Η Γεωργία Ανδριώτου μας συστήθηκε πρόσφατα με τη συλλογή διηγημάτων της «Ψυχές και χρώματα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νίκας. «Είναι ακόμα πιο δύσκολο για τους νέους συγγραφείς από την επαρχία να δούμε το έργο μας να εκδίδεται», σημειώνει, μεταξύ άλλων.
Επιμέλεια: Ευλαλία Πάνου
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Το Ψυχές και Χρώματα είναι μια συλλογή διηγημάτων με συνδετικό κρίκο τα χρώματα και τη σχέση τους με τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές μας. Οι ιστορίες μου έχουν άρωμα γυναίκας. Της γυναίκας του χθες, αλλά και της γυναίκας του σήμερα. Οι ηρωίδες μου κουβαλάνε στους ώμους τους τη μοίρα τους και είτε υποτάσσονται σ’ αυτήν είτε προσπαθούν να την αλλάξουν. Είναι γυναίκες που έχουν μεγαλώσει σε διαφορετικά περιβάλλοντα και σε διαφορετικές εποχές, συμβιβασμένες και ασυμβίβαστες, γυναίκες που στο σύνολό τους, ωστόσο, διψούν για έρωτα, για ζωή, για αυτοσεβασμό, για αυτοπραγμάτωση. Οι ιστορίες μου χαρακτηρίζονται από σκληρότητα κι ευαισθησία, μίσος κι αγάπη, απελπισία και ψυχική ανάταση. Πρόκειται για μια συναισθηματική παλέτα γεμάτη με τα χρώματα που θρέφουν την ψυχή μας.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας. Τι το καινούριο φέρνει;
Κάθε συγγραφές αφήνει μέσα στις σελίδες του βιβλίου του ένα κομμάτι της δικής του ψυχής. Η αναμέτρηση των ηρώων του με τη ζωή και τους ανθρώπους της, αλλά και με τον ίδιο τους τον εαυτό, πλάθεται με συναισθηματισμό, με οργή, με πίκρα, με χαρά. Αυτό είναι το προσωπικό του αποτύπωμα στη λογοτεχνία, το «καινούριο» που αναφέρετε κι εσείς και ως τέτοιο αξίζει σεβασμό, είτε είναι επώνυμος συγγραφέας είτε πρωτοεμφανιζόμενος. Το Ψυχές και Χρώματα αγαπήθηκε, ίσως γιατί οι ψυχές των ανθρώπων πολλές φορές πορεύονται στο ίδιο μονοπάτι και οι αναγνώστες του αναγνώρισαν ως οικείο αυτό το δικό μου συναισθηματικό αποτύπωμα.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Κατάγομαι από τη Λέσβο και ζω στο νησί, οπότε ήταν μεγάλη πρόκληση για μένα να γράψω ιστορίες που αναφέρονται στη ζωή της γυναίκας και αποτελούν τον καθρέφτη μιας κοινωνίας γαντζωμένης στα στερεότυπα και στις προκαταλήψεις περασμένων εποχών, που όμως σε μικρό ή μεγάλο βαθμό εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα επηρεάζοντας τη ζωή μας. Μια από αυτές, ωστόσο, είναι μπολιασμένη με πόνο για την απώλεια του πατέρα μου, λίγους μήνες πριν την έκδοση του βιβλίου. Είχα γράψει ήδη τις δύο πρώτες με τον πρόχειρο τίτλο «Το κόκκινο φουλάρι» και «Τα μαύρα γυαλιά», όταν προέκυψε η ανάγκη να υπάρξει ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα διηγήματα της συλλογής. Τα χρώματα αποδείχτηκαν να είναι μια ενδιαφέρουσα επιλογή. Το Ψυχές και Χρώματα έρχεται να αναδείξει αυτήν την αέναη πάλη της γυναίκας μέσα στον χρόνο και να επιβεβαιώσει την πεποίθησή μας πως η ζωή επιστρέφει τα δανεικά της, πως η αξιοπρέπεια και η καλοσύνη είναι διαχρονικές αξίες, αλλά και πως η αγάπη πάντα βρίσκει τον δρόμο της.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες -κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.- τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους.
Με έμμεσο τρόπο, ναι, την έχουν επηρεάσει. Αγαπώ τον κινηματογράφο και έγραφα τις ιστορίες μου καρέ-καρέ σαν ταινία, με ανατροπές, με χρώματα και συναισθήματα. Έβλεπα τις ηρωίδες μου να ζωντανεύουν πίσω από τις λέξεις, να διεκδικούν τον έρωτα και την αγάπη, παρακολουθούσα σαν θεατής την εσωτερική μάχη που έδιναν με τους προσωπικούς τους δαίμονες, το κλάμα και τη λύτρωσή τους. Από την άλλη, το εξώφυλλο του Ψυχές και Χρώματα φιλοτέχνησε ο γιος μου, ο Λάμπρος, ο οποίος είναι φοιτητής στην Καλών Τεχνών της Φλώρινας. Αυτό από μόνο του το κάνει ξεχωριστό στα δικά μου μάτια και η τέχνη των Εικαστικών έρχεται να αγκαλιάσει το βιβλίο μου με όλη την αγάπη του κόσμου.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Προσωπικά στάθηκα τυχερή, καθώς μέσα από τη συνεργασία μου ως αρθρογράφος με τη σελίδα Αναπνοές το 2016, γνώρισα τη συγγραφέα Στεύη Τσούτση, η οποία είναι σήμερα υπεύθυνη Ελληνικής Πεζογραφίας των Εκδόσεων Νίκας. Ήταν εκείνη που πρώτη πίστεψε πως οι ιστορίες μου άξιζαν να γραφτούν και να διαβαστούν κι αυτό από μόνο του την κάνει έναν «σημαντικό άλλον» στη ζωή μου. Ίσως επειδή είμαι δασκάλα, είχα ανάγκη από ένα θεωρητικό πλαίσιο για τις βασικές αρχές της συγγραφής κι έτσι ξεκινήσαμε μαθήματα δημιουργικής γραφής. Έστειλα δείγμα της δουλειάς μου στις Εκδόσεις Νίκας και ευχαριστώ θερμά τους εκδότες μου για την εμπιστοσύνη τους στο έργο μου και στο πρόσωπό μου. Πιστεύω, ωστόσο, πως είναι ακόμα πιο δύσκολο για τους νέους συγγραφείς από την επαρχία να δούμε το έργο μας να εκδίδεται. Επιπλέον, η προώθηση των βιβλίων μας στα μεγάλα αστικά κέντρα χρειάζεται τις κατάλληλες δημόσιες σχέσεις και με δεδομένο τον ήδη μεγάλο αριθμό συγγραφέων, συχνά απορρίπτονται, χωρίς καν να έχουν διαβαστεί.