
H Γελένα Λένγκολντ είναι πολυβραβευμένη Σέρβα συγγραφέας. Έχει εκδώσει ποίηση, συλλογές διηγημάτων και μυθιστορήματα. Πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Βακχικόν το μυθιστόρημά της «Βαλτιμόρη», σε μετάφραση Γιούλης Σταματίου.
Συνέντευξη στη Βίκυ Πορφυρίδου
Το βιβλίο σας Βαλτιμόρη εξερευνά θέματα όπως είναι οι εσωτερικές συγκρούσεις, οι σχέσεις και τα υπαρξιακά σταυροδρόμια της ζωής. Τι σας ενέπνευσε να ασχοληθείτε με τα συγκεκριμένα ζητήματα;
Το μυθιστόρημα Βαλτιμόρη εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Σερβία το 2003, μια εποχή που πολλά πράγματα στον κόσμο ήταν διαφορετικά. Από τότε έχουν αλλάξει πολλά. Για παράδειγμα, ένα από τα θέματα που αναφέρονται στο βιβλίο είναι η χρήση καμερών οι οποίες μας επιτρέπουν να παρατηρούμε δρόμους, πόλεις και ανθρώπους στην άλλη άκρη του κόσμου σε πραγματικό χρόνο. Εκείνη την εποχή, αυτό ήταν ένα νέο και ασυνήθιστο φαινόμενο, αλλά σήμερα φαίνεται απολύτως φυσιολογικό. Παράλληλα, όλα όσα αφορούν τις ανθρώπινες σχέσεις παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα. Γι’ αυτό και το βιβλίο μπορεί ακόμη να διαβαστεί σήμερα.
Το 2003 ήμουν σαράντα τεσσάρων ετών, στη μέση ηλικία, τη φάση που ένας άνθρωπος αρχίζει σιγά σιγά να κατανοεί τόσο τον εαυτό του όσο και τον κόσμο γύρω του. Και είναι πια έτοιμος να αντιμετωπίσει τους δικούς του δαίμονες. Αυτό είναι πιθανώς το βιβλίο στο οποίο εμβάθυνα περισσότερο στην ενδοσκόπηση, παρόλο που δεν είναι αυτοβιογραφικό. Με έναν τρόπο, έγραφα για κάποια από τα θέματα που μου είχαν γίνει εμμονή εκείνη την περίοδο.
Τα έργα σας συχνά κινούνται μεταξύ της πραγματικότητας και της ψυχολογικής ενδοσκόπησης, όπως φαίνεται στα στοιχεία της ηδονοβλεψίας και των διαδικτυακών σχέσεων στη Βαλτιμόρη. Τι σας τραβάει στην εξερεύνηση αυτής της σύγχρονης αποσύνδεσης και της επίδρασής της στην ανθρώπινη οικειότητα;
Πάντα ένιωθα ότι η μοναξιά είναι ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού της σύγχρονης εποχής. Σχεδόν όλα τα άλλα έπαψαν να αποτελούν ταμπού εδώ και πολύ καιρό, αλλά η μοναξιά όχι. Επιπλέον, υπάρχει μια απαίτηση στον κόσμο τού σήμερα: όλοι πρέπει να είναι ικανοποιημένοι, χαρούμενοι, επιτυχημένοι, ισορροπημένοι, και ταυτόχρονα αυτάρκεις. Γενικά, οι άνθρωποι -και ιδιαίτερα οι γυναίκες- καλούνται να κάνουν πάρα πολλά στις μέρες μας. Είναι δύσκολο να τα εξισορροπήσεις όλα αυτά, να ικανοποιήσεις κάθε προσδοκία της κοινωνίας.
Είναι αλήθεια πως όλα αυτά με ενδιαφέρουν βαθιά, τόσο από ψυχολογική όσο και από κοινωνιολογική σκοπιά. Αλλά επειδή δεν είμαι ούτε ψυχολόγος ούτε κοινωνιολόγος, τα προσεγγίζω ως συγγραφέας. Μου αρέσει να παρατηρώ ανθρώπους, να σκέφτομαι τη συμπεριφορά και τα κίνητρά τους, και όλους τους τρόπους με τους οποίους εξαπατούν πρώτα τον εαυτό τους και έπειτα τους άλλους. Μπορεί να πει κανείς ότι αυτό είναι κάτι που εξερευνώ σε όλα μου τα βιβλία.
Στη Βαλτιμόρη, το συγγραφικό αδιέξοδο του πρωταγωνιστή λειτουργεί ως μεταφορά για ευρύτερες δυσκολίες της ζωής. Βλέπετε τη δημιουργική στασιμότητα ως μια παγκόσμια ανθρώπινη εμπειρία, και πώς αντικατοπτρίζεται στη δική σας πορεία ως συγγραφέως;
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μου, ενώ έγραφα τα βιβλία μου, πάλευα με το ζήτημα της παρακίνησης. Ένα μέρος αυτού του προβλήματος σχετίζεται με τον χαρακτήρα μου· πιθανώς πάσχω από έλλειψη φιλοδοξίας, για να το πω απλά. Όμως ένα άλλο μέρος οφείλεται στη συνειδητοποίηση του πόσο λίγοι άνθρωποι στον κόσμο διαβάζουν βιβλία και πόσο περιθωριοποιημένοι και ασήμαντοι είναι οι συγγραφείς.
Συχνά αναρωτιέμαι: ποιο το νόημα όλων αυτών, γιατί να το κάνω, δεν θα ήταν πιο απλό να πάω μια βόλτα, να βρω μια ενδιαφέρουσα τηλεοπτική σειρά να δω ή να διαβάσω ένα συναρπαστικό βιβλίο; Όλα θα ήταν ευκολότερα και πιο ευχάριστα από τη διαδικασία της γραφής. Αλλά, φυσικά, μόλις το βιβλίο ολοκληρωθεί, ακολουθεί η ανακούφιση και η ικανοποίηση. Και ειδικά όταν ακούω τα σχόλια των αναγνωστών, έστω και για λίγο πιστεύω -ή μπορεί να ξεγελώ τον εαυτό μου- ότι ίσως όλα αυτά να έχουν κάποιο νόημα τελικά.
Έχοντας λάβει σημαντική αναγνώριση, όπως το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πώς έχει επηρεάσει η διεθνής σας επιτυχία τη γραφή σας ή την οπτική σας για την αφήγηση ιστοριών;
Αυτό είναι κάτι που πραγματικά με βοηθάει. Ιδιαίτερα με το θέμα της παρακίνησης που, όπως ανέφερα, πάντα μου λείπει. Είναι υπέροχο όταν αναγνώστες από διαφορετικά μέρη του κόσμου με βρίσκουν στα κοινωνικά δίκτυα και μου λένε ότι κάποιο από τα βιβλία μου σήμαινε κάτι γι’ αυτούς. Ωστόσο, πρέπει να μοιραστώ μια παρατήρηση: στη Σερβία δεν υπάρχει συστηματική προώθηση των εγχώριων συγγραφέων στο εξωτερικό. Βασιζόμαστε κυρίως στην τύχη και τη συγκυρία. Έχω την εντύπωση πως το Υπουργείο Πολιτισμού μας ασχολείται πολύ περισσότερο με την πολιτική παρά με τη γνήσια φροντίδα για τον πολιτισμό. Και αυτό είναι πραγματικά αποκαρδιωτικό. Παρ’ όλα αυτά τα εμπόδια, ήμουν εξαιρετικά τυχερή, καθώς τα βιβλία μου έχουν μεταφραστεί σε πολλές διαφορετικές γλώσσες και έχουν κυκλοφορήσει σε πολλές χώρες, και όλα ξεκίνησαν χάρη στο Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η προηγούμενη συλλογή διηγημάτων σας, Ο μάγος του λούνα παρκ, που κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Βακχικόν, είχε μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα. Πώς έχει διαμορφωθεί το έργο σας από την υποδοχή του σε διαφορετικές κουλτούρες, και βρίσκετε ότι οι Έλληνες αναγνώστες ανταποκρίνονται ιδιαίτερα σε ορισμένες πτυχές της αφήγησής σας;
Δυστυχώς, από τότε που εκδόθηκε το προηγούμενο βιβλίο μου στην Ελλάδα, μεσολάβησε η πανδημία Covid-19, οπότε δεν ταξίδεψα πολύ και δεν μπόρεσα να συναντήσω το αναγνωστικό κοινό μου από κοντά. Ωστόσο, ελπίζω να καταφέρουμε να το κάνουμε αυτή τη φορά. Το να συναντώ αναγνώστες από ξένες χώρες είναι πάντα ενδιαφέρον αλλά, με κάποιον τρόπο, και προκλητικό. Φαίνεται να υπάρχουν χώρες που με καταλαβαίνουν καλύτερα και άλλες που βλέπουν το γεγονός ότι κατάγομαι από τη Σερβία μέσα από ένα συγκεκριμένο στερεότυπο. Συχνά περιμένουν να ασχολούμαι αποκλειστικά με θέματα που σχετίζονται με την πολιτική ή τους πολέμους που έχει περάσει η χώρα μας.
Ωστόσο, στα βιβλία μου καταπιάνομαι κυρίως με θέματα που είναι παγκόσμια και βρίσκουν εφαρμογή σε όλες τις ηπείρους. Έχω παρατηρήσει ότι αυτό κάποιες φορές μπερδεύει τους δημοσιογράφους από ξένες χώρες, οι οποίοι επιμένουν να κατευθύνουν τη συζήτηση προς την πολιτική. Δεν αποφεύγω αυτά τα θέματα στην προσωπική μου ζωή, αλλά εξακολουθώ να πιστεύω πως δεν είναι αρκετά σημαντικά, τουλάχιστον τα βαλκανικά, ώστε να βρουν τη θέση τους στα βιβλία μου.
Το έργο σας συχνά παρουσιάζει δυνατές, περίπλοκες γυναικείες πρωταγωνίστριες. Τι ελπίζετε να αποκομίσουν οι αναγνώστες από αυτές τις απεικονίσεις, ειδικά όσον αφορά τον τρόπο που διαχειρίζονται τον εσωτερικό και τον εξωτερικό τους κόσμο;
Δεν έχω κάποια συγκεκριμένη επιθυμία, σχέδιο ή πρόθεση εκ των προτέρων σχετικά με το τι θα πρέπει να αποκομίσει ο αναγνώστης από τα βιβλία μου. Ούτε είναι φιλοδοξία μου να διαφωτίσω, να αλλάξω απόψεις κάποιου ή να θέσω οποιαδήποτε ισχυρά ή αδύναμα πρότυπα. Πιστεύω ότι δεν είναι αυτός ο ρόλος της τέχνης. Αν συμβεί κάποιος να υιοθετήσει τη φιλοσοφία ενός από τους χαρακτήρες μου, είναι κάτι που γίνεται τυχαία και αυθόρμητα.
Ουσιαστικά, το ίδιο βιβλίο μπορεί να αντηχήσει εντελώς διαφορετικά σε κάθε αναγνώστη. Κάποιος μπορεί να απεχθάνεται έναν χαρακτήρα, ενώ ένας άλλος να τον θαυμάζει. Οι αναγνώστες βρίσκουν συχνά στα βιβλία πράγματα που δεν μου πέρασαν καν από το μυαλό όσο έγραφα. Αυτό συμβαίνει επειδή καθένας τους φέρει ένα μέρος της δικής του εμπειρίας στην πράξη της ανάγνωσης, και στην πραγματικότητα διαβάζει ένα εντελώς διαφορετικό βιβλίο. Γι’ αυτό κάθε προσπάθεια να μεταδοθεί ένα παγκόσμιο μήνυμα σε όλους τους αναγνώστες μέσω ενός και μόνο βιβλίου θα ήταν μάταιη. Είναι αδύνατο.
Είναι πιο πιθανό να δημιουργώ όλους αυτούς τους χαρακτήρες μέσα από κάποιες φιγούρες του υποσυνείδητού μου – ζωές που δεν έζησα, ζωές που φοβήθηκα ή που δεν είχα το θάρρος να ζήσω. Πιστεύω ότι σε όλα μου τα βιβλία μιλάω πολύ περισσότερο στον εαυτό μου παρά σε οποιονδήποτε άλλον. Ο αναγνώστης είναι κάτι που έρχεται μετά, αλλά κάθε βιβλίο είναι, πάνω απ’ όλα, ένας διάλογος του συγγραφέα με τον ίδιο του τον εαυτό. Και δεν αναφέρομαι εδώ σε αυτοβιογραφικά βιβλία, αλλά σε κάθε έργο μυθοπλασίας. Σε όλα αυτά, οι συγγραφείς ενσωματώνουν ένα κομμάτι της ύπαρξής τους, με το οποίο καταπιάνονται όσο γράφουν.