Η Εύα Πολυβίου μας συστήθηκε πρόσφατα με τη νουβέλα της «Οι ορτανσίες», η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια: Book Press
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Πρόκειται για μια σπονδυλωτή νουβέλα αποτελούμενη από εννέα εν πολλοίς αυτόνομα κεφάλαια, τα οποία, ως κομμάτια ενός παζλ τοποθετημένα στη σωστή σειρά, στοιχειοθετούν μια ιστορία ενηλικίωσης ιδωμένη αντίστροφα μέσα από τη μνήμη, την κρίση και τη λογοτεχνική φαντασία της Ελένης, της ώριμης πλέον ηρωίδας. Τα παιδικά και εφηβικά χρόνια της ηρωίδας στα σοκάκια ενός ορεινού χωριού της Κύπρου τη δεκαετία του ’70 ξεδιπλώνονται μέσα στον απόηχο του πολέμου, αλλά και υπό τη σκιά μιας ψυχικής νόσου, για να συναντήσουν εν τέλει το παρόν της στις μεγάλες λεωφόρους μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής μητρόπολης. Σταθερό σημείο αναφοράς ανάμεσα στο τότε και το τώρα, οι ορτανσίες, οι οποίες αποτελούν και ένα από τα βασικά οχήματα μνήμης του βιβλίου.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Θα έλεγα, πώς ορίζεται το καινούριο; Η λογοτεχνία επαναλαμβάνει τον εαυτό της αιώνες τώρα, κι ό,τι κι αν γράψουμε, το έχουν ήδη γράψει άλλοι πριν από εμάς και κάποιοι από αυτούς πολύ καλύτερα. Ελάχιστα μπορεί στην πραγματικότητα ένας συγγραφέας να συμβάλει σε αυτό το μεγαλειώδες οικοδόμημα της λογοτεχνίας – μόνο «κάτι μισοϊδωμένα, πρόσωπα ή γραμμές», όπως λέει και ο Καβάφης. Αλλά και αυτά νομίζω δεν είναι λίγα, γιατί αυτό που μετρά σε τελική ανάλυση δεν είναι το τι καινούριο φέρνει ένας νέος συγγραφέας, αλλά το πώς το φέρνει. Πώς αξιοποιεί, για παράδειγμα, τη λογοτεχνική παρακαταθήκη· πώς αναπαράγει εκ νέου τη μυθοπλαστική διαπραγμάτευση εμπλουτίζοντας και αναπροσαρμόζοντάς την στα σύγχρονα δεδομένα· ποιους τρόπους και ποιες τεχνικές υιοθετεί στην αφήγηση και, εν τέλει, πώς πετυχαίνει την πολυπόθητη εκείνη οικονομία του κειμένου, όπου καθετί βρίσκει κατά τρόπο μοναδικό τη θέση του στο πλαίσιο μιας μυθοπλαστικής κατασκευής που να έχει τα χαρακτηριστικά μιας οργανικής ολότητας.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Ακολούθησα την παλιά καλή μέθοδο που ακολουθούν οι συγγραφείς αιώνες τώρα: διάβασα (και διαβάζω) πολύ. Μόνο μέσα από το διάβασμα καταφέρνει κανείς να γράψει. Η μελέτη των μεγάλων φωνών που προηγήθηκαν με βοήθησαν να βρω τη δική μου φωνή, να ανακαλύψω τους δικούς μου λογοτεχνικούς δρόμους και τρόπους. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποια μαγική συνταγή άμεσης δράσης ούτε θεωρώ ότι μπορεί μια σειρά μαθημάτων, όσο χρήσιμη κι αν είναι, να σε κάνει συγγραφέα. Πρόκειται για μια διαδικασία προσωπικής διαμόρφωσης μακρά και επίπονη.
Η μελέτη των μεγάλων φωνών που προηγήθηκαν με βοήθησαν να βρω τη δική μου φωνή, να ανακαλύψω τους δικούς μου λογοτεχνικούς δρόμους και τρόπους.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Πιστεύω στη δημιουργική συνάντηση των τεχνών. Εξάλλου, όλα συνδέονται με κάποιον τρόπο, και οι τέχνες συχνά δανείζουν τρόπους θέασης και τεχνικές η μια στην άλλη. Μια τέχνη που λατρεύω είναι ο κινηματογράφος. Πέρα από την αισθητική απόλαυση που μου προσφέρει μια καλή ταινία και την ενεργοποίηση των εγκεφαλικών μηχανισμών που μου δημιουργεί, βρίσκω ότι ο κινηματογράφος συχνά συνομιλεί με τη γραφή μου όχι μόνο σε επίπεδο παραπλήσιων στις δύο τέχνες αφηγηματικών τεχνικών (π.χ. συναρμογή εικόνων στη λογοτεχνία – μοντάζ στον κινηματογράφο), αλλά και σε επίπεδο τρόπων αναπαράστασης των ψυχολογικών και μνημονικών διεργασιών του ατόμου.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Όντως, δεν είναι εύκολα τα πράγματα για τους νέους συγγραφείς, αλλά αυτό είναι πρόβλημα διαχρονικό και οφείλεται προφανώς στην προκατάληψη ότι ένας νέος συγγραφέας δεν μπορεί να γράφει εξίσου καλά με έναν έμπειρο ή καθιερωμένο συγγραφέα. Εξ ου και το παλιό ανέκδοτο με τις εκδόσεις Gallimard στο Παρίσι: όταν ένας επίδοξος συγγραφέας τους πήγαινε ένα χειρόγραφο προς έκδοση, τον ρωτούσαν «είναι το πρώτο σας;», αν απαντούσε «ναι», τότε του έλεγαν «πηγαίνετε και ελάτε πάλι, όταν θα έχετε το δεύτερο. Ένα γράφουν όλοι». Πιστεύω πάντως –και αυτό λέω συχνά και στα νέα παιδιά που γράφουν– ότι, αν έχεις ένα καλό κείμενο (διότι περί τούτου πρόκειται, όλα τα υπόλοιπα είναι διαδικαστικά), αργά ή γρήγορα δεν θα περάσει απαρατήρητο από έναν διορατικό εκδότη.
Η δική μου ιστορία δεν μπορώ να πω ότι ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη ή δύσκολη, ίσως επειδή, αν και πρωτοεμφανιζόμενη λογοτέχνης, δεν είμαι νέα στα γράμματα και είχα μια εμπειρία της όλης διαδικασίας. Όταν μετά από πολύμηνη επεξεργασία του τελικού κειμένου έκρινα ότι ήταν πλέον έτοιμο να φύγει από τα χέρια μου, το έστειλα σε τρεις σοβαρούς εκδοτικούς οίκους με τους οποίους θεωρούσα ότι θα μπορούσα να συνεργαστώ. Έλαβα θετική απάντηση και από τους τρεις και επέλεξα τελικά αυτόν που με την πρώτη επαφή ένιωσα πως θα μπορούσαμε να έχουμε την καλύτερη δυνατή συνεργασία. Τα επόμενα βήματα ήταν γρήγορα και χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις. Τώρα που όλα τέλειωσαν και το βιβλίο βρίσκεται στα χέρια μου, μπορώ πλέον να πω ότι το αποτέλεσμα δικαίωσε την επιλογή μου.