θόρο, ζούμε όλοι σε ήσυχη απελπισία. στη δεκαετία του ’50 η απελπισία ήταν πιο ήσυχη από ποτέ.
H suburbia, παρά την άνοδο της εγκληματικότητας, του αλκοολισμού και των διαζυγίων, αποτελούσε το πρότυπο της φιλήσυχης ζωής
Οι εξεγέρσεις δεν έλειπαν: οι beats και η αντικουλτούρα, τα κινήματα του underground – ωστόσο, δεν επρόκειτο για πολιτική στάση. επρόκειτο μάλλον για μια ενδόρρηξη, για την αμφισβήτηση των απλών αμερικανικών αξιών περί νόμου, τάξης, τυπικής μόρφωσης, ευπρέπειας, εγκράτειας και, ταυτοχρόνως, κοινωνικής φιλοδοξίας, και κατανάλωσης. Οι beatniks τρομοκρατούσαν τις προαστιακές οικογένειες με τα χρηστά ήθη, αλλά, στην πραγματικότητα, δεν επηρέασαν τον κύριο κορμό της αμερικανικής ζωής: λιγοστοί ήταν όσοι αφηφούσαν τους κανόνες. Οι άνθρωποι ονειρεύονταν ανοιξιάτικες διακοπές στη Φλόριντα, καινούργια αστραφτερά αυτοκίνητα και προνομιακές θέσεις εργασίας στα γραφεία.
Η σκοτεινή πλευρά περιείχε μια, εκ των υστέρων, κωμική παράνοια όχι μόνον επειδή υποτίθεται πως υπήρχε «a red under every bed» αλλά και εξαιτίας μιας γενικής αίσθησης συντέλειας: oι Αμερικανοί φοβούνταν ότι εξωγήινοι, Ρώσοι, Μαύροι και νεανικές συμμορίες απεργάζονταν την καταστροφή του πολιτισμού. Αυτός ο φόβος βρίσκεται στη ρίζα του Ψυχρού πολέμου και σε όσα επέσυρε: τη μετάλλαξη της αμερικανικής πολιτικής από τον ιδεαλισμό στον ρεαλισμό, το πολυαίμακτο παιχνίδι των κατασκόπων, την ανισοβαρή ανάπτυξη του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος. Η εσωτερική αντίφαση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής -η απόσταση ανάμεσα στον ισχυρισμό της «principle» και την πρακτική της «power»- αρχίζει από εκείνη την εποχή και, αντιθέτως προς τις εντυπώσεις, δεν οφείλεται αποκλειστικά σε αποφάσεις ή μη αποφάσεις των ΗΠΑ.
Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, όπως διαμορφώθηκε μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του απομονωτισμού, οφείλεται σ’ ένα πλέγμα δυνάμεων που διασταυρώνονται μέσα στον κόσμο. Θέλω να πω: από τη στιγμή που οι ΗΠΑ συμμετείχαν στον πόλεμο, κι από τη στιγμή που δημιουργήθηκε κομμουνιστικό “μπλοκ”, οι επιλογές της αμερικανικής πολιτικής ήταν λίγο-πολύ προδιαγεγραμμένες. Κατά παράδοξο τρόπο, όταν αποτιμάται η αμερικανική ιστορία υπογραμμίζονται οι λεπτομέρειες, όπως είναι η αντικομμουνιστική υστερία της δεκαετίας του ’50, αλλά δεν αποδίδονται οι ευθύνες που αντιστοιχούν στις ΗΠΑ για εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας, όπως είναι η ρίψη βομβών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Η αντικομμουνιστική υστερία –την οποία περιγράφουν οι συγγραφείς αυτού του βιβλίου– ήταν το αποτέλεσμα των διεθνών σχέσεων και του λαϊκισμού στο εσωτερικό: υπό αυτή την έννοια θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί ως προς τις διαστάσεις της. Η ρίψη των ατομικών βομβών ήταν το αποτέλεσμα μιας λανθασμένης, βεβιασμένης και αήθους απόφασης: εξάλλου, ο πόλεμος θα τελείωνε σύντομα και χωρίς τις βόμβες. Οι ΗΠΑ βγήκαν ενισχυμένες από τον πόλεμο ενώ ξεκινούσε ένα καινούργιο κεφάλαιο στις διεθνείς σχέσεις: η αμερικανική ηγεμονία που αρχικά βασίστηκε στα τέσσερα P (με την εξαίρεση των βομβών) και στη συνέχεια εκφυλίστηκε στη γνωστή «πραγματιστική», συχνά αυτοκαταστροφική εξωτερική πολιτική.