
Μια συζήτηση με την ποιήτρια Ολίντα Μπέγια (Olinda Beja) με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της «Ανάμεσα σε θάλασσα και έρημο» από τις εκδόσεις Βακχικόν (μτφρ. Πηνελόπη Ζαλώνη).
Συνέντευξη στη Βίκυ Πορφυρίδου
Η Ολίντα Μπέγια γεννήθηκε και μεγάλωσε στο πορτογαλόφωνο νησί Σάο Τομέ και Πρίνσιπε της Αφρικής το 1946. Μετακόμισε στην Πορτογαλία σε νεαρή ηλικία, ενώ σήμερα ζει στη Λοζάνη της Ελβετίας, όπου εργάζεται ως καθηγήτρια πορτογαλικής γλώσσας και πολιτισμού. Η ποιητική ανθολογία Ανάμεσα σε θάλασσα και έρημο είναι η πρώτη έκδοση ποιημάτων της στα ελληνικά και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν, σε μετάφραση Πηνελόπης Ζαλώνη.
Η προσωπική σας ιστορία και οι ρίζες σας στο Σάο Τομέ και Πρίνσιπε αποτελούν κεντρικό στοιχείο της ποίησής σας. Πώς επηρεάζει η σχέση σας με την πατρίδα τη δημιουργική σας διαδικασία;
Η δημιουργική διαδικασία επηρεάστηκε (και συνεχίζει να επηρεάζεται) από τη μακρόχρονη απουσία μου από την πατρίδα μου -37 ολόκληρα χρόνια!- κατά τη διάρκεια της οποίας μου παρουσίαζαν την εικόνα μιας πρωτόγονης, ημι-άγριας Αφρικής χωρίς δυνατότητες, που εξαρτιόταν πάντοτε και αποκλειστικά από την Ευρώπη. Επιπλέον, οι εικόνες που έβλεπα στις εφημερίδες εκείνης της εποχής (δεκαετίες του ’50 και ’60) αποθάρρυναν σχεδόν κάθε Αφρικανό από το να επιστρέψει σε εκείνη την ήπειρο. Στάλθηκα στην Πορτογαλία σε ηλικία δύο χρονών, στο σπίτι της θετής μητέρας μου, και οι ρίζες μου κόπηκαν. Επιστρέφοντας στα 39 μου, ήρθα αντιμέτωπη με τον κόσμο των ψεμάτων και των ψευδαισθήσεων με τα οποία είχαν διαποτίσει τις ψυχές μας. Το νησί μου στον Ισημερινό ήταν τελικά ένα θαύμα: παραδεισένια τοπία, καλοί και χαμογελαστοί άνθρωποι, χιλιάδες εξωτικά φρούτα, φοίνικες και παραλίες με ζεστά νερά, καφές και κακάο, μια μεγάλη οικογένεια και μια γλυκιά μητέρα που πάντα με περίμενε.
Το έργο σας συχνά εστιάζει σε θέματα όπως η ταυτότητα, η κληρονομιά και η μετα-αποικιακή εμπειρία. Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση όταν προσπαθείτε να αποτυπώσετε αυτές τις ιδέες ποιητικά;
Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι ακριβώς να ψάχνω να βρω τον χαμένο χρόνο και να τον μεταφέρω στα ποιήματά μου. Να ζήσω την παιδική ηλικία που μου στέρησαν, την ελευθερία που μου αρνήθηκαν. Από πολύ μικρή έγραφα ποιήματα, ιδιαίτερα εκείνες τις σκοτεινές μέρες που οι άνθρωποι με έκαναν να καταλάβω ότι ήμουν μαύρη και, συνεπώς, έπρεπε να επιστρέψω στη γη μου. Αυτό με πλήγωσε πολύ, και ο τρόπος που είχα για να επιβιώσω από αυτές τις φρικαλεότητες ήταν να γράφω. Αυτό έκανα και αυτό συνεχίζω να κάνω μέχρι σήμερα, αν και πιο ελεύθερα.
Έχετε ζήσει σε διαφορετικές χώρες και πολιτισμούς, όπως η Πορτογαλία και η Ελβετία. Πώς επηρεάζει η πολυπολιτισμική σας εμπειρία την καλλιτεχνική σας έκφραση;
Το να ζεις σε διάφορες χώρες σε βοηθά να γνωρίζεις άλλους πολιτισμούς και να αναγνωρίζεις ότι είμαστε ένα μωσαϊκό φυλών, εθίμων, πολιτισμών. Και αυτό αποτελεί πηγή γνώσης. Έμαθα να αγαπώ τη μουσική φάντο της Πορτογαλίας, τη μελαγχολία της saudade, τις ψητές σαρδέλες, αλλά και να λατρεύω το χιόνι και το σκι, τα ψηλά βουνά και τις λίμνες, να τρώω φοντύ και ελβετικό ρακλέτ και να τραγουδάω αλπικά τραγούδια! Όλες αυτές οι «αποχρώσεις» εισχωρούν στην ποίησή μου!
Η φύση, όπως ο ωκεανός και τα δέντρα, είναι έντονα παρούσα στα ποιήματά σας. Πώς συνδέετε αυτά τα στοιχεία με τα θέματα της ταυτότητας και της αντίστασης;
Πάντα ζούσα σε αγροτικές περιοχές. Η θετή μου μητέρα, που είχε πάθος για τη φύση, μου δίδαξε από νωρίς τη ζωή των λουλουδιών, των δέντρων, των ζώων, καθώς και τα ονόματα και τις ωφέλειές τους. Αλλά ζούσα στην ύπαιθρο· σπάνια πήγαινα στην παραλία. Με την επιστροφή μου στο Σάο Τομέ και Πρίνσιπε, μαγεύτηκα από τη θάλασσα, η οποία είναι πανταχού παρούσα. Και έτσι έμαθα ό,τι δεν ήξερα για αυτήν, τους κινδύνους και τα οφέλη της. Και την τραγουδώ στα ποιήματά μου, όπως είχα ήδη τραγουδήσει τα δέντρα, τα λουλούδια, τα ζώα… Όλα είναι μέρος ενός κύκλου στον οποίο θέλω να ζω. Γεννήθηκα δίπλα στη θάλασσα και η μητέρα μου έλεγε πως, πριν της μιλήσω, μιλούσα στα κοχύλια και τα σαλιγκάρια στην παραλία. Συνεχίζω να αναζητώ τον εαυτό μου και τη φύση, ασταμάτητα. Και με τη γραφή μου απευθύνω έκκληση για τη μη καταστροφή της φύσης, γιατί χωρίς αυτήν η ζωή μου και η ζωή μας θα πάψει να υπάρχει.
Το 2013 κερδίσατε το λογοτεχνικό βραβείο «Francisco José Tenreiro» και το 2015 το βιβλίο σας επιλέχθηκε για το Εθνικό Λογοτεχνικό Βραβείο της Πορτογαλίας. Πώς σας έχουν επηρεάσει αυτές οι διακρίσεις ως ποιήτρια;
Εκτός από αυτά τα δύο βραβεία, κέρδισα δύο ακόμα λογοτεχνικά βραβεία, το 2020 και το 2022. Ως ποιήτρια, όλα τα βραβεία που λαμβάνω μου δίνουν, πέρα από τεράστια χαρά, μια απίστευτη δύναμη να συνεχίζω να διαδίδω όχι μόνο τις ρίζες μου, τον λαό μου, την αφρικανική καταγωγή μου, αλλά και τη γη όπου μεγάλωσα και έζησα, γιατί ανάμεσα στις δύο υπάρχει ένα κοινό σημείο: η πορτογαλική γλώσσα.