Σε συνέντευξή του στο Vox, ο Κόλσον Γουάιτχεντ [Colson Whitehead] μίλησε για το μυθιστόρημά του «Μανιφέστο απατεώνων», που κυκλοφόρησε προσφάτως στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος, σε μετάφραση Μυρσίνης Γκανά.
Επιμέλεια: Book Press
Σε συνέντευξή του στο Vox, ο Κόλσον Γουάιτχεντ μίλησε για το βιβλίο του Μανιφέστο απατεώνων (εκδ. Ίκαρος, μτφρ. Μυρσίνη Γκανά).
Το Μανιφέστο απατεώνων είναι η μυθιστορηματική συνέχεια του προηγούμενου έργου του Γουάιτχεντ, Μπέρδεμα στο Χάρλεμ (εκδ. Ίκαρος, μτφρ. Μυρσίνη Γκανά). Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι για ακόμα μια φορά ο Αφροαμερικανός Ρέι Κάρνεϊ, πρώην μικροαπατεώνας και νυν σωφρονισμένος πωλητής επίπλων, ο οποίος έχει ορκιστεί να μην μπλέξει ξανά με τον υπόκοσμο.
Παρόλα αυτά, η επιθυμία της κόρης του να παρακολουθήσει μια συναυλία των Τζάκσον 5, για την οποία τα εισιτήρια έχουν εξαντληθεί προ πολλού, θα υποχρεώσει τον Κάρνεϊ να επικοινωνήσει ξανά με τους παλιούς γνωστούς του, που θα του αναθέσουν διάφορες βρομοδουλειές. Ο Κάρνεϊ θα εισβάλλει σε διαμερίσματα κακοποιών, θα μεταφέρει κοσμήματα στη βαλίτσα του, θα ληστέψει μια ομάδα παικτών πόκερ, θα γίνει θύτης και θύμα στη Νέα Υόρκη του 1971, όπου οι συμμορίες ανταλλάσουν συνεχώς πυρά με την αστυνομία στους δρόμους των φτωχογειτονιών.
«Είναι κλισέ να πούμε πως η πόλη είναι κι αυτή ένας χαρακτήρας, όμως προφανώς ισχύει κάτι τέτοιο. Όπως ο Ρέι Κάρνεϊ περνά καλές και κακές στιγμές, έτσι και η πόλη μεταμορφώνεται. Τη δεκαετία του ’70 ήταν αρκετά δύσκολο να ζεις στη Νέα Υόρκη. Η πόλη είχε χρεοκοπήσει. Η εγκληματικότητα είχε χτυπήσει κόκκινο».
Πέρα από τον Κάρνεϊ, κεντρικό ρόλο στο βιβλίο διαδραματίζει και ο συνεργός του, ο Πέπερ, ο οποίος, σχεδιάζοντας ένα μεγάλο κόλπο, θα εισχωρήσει στον κόσμο του Χόλυγουντ. Πιο συγκεκριμένα, θα γνωρίσει ηθοποιούς που δουλεύουν σε ταινίες του είδους blaxploitation, δηλαδή σε ανεξάρτητες παραγωγές χαμηλού προϋπολογισμού, στις οποίες πρωταγωνιστούν μαύροι.
Όπως αποκάλυψε στη συνέντευξη, ο Κόλσον Γουάιτχεντ μεγάλωσε με τα φιλμ του blaxploitation, τα οποία μεσουρανούσαν τη δεκαετία του ’70, όταν ο συγγραφέας ήταν παιδί:
«Ως εικοσάρης, εργαζόμουν ως κριτικός κινηματογράφου κι έγραφα συχνά για ταινίες με μαύρους και για την ποπ κουλτούρα. Οπότε, στα είκοσί μου, ξαναείδα αυτές τις ταινίες για να τις αναλύσω, και στα πενήντα μου, τις ξαναείδα για να γράψω ένα μυθιστόρημα γι’ αυτές».
Το τελευταίο μέρος του βιβλίου διαδραματίζεται στο έτος 1976, όταν οι Αμερικανοί γιόρταζαν την επέτειο των διακοσίων χρόνων από την υπογραφή της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας.
«Προσπαθούσα να αποφασίσω ποια γεγονότα θα ταίριαζαν με τις θεματικές του βιβλίου. Το μπλακάουτ του 1977 φαινόταν να ταιριάζει. Όμως, η σύνδεσή του θα ήταν πολύ προφανής. Οπότε το αγνόησα κάπως. Αλλά το 1976, με τη διακοσιοστή επέτειο, μου έδωσε την κατάλληλη αφορμή για να μιλήσω για το πώς οι πράξεις μας πολύ συχνά δεν συμβαδίζουν με τα ιδανικά μας. Τα αμερικανικά ιδεώδη διαστρεβλώνονται όταν δεν παραμένουμε πιστοί στη Διακήρυξη. Οπότε, για διάφορους λόγους, ήταν η κατάλληλη χρονιά για τα ειρωνικά σχόλια του Ρέι».