
Μια συνέντευξη με τη Ρωσίδα ποιήτρια Μαρία Στεπάνοβα (Maria Stepanova), με αφορμή την κυκλοφορία της ποιητικής της συλλογής «Κορίτσια χωρίς ρούχα» (μτφρ. Ελένη Κατσιώλη, εκδ. Βακχικόν).
Στη Βίκυ Πορφυρίδου
Η Μαρία Στεπάνοβα είναι Ρωσίδα ποιήτρια, συγγραφέας και δημοσιογράφος, η οποία ζει στη Γερμανία. Θεωρείται μία από τις πιο επιδραστικές συγγραφείς της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Βακχικόν η ποιητική συλλογή της Κορίτσια χωρίς ρούχα, σε μετάφραση Ελένης Κατσιώλη.
Η ποίησή σας συχνά εξερευνά θέματα μνήμης, απώλειας και μεταμόρφωσης. Τι είναι αυτό που τροφοδοτεί το ενδιαφέρον σας για αυτά τα ζητήματα;
Δεν νομίζω ότι κάποιος επιλέγει τα θέματα της ποίησής του — είναι κάτι πιο ενστικτώδες, ένα αποτέλεσμα των εμπειριών της ζωής του. Η μνήμη και οι προκλήσεις της, τα κενά που αφήνει, ο τρόπος με τον οποίο αναδιαμορφώνει την πραγματικότητα, μετατρέποντάς τη σε ένα αυτοδημιούργητο έργο μυθοπλασίας — όλα αυτά με στοιχειώνουν στη ζωή μου. Κατά μία έννοια, η μνήμη είναι επίσης μια συλλογική διαδικασία που διαμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο ένα άτομο βλέπει τη θέση του στην κοινωνία — και τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρούμε μια ήσυχη επανάσταση της μνήμης, που αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν και ίσως το μέλλον. Για μένα, ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσω αυτή την αλλαγή είναι να γράψω γι’ αυτήν.
Τα γραπτά σας συχνά θολώνουν τη γραμμή μεταξύ του προσωπικού και του συλλογικού, εστιάζοντας περισσότερο στη «μοίρα του συνόλου» παρά στο άτομο. Πώς εξισορροπείτε αυτές τις προοπτικές στο έργο σας;
Νομίζω ότι η «μοίρα του συνόλου» είναι κάτι που υπάρχει όταν την παρακολουθείς από απόσταση. Όταν πλησιάζεις, βλέπεις όλες τις ατομικές ιστορίες, όλες τις προσωπικές φωνές που σχηματίζουν μια τεράστια χορωδία ενώ παραμένουν ξεχωριστές. Σκεπτόμενη τις καταστροφές του περασμένου αιώνα (και αυτές που αντιμετωπίζουμε τώρα), το μόνο που μπορώ να προσφέρω ως μια μορφή αντίστασης είναι η προσοχή — στις μικρές λεπτομέρειες, στις ιδιωτικές ζωές που σβήνονται από την ιστορία. Η δική μου φωνή δεν είναι διαφορετική και ακολουθεί τη χορωδία — άλλωστε, η ποίηση είναι μια χορωδία και η ίδια η ιστορία της ξεκινάει με μία επωδό.
Είστε ποιήτρια, μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος. Πώς επηρεάζουν αυτοί οι ρόλοι τη δημιουργική σας διαδικασία και ποιος σας φαίνεται πιο απαιτητικός;
Δεν είμαι ακριβώς δημοσιογράφος — περισσότερο αρχισυντάκτρια. Για δεκατέσσερα χρόνια είχα την εποπτεία μιας μεγάλης διαδικτυακής καθημερινής έκδοσης που έβλεπε τη σύγχρονη κουλτούρα μέσα από το πρίσμα της πολιτικής (ή και το αντίστροφο). Ποτέ δεν επικαλύφτηκε ο ρόλος μου αυτός με τη δουλειά μου ως συγγραφέως — κάποτε πίστευα ότι μπορούσα να διατηρώ αυτά τα δύο ξέχωρα. Μόνο τώρα καταλαβαίνω πόσο αυτός ο συνεχής διάλογος με την πραγματικότητα της εποχής μας επηρέαζε και επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτομαι και γράφω.
Η μετάφραση, όπως τη βλέπω εγώ, είναι μια διαφυγή για την ποίηση: μια ευκαιρία να ξεφύγει από τον έλεγχο του δημιουργού της και να αρχίσει να περιπλανιέται στον κόσμο.
Τα έργα σας έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Πώς επηρεάζει η διαδικασία της μετάφρασης την αποδοχή της ποίησης και της πεζογραφίας σας σε διαφορετικές κουλτούρες;
Για μένα, η μετάφραση είναι το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σε ένα ποιητικό έργο, παρά τα όσα έχουν ειπωθεί για την αδυναμία της ποίησης να μεταφραστεί, για το πώς η μαγεία (και ένα σημαντικό μέρος των νοημάτων) χάνεται στη μετάφραση. Αυτό κρύβει μια αλήθεια κατά κάποιον τρόπο. Αλλά η πραγματική αλλαγή που συμβαίνει στο ποίημα όταν αυτό διαπερνά τα όρια της δικής του γλώσσας, των συμφραζομένων, των πολιτιστικών προσδοκιών, είναι κάτι που με εμπνέει. Αν το ποίημά μου μπορεί να υπάρχει στα ελληνικά ή τα γαλλικά ως ένα νέο ποιητικό έργο, γραμμένο μέσα από αυτή τη νέα γλώσσα, αλλά και για αυτήν, αν κάποιος μπορεί να το διαβάσει όχι ως «μετάφραση», ως ένα ωχρό αντίγραφο ενός μακρινού πρωτοτύπου, αλλά ως ένα πραγματικό ποίημα, αυτό είναι το μόνο που μπορώ να επιθυμώ. Η μετάφραση, όπως τη βλέπω εγώ, είναι μια διαφυγή για την ποίηση: μια ευκαιρία να ξεφύγει από τον έλεγχο του δημιουργού της και να αρχίσει να περιπλανιέται στον κόσμο.
Ζώντας στη Γερμανία και εργαζόμενη ως Ρωσίδα ποιήτρια, πώς έχει επηρεάσει η εμπειρία της μετατόπισης και της πλοήγησης σε πολλαπλές πολιτιστικές ταυτότητες τη γραφή σας;
Δεν ζω αρκετό καιρό στη Γερμανία ώστε να έχω υποστεί σοβαρές αλλαγές — και στο παρελθόν έζησα πολύ καιρό εκτός Ρωσίας. Έτσι, σε πρακτικό επίπεδο, όλα είναι ίδια και ταυτόχρονα διαφορετικά. Η Ευρώπη είναι πλέον ένας τεράστιος συγκοινωνιακός κόμβος, ή ίσως ένας προσφυγικός καταυλισμός, με εκατομμύρια ανθρώπους που προσπαθούν να σώσουν και να αναδιαμορφώσουν τη ζωή τους. Ζούμε πράγματι σε σκοτεινούς καιρούς — και ένα από τα χαρακτηριστικά αυτών των καιρών είναι ένα νέο αίσθημα ευθραυστότητας. Τίποτα δεν είναι σταθερό και δεν υπάρχει κάτι στο οποίο να μπορείς να δείξεις και να πεις «αυτό είναι ο τόπος μου, το σπίτι μου, η ζωή μου». Είναι πολύ εύκολο να σου κλέψουν τη ζωή, και δεν μπορείς να κάνεις πολλά για να το αποτρέψεις. Αυτή η τεράστια ροή ανθρώπων που προσπαθούν να κρατήσουν έστω κάτι -τη μνήμη, την αξιοπρέπεια, κάποιο εσωτερικό σχήμα ταυτότητας- είναι η κοινότητα με την οποία αισθάνομαι συνδεδεμένη.
Η νέα ιστορική πραγματικότητα απαιτεί από τη λογοτεχνία να επανεφεύρει τον εαυτό της — και η ποίηση πάντα εργαζόταν στα όρια, μεταμορφώνοντας τη γλώσσα ώστε να την κάνει κατάλληλη για τις νέες εποχές.
Ποιον ρόλο πιστεύετε ότι διαδραματίζει η σύγχρονη ποίηση στην αντιμετώπιση παγκόσμιων ζητημάτων όπως είναι η μετανάστευση, η συλλογική μνήμη και η πολιτιστική απώλεια;
Πιστεύω ότι η ποίηση είναι το μόνο μέσο που μπορεί να εξερευνήσει αυτά τα πεδία με τόλμη και χωρίς δισταγμό. Η νέα ιστορική πραγματικότητα απαιτεί από τη λογοτεχνία να επανεφεύρει τον εαυτό της — και η ποίηση πάντα εργαζόταν στα όρια, μεταμορφώνοντας τη γλώσσα ώστε να την κάνει κατάλληλη για τις νέες εποχές. Έτσι, τώρα υπάρχουν πολλά να περιμένουμε από την ποίηση — και απ’ όσο ξέρω, πάντα κάνει ένα τεράστιο άλμα προς τα εμπρός όταν ξετυλίγονται πολιτιστικές και κοινωνικές αλλαγές. Τουλάχιστον αυτό είναι κάτι που μπορούμε να ελπίζουμε, σε εποχές που ακόμα και η ίδια η ελπίδα είναι ένα είδος υπό εξαφάνιση.