Σε συνέντευξή του στο Waterstones, ο Βρετανός πεζογράφος Julian Barnes μίλησε για το μυθιστόρημά του με τίτλο «Ελίζαμπεθ Φιντς», το οποίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Κατερίνας Σχινά.
Επιμέλεια: Book Press
Στη συνέντευξη, ο Τζούλιαν Μπαρνς περιέγραψε την πλοκή του βιβλίου του:
«Τα δύο τρίτα του βιβλίου είναι μυθοπλασία και το ένα τρίτο είναι μη μυθοπλασία. Το μυθοπλαστικό κομμάτι έχει να κάνει με τη σοφή, ευφυή γυναίκα που αναφέρει ο τίτλος, μια λέκτορα πανεπιστημίου που διδάσκει μεγάλους φοιτητές, και την επιρροή που ασκεί στη ζωή και στη σκέψη του αφηγητή της ιστορίας. Το μη μυθοπλαστικό κομμάτι αφορά σε ένα ιστορικό πρόσωπο για το οποίο μιλά η Ελίζαμπεθ Φιντς στους φοιτητές της: τον Ιουλιανό τον Αποστάτη, τον τελευταίο ειδωλολάτρη αυτοκράτορα της Ρώμης. Αφού σκοτώθηκε στην Περσική έρημο το 363 μ.Χ., κανείς δεν πολέμησε στην πραγματικότητα τον χριστιανισμό για τους επόμενους δεκαπέντε περίπου αιώνες. Θα έλεγε κανείς πως αυτό ήταν κάτι κακό».
Στο Ελίζαμπεθ Φιντς, ο Μπαρνς αναφέρεται σε διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα. Όταν ρωτήθηκε για το ενδιαφέρον του για τη φιλοσοφία, ο συγγραφέας απάντησε:
«Λοιπόν, το ενδιαφέρον μου είναι το ενδιαφέρον ενός ερασιτέχνη. Ο αδελφός μου, ο Τζόναθαν, είναι κανονικός φιλόσοφος και γνωρίζει τα πάντα για τον Αριστοτέλη, για τους Προσωκρατικούς, και ούτω καθεξής. Προσπάθησα να σπουδάσω φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο για δύο εξάμηνα, αλλά μου είπαν πως, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι, δεν είχα τις ικανότητες για να τα καταφέρω - και είχαν δίκιο. Όμως, όπως απολαμβάνω τη μουσική χωρίς να γνωρίζω τίποτα για την τεχνική του ανθρώπου που παίζει, έτσι προσεγγίζω και τη φιλοσοφία – χωρίς να έχω πολλές γνώσεις, αλλά με ενθουσιασμό».
Στην ίδια συνέντευξη, ο Μπαρνς μίλησε για το πώς αποφάσισε να γίνει συγγραφέας:
«Ήμουν πολύ μπερδεμένος όταν ήμουν φοιτητής, άλλαζα συνεχώς κατευθύνσεις, κι ύστερα έκανα διάφορες δουλειές για αρκετό καιρό. Εργάσθηκα ως λεξικογράφος, έπειτα δούλεψα σε μια νομική εταιρεία, έπειτα έγινα δημοσιογράφος κι έγραψα κριτικές, μετά άρχισα να γράφω ένα μυθιστόρημα χωρίς να είμαι βέβαιος για αυτό που κάνω (ποιος σοβαρός άνθρωπος τα κάνει όλα αυτά;), και μετά από εφτά περίπου χρόνια, ένας εκδοτικός οίκος εξέδωσε το μυθιστόρημά μου. Αν με απέρριπταν, πιστεύω πως θα αποθαρρυνόμουν τόσο που θα επέστρεφα στη δημοσιογραφία».