
Ο Άρης Αλεξανδρής μας συστήθηκε πρόσφατα με το βιβλίο του «Πώς ο Ιγνάτιος Καραθοδωρής έχασε τα πάντα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. «Εγώ έγραψα το βιβλίο και αυτό μου αρκεί· το πώς θα «πουληθεί» ξεφεύγει από τα καθήκοντά μου» σημειώνει, μεταξύ άλλων.
Επιμέλεια: Ευλαλία Πάνου
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Με τα ίδια λόγια που θα το σύστηνα και σε κάποιον που με γνωρίζει, δηλαδή με τη σύνοψη που βρίσκεται στο οπισθόφυλλο. Το βιβλίο είναι μια αξία ή απαξία από μόνο του· οποιαδήποτε προκαταβολική εστίαση στο ποιος είναι ο συγγραφέας, με τι μοιάζει, από πού προέρχεται κ.λπ. είναι εκτός θέματος και δεν πιστεύω ότι προσφέρει κάτι στην ανάγνωση και στην κατανόηση. Ομολογουμένως, η προηγούμενη γνωριμία με τον συγγραφέα είναι ένα κίνητρο ανάγνωσης του βιβλίου του, όπως η προηγούμενη γνωριμία με έναν χασάπη είναι κίνητρο να αγοράσεις μπριζόλες από το μαγαζί του. Όποιος είναι να σε ανακαλύψει, όμως, άνευ προγενέστερης επαφής, νομίζω ότι είναι προτιμότερο να σε ανακαλύψει από μόνος του και για τους δικούς του λόγους. Εγώ τουλάχιστον νιώθω πολύ άβολα με τα τεχνητά ανοίγματα στον κόσμο. Οι συστάσεις στον άγνωστο αναγνώστη ας γίνουν από το ίδιο το βιβλίο ή από κάποιον που το έχει ήδη διαβάσει. Βρίσκω μάταιες και τις πολλές κουβέντες για το βιβλίο, για να είμαι ειλικρινής. Μοιάζουν με βιβλίο από μόνες τους. Με λίγα λόγια: εγώ έγραψα το βιβλίο και αυτό μου αρκεί· το πώς θα «πουληθεί» ξεφεύγει από τα καθήκοντά μου.
Η ενασχόληση με τα βιβλία προϋποθέτει ρίσκο και συνεπάγεται εξερεύνηση.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμα ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Ότι αυτό είναι ένα ερώτημα που καλείται να απαντήσει ο αναγνώστης και δεν μπορεί να το απαντήσει άλλος γι’ αυτόν. Είναι κομμάτι της αναγνωστικής διαδικασίας και είναι αυστηρά προσωπικό. Συνήθως, όσοι σκέφτονται έτσι περιμένουν ντιρεκτίβες (από παρέες, από media, από προσωπικότητες), για να επιλέξουν το «σωστό» και να αποφύγουν το «λάθος». Δεν είναι λογοτεχνικός ο προβληματισμός τους, αλλά κοινωνικό άγχος να βρεθούν στη σωστή πλευρά της κριτικής. Αυτό όμως δεν είναι ανάγνωση με την πνευματική έννοια, είναι κατανάλωση με όλα τα δυσάρεστα εμπορικά της παρελκόμενα. Η ενασχόληση με τα βιβλία προϋποθέτει ρίσκο και συνεπάγεται εξερεύνηση. Και τα ίδια τα βιβλία, ακόμα κι εκείνα που δεν μας αρέσουν, αντιπροσωπεύουν μια αναμέτρηση που συνεχίζεται κι αφού τα τελειώσουμε. Το αν κάποιος συγγραφέας αξίζει τον κόπο ή φέρνει κάτι καινούργιο δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση και δεν απαντάται με ένα ναι ή με ένα όχι. Και σίγουρα δεν είναι δουλειά του συγγραφέα να επιχειρηματολογήσει.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Δεν έχω συγγραφικό εργαστήρι. Αν εννοούμε τη μέθοδο, φοβάμαι ότι θα πω κοινοτοπίες: κρατάω γενικές και ειδικές σημειώσεις, φροντίζω να αποτυπώνω τις ιδέες σε πρόχειρη μορφή αμέσως μόλις μου έρθουν, δίνω σημασία στα όνειρα, φροντίζω να υπάρχει σαφής σκελετός πριν γράψω κάτι στα σοβαρά, μου δίνω χρόνο να επεξεργαστώ τις σκέψεις μου, δίνω χρόνο στις σκέψεις να μεστώσουν και να γίνουν ευκρινείς πριν γίνουν κομμάτι ενός σχεδίου, απορρίπτω ό,τι δεν βγάζει νόημα και κρατάω πολύ ψηλά την έννοια της ιστορίας. Δεν μου αρέσει η αφηρημάδα· θέλω αυτό που καταστρώνω να έχει βάσεις, ροή και λόγο ύπαρξης. Το γράψιμο είναι κατά κάποιον τρόπο διαδικασία συναρμολόγησης, άρα κάνω ό,τι μπορώ για να βρω τα κομμάτια του και να τα βάλω στη σωστή θέση. Συχνά, αυτό προϋποθέτει μεγάλα διαλείμματα· για να γράψεις καλά, νομίζω ότι μερικές φορές πρέπει να αφήνεις το γράψιμο ήσυχο για να σε φωνάξει όταν αυτό κρίνει ότι είσαι έτοιμος.
Πιστεύω πως το HBO και, γενικότερα, η καλή αμερικάνικη τηλεόραση με έχουν επηρεάσει σημαντικά από πλευράς αφήγησης και αισθητικής.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Πιστεύω πως το HBO και, γενικότερα, η καλή αμερικάνικη τηλεόραση με έχουν επηρεάσει σημαντικά από πλευράς αφήγησης και αισθητικής. Το νηφάλιο βάθος του Six Feet Under, η υπαρξιακή εξωφρενικότητα του The Sopranos, η πολύβουη μοναξιά του Mad Men νομίζω ότι μου έχουν δώσει πολύ σαφή κατεύθυνση για το πώς να προσεγγίζω τους χαρακτήρες, για τα υλικά που συνθέτουν μια ιστορία, και κυρίως για την αίσθηση που πρέπει να μου αφήνει μία εξιστόρηση για να μπορώ να πω ότι άξιζε τον κόπο. Είναι και άλλα πράγματα, βέβαια, από ταινίες και πίνακες μέχρι μπάντες-ορόσημα (οι Arcade Fire για παράδειγμα), αλλά, μετά την ίδια τη λογοτεχνία, η τηλεόραση υπήρξε για μένα το δεύτερο πιο επιδραστικό μέσο.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς όχι απλώς δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα, αλλά τις περισσότερες φορές δεν υπάρχει. Αυτό είναι και το πρόβλημα. Συνηθίζουμε να λέμε για τους ανθρώπους που γράφουν και θέλουν να εκδοθούν ότι πρέπει απλώς να κάνουν υπομονή μέχρι να βρεθεί κάποιος που θα εκτιμήσει τη δουλειά τους· ότι θα χρειαστεί να εισπράξουν πολλές απορρίψεις μέχρι κάποιος να βρει κάτι καλό πάνω τους. Αυτό που συμβαίνει, όμως, δεν είναι τόσο η απόρριψη όσο ότι οι νέοι συγγραφείς δεν έχουν πρόσβαση σε εκδοτικούς οίκους. Σε αυτό το καθεστώς, ακόμα και η απόρριψη είναι πολυτέλεια. Δεν είναι απλώς δύσκολο να εκδοθείς, δηλαδή· είναι δύσκολο και μόνο το να τεθείς στην κρίση εκείνου που θα αποφασίσει αν θα εκδοθείς· το πιθανότερο είναι ότι το γραπτό σου δεν θα φτάσει καν μέχρι εκεί. Οι εκδοτικοί οίκοι λαμβάνουν τεράστιο όγκο χειρογράφων, ανθρώπινο δυναμικό και χρόνος για την ανάγνωσή τους δεν υπάρχουν, η αγορά του βιβλίου στην Ελλάδα είναι τόσο περιορισμένη που δεν επιτρέπει αποδοτικότερη (ή πιο δημοκρατική, ας πούμε) επεξεργασία έργων προς έκδοση, με αποτέλεσμα η εκδοτική δραστηριότητα να καταλήγει εσωστρεφής. Οι εκδοτικοί οίκοι δουλεύουν με όσους ξέρουν, γιατί δεν έχουν το χρονικό και οικονομικό περιθώριο να ξανοιχτούν. Για μένα, η έκδοση δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε δύσκολη. Και με αγνόησαν και με απέρριψαν και με άφησαν να περιμένω χωρίς νόημα, αλλά δεν ανέμενα κάτι διαφορετικό. Έπρεπε να προσπαθήσω αρκετά για να με προσέξουν, και να ζητήσω βοήθεια. Στο τέλος, κάποιος βοήθησε. Και κάποιος άλλος με πρόσεξε.