Σε συνέντευξή της στον Guardian, η Ρουθ Οζέκι [Ruth Ozeki] μίλησε για το βραβευμένο μυθιστόρημά της «Το βιβλίο της μορφής και του κενού», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, σε μετάφραση Μυρσίνης Γκανά.
Επιμέλεια: Book Press
Σε συνέντευξή της στον Guardian, η Ρουθ Οζέκι μίλησε για το μυθιστόρημά της Το βιβλίο της μορφής και του κενού, που τιμήθηκε με το Γυναικείο Βραβείο Μυθοπλασίας το 2022 και κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, σε μετάφραση Μυρσίνης Γκανά.
Πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος της Οζέκι, ο Μπεν, ένα δεκατριάχρονο αγόρι που, μετά από τον θάνατο του πατέρα του, αρχίζει να ακούει μυστηριώδεις φωνές μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Όπως αποδεικνύεται, οι φωνές ανήκουν στα αντικείμενα του σπιτιού, τα οποία επικοινωνούν μαζί του. Όταν η μητέρα του, η Άναμπελ, αρχίζει να μαζεύει όλο και περισσότερα αχρείαστα αντικείμενα σε κάθε δωμάτιο και οι φωνές πληθαίνουν, ο Μπεν βρίσκει καταφύγιο στην τοπική βιβλιοθήκη, όπου του παρουσιάζεται ένας καινούριος κόσμος.
Πέρα από συγγραφέας και ακαδημαϊκός, η Οζέκι είναι ιέρεια του Ζεν Βουδισμού - όπως, άλλωστε, αποκάλυψε στη συνέντευξη, η φιλοσοφία του Ζεν επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το μυθιστόρημά της.
«Σε μια βουδιστική παραβολή, εμφανίζεται το ερώτημα: ‘’Τα άψυχα αντικείμενα σχετίζονται με το Ντάρμα;’’ Μπορούμε να μάθουμε, μέσα από τα αντικείμενα, πώς λειτουργεί η πραγματικότητα; Φυσικά και μπορούμε».
Η Οζέκι χρειάστηκε οκτώ ολόκληρα χρόνια για να ολοκληρώσει το μυθιστόρημά της. Άρχισε, όμως, να σκαρφίζεται την ιστορία της πολύ νωρίτερα, και συγκεκριμένα το 1998, μετά από τον θάνατο του πατέρα της. Όπως δήλωσε, για έναν ολόκληρο χρόνο, αισθανόταν την παρουσία του δίπλα της.
«Έκανα κάποια δουλειά εντός σπιτιού, τακτοποιούσα τα ρούχα μου ή οτιδήποτε άλλο, και τον άκουγα να καθαρίζει το λαιμό του και μετά να προφέρει το όνομά μου. Γύριζα και κανείς δεν βρισκόταν εκεί. Κάθε φορά που συνέβαινε αυτό, ξαφνιαζόμουν, σαν να με είχε χτυπήσει κάποια γροθιά - ο πατέρας μου δεν ήταν εκεί».
Όπως ο νεαρός ήρωάς της, η Οζέκι διαγνώστηκε με κατάθλιψη σε νεαρή ηλικία και νοσηλεύτηκε για αρκετό καιρό σε κλινική, όταν υπέστη «αυτό που τότε αποκαλούσαμε νευρικό κλονισμό». Ακολουθώντας τα βήματα της Σίλβια Πλαθ, ως ένα «μελαγχολικό κορίτσι με αγάπη για την ποίηση», η Οζέκι φοίτησε στο Κολλέγιο Σμιθ, όπου έμαθε ιαπωνικά - παρόλο που η μητέρα της καταγόταν από την Ιαπωνία, δεν δίδαξε ποτέ τη γλώσσα της στην κόρη της, εφόσον φοβόταν πως θα στιγματιζόταν στο σχολικό περιβάλλον, μετά από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το 2002, αφού η μητέρα της διαγνώστηκε με Αλτσχάιμερ, η Οζέκι επισκέφτηκε το πατρικό της και καθώς βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού, ξέθαψε διάφορα αντικείμενα, όπως δώρα που είχαν δοθεί στον πατέρα της από τους ιθαγενείς του Καναδά, ιαπωνικά τεχνουργήματα και μια συλλογή από βότσαλα, τα οποία είχε μαζέψει ο παππούς της όταν κρατούταν σε ένα στρατόπεδο εγκλεισμού στο Νέο Μεξικό.
«Ήμουν βέβαιη πως καθένα από αυτά τα αντικείμενα είχε μια ιστορία, την οποία δεν γνώριζα εγώ. Κι ήταν κάπως σπαρακτικό αυτό. […] Γιατί θεωρούμε πως κάποιες φωνές είναι αφύσικες, πως κάποιες άλλες είναι φυσιολογικές και κάποιες άλλες σχετίζονται με το θείο; Και τέλος πάντων, τι σημαίνει ‘’φυσιολογικό’’; Ο συγκεκριμένος όρος είναι ένα κοινωνικό κατασκεύασμα, με πολύ αυστηρά όρια».