Η Εύη Βούλγαρη μάς συστήθηκε πρόσφατα με το μυθιστόρημα «Πιο πολύ φοβήθηκαν τις λέξεις» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μωβ Σκίουρος.
Eπιμέλεια: Book Press
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Ίσως τίποτα καινούριο. Τα είπαν όλα νομίζω οι μεγάλοι. Εμείς ξαναλέμε απλά τις ίδιες ιστορίες, τις προσαρμόζουμε στην εποχή μας και στα βιώματά μας. Είναι ένας τρόπος έκφρασης όπως το να μιλάμε, να επικοινωνούμε με τους άλλους. Αν σε κάποιον αναγνώστη αρέσει η ιστορία μας, βρει κάτι δικό του μέσα στο βιβλίο, συγκινηθεί ή προβληματιστεί αυτό είναι μεγάλο ευτύχημα.
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Το βιβλίο Πιο πολύ φοβήθηκαν τις λέξεις που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ο Μωβ Σκίουρος κινείται γύρω από δύο πόλους, τον έρωτα και την αντίσταση. Η γραφή του ξεκίνησε μέσα στην πανδημία στη συνθήκη του εγκλεισμού, γι’ αυτό και αρχικά μοιάζει με αλληγορική δυστοπία. Στη συνέχεια όμως της αφήγησης κινείται πιο κοντά στον ρεαλισμό, αν και είναι άχρονο, θα μπορούσε να μιλάει για δέκα χρόνια πριν, δέκα χρόνια μετά ή και για το σήμερα. Η ιστορία αναπτύσσεται σε τρία αφηγηματικά επίπεδα, τα οποία τέμνονται σε σημεία-αρμούς και υφαίνουν την πλοκή πολυεστιακά.
Παρακολουθούμε την ιστορία της δεκαπεντάχρονης Αντιγόνης, μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Άρη, του συμμαθητή και συντρόφου της. Η Αντιγόνη παλεύει να διασώσει τα τελευταία ψήγματα δικαιοσύνης, αλληλεγγύης και ελευθερίας.
Στο πρώτο επίπεδο, παρακολουθούμε την ιστορία της δεκαπεντάχρονης Αντιγόνης, μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Άρη, του συμμαθητή και συντρόφου της. Η Αντιγόνη παλεύει να διασώσει τα τελευταία ψήγματα δικαιοσύνης, αλληλεγγύης και ελευθερίας σ’ έναν κόσμο που οικοδομείται κάθε μέρα και πιο ολοκληρωτικά μέσα από την εδραίωση του παραλόγου. Στο δεύτερο επίπεδο, αναπτύσσεται η «καθεστωτική φωνή», μέσα από το βασικό προπαγανδιστικό μηχανισμό, την τηλεόραση, η οποία επιβεβλημένα από την κυβέρνηση παραμένει ανοιχτή σε κάθε σπίτι όλο το εικοσιτετράωρο.
Τέλος, στο τρίτο αφηγηματικό επίπεδο, το οποίο προηγείται χρονικά, μαθαίνουμε, μέσα από μια ερωτική ιστορία, πώς ξεκίνησαν όλα, πέντε χρόνια πριν. Μία δυναμική γυναίκα που βιώνει καθημερινά το σεξισμό και την ανισότητα, η Γυναίκα με τα τακούνια και τα κόκκινα μαλλιά, ερωτεύεται και συνδέεται με έναν αντιστασιακό συγγραφέα. Οι δυο τους θα παίξουν καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της αφήγησης που θα επηρεάσει τη ζωή των δεκαπεντάχρονων παιδιών. Η Γυναίκα με τα τακούνια είναι το ηθικό αντίβαρο της Αντιγόνης, η αντιηρωική εκδοχή της.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι». Ακολουθήσατε κάποια «μέθοδο»; Συμβουλευτήκατε κάποιον; Αυτοσχεδιάσατε; Πώς τα καταφέρατε να μην χαθείτε στον κόσμο των λέξεων;
Αν και το μυθιστόρημα μου είναι σχετικά μικρό, ήταν η πρώτη φορά που επιχείρησα να γράψω κάτι τόσο μακροσκελές γιατί συνήθως έγραφα διηγήματα και μικρές ιστορίες. Η συγκεκριμένη ιστορία ξεκίνησε στο μυαλό μου βλέποντας μέσα στον εγκλεισμό παράλογες απαγορεύσεις που δεν βοηθούσαν ουσιαστικά στον περιορισμό της πανδημίας. Έτσι οδηγήθηκα στην σύλληψη ενός παράλογου απολυταρχικού κόσμου όπου μια μέρα απαγορεύτηκαν τα μαχαίρια με εντολή της κυβέρνησης για να μη γίνονται φόνοι. Από εκεί και πέρα η ιστορία, οι ίδιοι οι χαρακτήρες ερχόντουσαν, με έπαιρναν από το χέρι και με οδηγούσαν λίγο παρακάτω μέχρι το τέλος. Κατά τη διάρκεια της γραφής συζητούσα την ιστορία, μιλούσα γι’ αυτή και μάλλον περισσότερο σκεφτόμουν παρά έγραφα μέχρι να τη νιώσω ώριμη να γραφτεί στο χαρτί. Στο χαρτί αρχικά και μετά στο υπολογιστή. Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω όσους τη διάβασαν, μου είπαν τη γνώμη τους και με βοήθησαν με τον τρόπο τους να εμπιστευτώ πρώτα την ιστορία και μετά εμένα.
Όπως και το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη στην αρχή του βιβλίου μου, «σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις, να μην τις παίρνει ο άνεμος» ήθελα κάθε λέξη να έχει το βάρος της, να αφήνει τα σημάδια της.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Ξεκάθαρα. Ζούμε σε έναν κόσμο που τα πάντα γύρω μας είτε είναι πολιτικά, είτε κοινωνικά μας επηρεάζουν. Η γραφή, τουλάχιστον η δική μου, έχει σχέση με όσα με πνίγουν και δεν μπορούν να μείνουν άλλο μέσα μου. Είναι μια εσωτερική ανάγκη. Ξεκίνησα να γράφω μικρά κείμενα για τις ραδιοφωνικές μου εκπομπές. Κάπως έτσι ένωνα μουσική με λέξεις, έφτιαχνα ιστορίες και μετά τα διάβαζα στο μικρόφωνο. Οπότε η γραφή μου, πέρα από τα διαβάσματα μου νομίζω ότι είναι και αρκετά επηρεασμένη από τη μουσική. Όταν έγγραφα, πίσω από κάθε κεφάλαιο ακουγόταν ένα τραγούδι στο repeat. Αυτό με βοηθούσε και στον ρυθμό. Στο συγκεκριμένο βιβλίο έγραφα με μικρές προτάσεις, προσπαθούσα κάθε λέξη να έχει λόγο ύπαρξης, να έχει σημασία. Όπως και το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη στην αρχή του βιβλίου μου, «σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις, να μην τις παίρνει ο άνεμος», ήθελα κάθε λέξη να έχει το βάρος της, να αφήνει τα σημάδια της.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Σίγουρα για έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα ο δρόμος προς την έκδοση είναι πολύ δύσκολος. Είχα στείλει σε αρκετούς εκδοτικούς και πήρα απάντηση από ελάχιστους. Θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν εκδοτικό που η απάντηση της εκδότριας στο τηλέφωνο μετά από έξι μήνες αναμονής, ήταν ότι δεν θα διαβάσει καθόλου το κείμενο γιατί κοιτάζοντας το βιογραφικό μου είδε ότι δεν μένω στην Ελλάδα αλλά στο εξωτερικό και αυτό είναι πολύ αρνητικό για την προώθηση του βιβλίου μου οπότε δεν την ενδιαφέρει καθόλου.
Ευτυχώς, δεν είχα ίδια αντιμετώπιση στον Μωβ Σκίουρο που αφού έστειλα το βιβλίο μου, έλαβα απάντηση σε πολύ σύντομο διάστημα. Η Χριστίνα Χαραλαμποπούλου και ο Σπύρος Παπαϊωάννου πίστεψαν το βιβλίο μου και έτσι προχωρήσαμε στην έκδοσή του. Επίσης χαίρομαι ιδιαίτερα γιατί το εξώφυλλο του βιβλίου που σχεδίασε η Μιχαήλα Πλιαπλιά είναι ένας πίνακας του Γιάννη Ψυχοπαίδη, που τον ευχαριστώ πολύ για την ευγενική παραχώρηση του έργου του. Δεν θα μπορούσα να βρω πιο ταιριαστό εξώφυλλο από αυτό.