Ο Κόλσον Γουάιτχεντ (Colson Whitehead), βραβευμένος εις διπλούν με Pulitzer, είναι ένας από τους σημαντικότερους Αφροαμερικανούς πεζογράφους. Το πρόσφατο μυθιστόρημά του με τίτλο «Μπέρδεμα στο Χάρλεμ» ΄(μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, εκδ. Ίκαρος) μάς ταξιδεύει στις φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του '60, σε έναν κόσμο γεμάτο με διεφθαρμένους αστυνομικούς, κακοποιούς, πορνογράφους της κακιάς ώρας και μικροαπατεώνες.
Επιμέλεια: Book Press
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Esquire, ο συγγραφέας μίλησε για το βιβλίο του Μπέρδεμα στο Χάρλεμ.
Μεταξύ άλλων, ο Γουάιτχεντ μίλησε για την απόφασή του να γράψει το βιβλίο:
«Συνέβη πριν από επτά χρόνια περίπου. Σκεφτόμουν: ‘’Ίσως να νοικιάσω μια ταινία με ληστείες απόψε. Οι ταινίες με ληστείες είναι πολύ διασκεδαστικές. Θα μπορούσα να γράψω ένα βιβλίο για μια ληστεία;’’ Έδωσα την άδεια στον εαυτό μου να το κάνει. Αλλά τότε είχα ξεκινήσει να γράφω τον Υπόγειο σιδηρόδρομο, οπότε δεν το προχώρησα περαιτέρω. Όταν το πρόγραμμά μου έγινε λιγότερο ασφυκτικό, Τα αγόρια του Νίκελ μού φάνηκαν πιο επιτακτικά, δεδομένου του πού βρισκόμασταν, μετά από την εκλογή του Τραμπ. Ήμουν αισιόδοξος ή απαισιόδοξος για το μέλλον της χώρας μας; Για αυτόν τον λόγο, θεώρησα πως Τα αγόρια του Νίκελ ήταν ένα συναρπαστικό έργο που έπρεπε να ξεκινήσω το 2017. Αλλά όταν τελείωσα και με αυτό το βιβλίο, βρήκα όλες τις σημειώσεις για το Μπέρδεμα στο Χάρλεμ που είχα παρατημένες τόσο καιρό, οπότε το ξεκίνησα πολύ γρήγορα. Είναι ένα πολύ διαφορετικό βιβλίο από τα δύο τελευταία μου. Ήταν μια ανακούφιση, αν σκεφτεί κανείς πόσο ζοφερό ήταν το υλικό για τον Υπόγειο σιδηρόδρομο και Τα αγόρια του Νίκελ.»
Στην ίδια συνέντευξη, ο συγγραφέας εξήγησε την επιλογή του να τοποθετήσει την κεντρική ιστορία του στο Χάρλεμ της δεκαετίας του ’60:
«Πάντα επιλέγω έναν συγκεκριμένο χρόνο και έναν τόπο για τις ιστορίες μου, και ύστερα τις κάνω να φαίνονται αληθινές. Προτού βρω τους χαρακτήρες μου, αποφάσισα πως οι ληστές έπρεπε να οργανώσουν τη ληστεία τους σε μια ταραγμένη περίοδο για την πόλη, όπως ήταν το μπλακ άουτ του 1977 ή οι εξεγέρσεις στο Χάρλεμ στις αρχές της δεκαετίας του ‘60. Ο Ραλφ Έλισον χρησιμοποίησε τις εξεγέρσεις του ’77 στον Αόρατο άνθρωπο, οπότε του ανήκουν κατά κάποιο τρόπο. Όμως οι εξεγέρσεις στο Χάρλεμ του 1964, για τις οποίες ήξερα λίγα πράγματα, έμοιαζαν με κάτι που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οι ληστές μου για να καλύψουν το έγκλημά τους. Από κει και πέρα, έπρεπε να κάνω την ιστορία να φανεί αληθινή.
»Χάρη στον Υπόγειο σιδηρόδρομο, συνειδητοποίησα πόσο χρήσιμες είναι οι πρωτογενείς πηγές. Για να γράψω το Μπέρδεμα στο Χάρλεμ, στράφηκα στα απομνημονεύματα των γκάνγκστερ ή των συζύγων τους. Ο Μπάμπι Τζόνσον ήταν ένας διάσημος εγκληματίας που έζησε στο Χάρλεμ. Ήθελα να τον βάλω στο βιβλίο, αλλά στην πραγματικότητα βρισκόταν στο Αλκατράζ την περίοδο που εκτυλίσσεται η ιστορία μου. Όμως, τα απομνημονεύματα της πρώην συζύγου του περιγράφουν λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η επιχείρησή του. Από τα απομνημονεύματα έμαθα πολλά για το πώς λειτουργούσαν οι μυστικές εγκληματικές οργανώσεις και οι εκβιασμοί. Επισκέφτηκα τα αρχεία των New York Times για να μάθω τι συνέβαινε το 1961 στην πόλη. ‘’Ο Ρόμπερτ Βάγκνερ επανεκλέγεται. Μπορώ να το χρησιμοποιήσω με κάποιον τρόπο στην ιστορία μου;’’ Οι εφημερίδες περιείχαν, επίσης, ολοσέλιδες διαφημίσεις για έπιπλα, οπότε έκλεψα τη γλώσσα των διαφημίσεων.
»Δεν μου αρέσει να φεύγω από το σπίτι μου για να κάνω έρευνα και, ευτυχώς, ζω σε μια εποχή όπου μπορώ να κάνω πολλά από το σπίτι. Αν πάτε στο YouTube και αναζητήσετε πληροφορίες για το Χάρλεμ της δεκαετίας του ‘60, θα διαπιστώσετε πως ένας ερασιτέχνης φωτογράφος του 1963 έχει ανεβάσει άφθονο υλικό για την 125η Οδό, από την κάμερα 8mm του. Από εκεί, μπόρεσα να δω πόσο κόστιζαν τα αυγά, τι καπέλα φορούσαν τότε, τι είδους αυτοκίνητα οδηγούσαν τότε, και άλλες σημαντικές λεπτομέρειες. Το παν ήταν να βρω τις πρωτογενείς πηγές, να κλέψω ό,τι μπορούσα από αυτές, και από κει και πέρα, ήλπιζα να αναπτύξω τα γεγονότα με καλλιτεχνικό τρόπο».
Τέλος, ο Γουάιτχεντ μίλησε για τη διαδικασία της συγγραφής του βιβλίου κατά τη διάρκεια της πανδημίας του Covid-19:
«Τελείωσα το μυθιστόρημά μου τον Μάιο του 2020. Όταν τον Μάρτιο συνέβη το lockdown, βρισκόμουν ήδη στην τελική πορεία, είχα σχεδόν ολοκληρώσει το έργο μου. Συχνά, αυτά που γράφω δεν έχουν καμία σχέση με όσα συμβαίνουν στη ζωή μου. Πρέπει να μπω στο πετσί των χαρακτήρων μου. Το περίεργο ήταν πως, τη μία μέρα έγραφα το τέλος του βιβλίου μου, και την επόμενη γίνονοταν οι πορείες για τον Τζορτζ Φλόιντ. Με το που τελείωσα με την περιγραφή των επακόλουθων μιας μεγάλης διαμαρτυρίας, αμέσως μετά άρχισαν ξανά οι συνηθισμένες συζητήσεις για την αστυνομική βία. Αυτό ήταν το περίεργο.