
Σε συνέντευξή της στο Orange County Register, η Ινδή συγγραφέας Deepti Kapoor μίλησε για το μυθιστόρημά της «Η εποχή του κακού», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Αγορίτσας Μπακοδήμου.
Επιμέλεια: Book Press
Η Ντιπτί Καπούρ μίλησε στο Orange County Register για το μυθιστόρημά της Η εποχή του κακού (εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ. Αγορίτσα Μπακοδήμου). Το βιβλίο, που θυμίζει αστυνομικό θρίλερ και ταυτοχρόνως οικογενειακή σάγκα, εκτυλίσσεται στην Ινδία στις αρχές της δεκαετίας του 2000, μια κομβική περίοδο κατά την οποία πλούσιοι «ημι-γκάνγκστερ», όπως τους χαρακτηρίζει η Καπούρ, αγόρασαν μεγάλες εκτάσεις γης και άρχισαν να ασχολούνται με την πολιτική για να προστατέψουν τα συμφέροντα των επιχειρήσεών τους. Ήταν η εποχή που «χτίστηκε το πρώτο McDonald's, το πρώτο κατάστημα για μπόουλινγκ, το πρώτο εμπορικό κέντρο».
Το μυθιστόρημα της Καπούρ αγαπήθηκε στην Ινδία και λίγο καιρό μετά από την κυκλοφορία του, άρχισε να μεταφράζεται στις χώρες της Δύσης. Σύμφωνα με τη συγγραφέα, οι Ινδοί αναγνώστες αξιολογούν την ιστορία της με διαφορετικά κριτήρια από τους δυτικούς:
«Τα συναισθήματα των Ινδών αναγνωστών είναι τελείως διαφορετικά από τα συναισθήματα των Αμερικανών και των Ευρωπαίων. Οι Ινδοί είναι δικαίως λίγο καχύποπτοι όταν διαβάζουν ένα βιβλίο που πιστεύουν πως απευθύνεται στη Δύση, καθώς θεωρούν πως πρόκειται για κάτι παρεμφερές με το Ποιος θέλει να γίνει δισεκατομμυριούχος, ή με το Λευκός τίγρης.
»Οι Αμερικανοί απλώς λατρεύουν τον Ατζέι [έναν από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου], τον καταπιεσμένο καθημερινό άνθρωπο που προσπαθεί να γλυτώσει από τη φτώχεια. […]
»Οι Ινδοί λατρεύουν το ότι εξερευνώ τη διαφθορά, τις ανισότητες και τη βία της σύγχρονης Ινδίας. Οι άνθρωποι έχουν απευαισθητοποιηθεί εκεί, εθελοτυφλούν γιατί αυτά που συμβαίνουν είναι πολύ οδυνηρά - το Δελχί είναι ένα σκληρό και καταθλιπτικό μέρος, κι ενδεχομένως να είναι πιο εύκολο να ζεις σε μια φούσκα, με προνόμια και άνεση, που είναι και ο λόγος που παρασύρεται η Νέντα».
Όταν ρωτήθηκε αν η σημερινή κατάσταση στην Ινδία έχει βελτιωθεί συγκριτικά με τις αρχές της νέας χιλιετίας, η Καπούρ απάντησε:
«Ακόμα δεν έχει μπει ένα τέλος στη διαφθορά. Απλώς η διαφθορά έγινε πιο εξεζητημένη, αναβαθμισμένη και κρυφή. Εκείνη την περίοδο, ο κάθε ημι-γκάνγκστερ μπορούσε να διεισδύσει στην πολιτική, να γίνει ισχυρός και να αποκτήσει πολλά χρήματα. Δεν είμαι βέβαιη πως η αλλαγή είναι θετική.
»Αυτό που άλλαξε είναι πως αποκτήσαμε κάποιους σπουδαίους δημοσιογράφους που κάνουν πραγματική έρευνα σχετικά με την ευνοιοκρατία ή την αποκάλυψη των μεγάλων σκανδάλων των επιχειρήσεων και των πολιτικών. Ωστόσο, αρκετά συχνά ο δημοσιογράφος πάει στον επιχειρηματία και του λέει: «Έχω ανακαλύψει την τάδε βρομιά, πληρώστε με». Με αυτό τον τρόπο, μπορεί κανείς να βγάλει αρκετά χρήματα για το υπόλοιπο της ζωής του.
»Τώρα φιμώνουν αυτούς που διαφωνούν, ώστε να προωθούν το δικό τους αφήγημα, και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στην Ινδία δεν μπορούν να το αντιμετωπίσουν προς το παρόν αυτό. Σε μεγάλο βαθμό, η έγκριτη δημοσιογραφία έπαψε να υπάρχει μετά από το καθεστώς του Μόντι, γιατί οι άνθρωποι είναι πολύ φοβισμένοι.
»Υπάρχουν κάποια καλά μέσα ενημέρωσης που κάνουν εξαιρετική δουλειά – όμως, πολλοί δημοσιογράφοι καταλήγουν να εκδίδουν βιβλία, καθώς τα άρθρα τους λογοκρίνονται από τους επιμελητές των εφημερίδων και των περιοδικών. Επικρατεί μια ατμόσφαιρα φόβου».