Μια κουβέντα γνωριμίας με τον Γιάννη Καρκανέβατο με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου του βιβλίου, του μυθιστορήματος «Ο πατέρας δεν μιλούσε γι᾽ αυτά» (εκδ. Εστία).
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Το Ο πατέρας δεν μιλούσε γι’ αυτά μιλάει σ’ ένα πρώτο επίπεδο για δυο αδέρφια που τα χωρίζει ο Εμφύλιος. Ο ένας φυγαδεύεται τραυματίας στη Ρουμανία, ενώ ο άλλος μένει πίσω με τη ρετσινιά του «έχει αδερφό στο Παραπέτασμα». Παράλληλα ένας γιος προσπαθεί να καταλάβει. Η διαχείριση της μνήμης και ο τρόπος που τα βιώματα μιας γενιάς διαχέονται στις επόμενες. Μορφολογικά αποτελείται από μια συνδιαλλαγή ανάμεσα σε αποσπάσματα μιας συνέντευξης και αυτοβιογραφικές ιστορίες μυθοπλαστικά ανεπτυγμένες. Πρόκειται ταυτόχρονα για μια συνομιλία ανάμεσα στο παιδί-αφηγητή και στον ενήλικα-αφηγητή, στον τρόπο που το πρώτο περιέχεται ή είναι εγκλωβισμένο στο δεύτερο, ή στη διαδικασία που το δεύτερο καθορίζεται από το πρώτο. Αν και η αφήγηση περιλαμβάνει τον πατέρα και τον θείο μου, θα ήθελα να το δείτε σαν μια αναφορά όχι σε μια συγκεκριμένη οικογένεια αλλά στους ανθρώπους που έζησαν σε μια άγρια εποχή, σε μέρες που γραφόταν η Ιστορία. Δεν θα μ’ ενοχλούσε καθόλου αν αντιμετωπιζόταν σαν καθαρή μυθοπλασία (όχι με την έννοια της κατασκευής ή του ψέματος αλλά σαν προσπάθεια αποσύνδεσης των συγκεκριμένων προσώπων από τα γεγονότα αφού πολλοί είχαν αντίστοιχα βιώματα). Πάντως υπήρξε ένα βιβλίο αποκαλύψεων και ανακαλύψεων για μένα, αφού με οδήγησε σε αναμνήσεις και ερμηνείες που βρίσκονταν σε χειμερία νάρκη. Χωρίς καμιά νότα θλίψης αλλά αποκλειστικά απελευθέρωσης.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Κάθε εποχή θέτει τα δικά της θέματα και τους προβληματισμούς, ενώ μας προσφέρει νέα εργαλεία να προσεγγίσουμε τις δικές μας εσωτερικές φωνές και αναζητήσεις. Ονοματίζοντας κάτι, του δίνεις τη δυνατότητα να υπάρξει, να εξερευνηθεί, να αμφισβητηθεί και ίσως τελικά να ξεπεραστεί. Το βιβλίο μου Ο πατέρας δεν μιλούσε γι’ αυτά, ενώ εκ πρώτης μοιάζει να περιέχει μια ισχυρή άρνηση, στην πραγματικότητα συγκαλύπτει μια ουσιαστική κατάφαση: έναν γιο που αποφασίζει να μιλήσει. Όταν πάψουν να υπάρχουν θέματα ταμπού και μπορέσουμε να θέσουμε τα πάντα υπό συζήτηση, θα αυξήσουμε την πιθανότητα να ζήσουμε σε μια κοινωνία που δεν θα επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη.
Όταν πάψουν να υπάρχουν θέματα ταμπού και μπορέσουμε να θέσουμε τα πάντα υπό συζήτηση, θα αυξήσουμε την πιθανότητα να ζήσουμε σε μια κοινωνία που δεν θα επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Δεν θα το χαρακτήριζα νεότευκτο γιατί βρίσκεται σε χαμηλή λειτουργία αλλά υψηλή πίεση εδώ και κάποιες δεκαετίες. Πρόσφατη βέβαια είναι η επιθυμία δημοσιοποίησης των κειμένων. Η συγγραφή με απασχολεί καιρό, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο: σεμινάρια γραφής, διηγήματα, σενάρια μικρού μήκους, προτάσεις για σενάρια τηλεοπτικής σειράς, θεατρικά… Μόνο την ποίηση δεν τόλμησα να ακουμπήσω αλλά την ψάχνω διακαώς σε όλα τα υπόλοιπα. Κάποιο βράδυ σ’ ένα χειμωνιάτικο ταξίδι με το τρένο, στην πιο συνηθισμένη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη, βρέθηκα σε μια κουκέτα με χαλασμένη τη θέρμανση. Στα απέναντι από μένα κρεβάτια ξάπλωσαν ένας φαντάρος στο πάνω και μια κοπέλα στο κάτω. Σκεπαστήκαμε με κουβέρτες, τα μπουφάν και ό,τι άλλο είχαμε, αλλά λόγω του ψύχους δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Οι απέναντι μου, ταλαιπωρημένοι από την κούραση και τη νύστα, δεν είχαν αντίστοιχα θέματα. Κάποια στιγμή το χέρι του φαντάρου κρεμάστηκε στην έξω μεριά του κρεβατιού και υποβοηθούμενο από την ταλάντωση του τρένου, άρχισε να χαϊδεύει ασυναίσθητα το μάγουλο της κοπέλας. Μια γαλήνη και ηρεμία απλώθηκε στο πρόσωπό της. Κράτησε για ώρα αλλά παρατηρώντας τους διαπίστωνα πως και οι δυο βρισκόταν σε βαθύ ύπνο. Την επομένη, μόλις ξυπνήσαμε, κοίταξα τα πρόσωπά τους. Ήταν σαφές πως αγνοούσαν το χθεσινοβραδινό χάδι. Ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας της σκηνής υπήρξα εγώ. Τελικά νομίζω πως αυτό είναι η συγγραφή: ένα χάδι της πραγματικότητας που παραμένει αθέατο για τους πολλούς. Ενίοτε βέβαια μπορεί να αφορά και χαστούκι.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Υπάρχει νομίζω μια σύγχυση σχετικά με τη συγ-γραφή. Οι περισσότεροι θεωρούν ότι καθορίζεται από το γράψιμο αλλά το πιο ουσιαστικό είναι το βλέμμα, όπως και για κάθε καλλιτεχνική δημιουργία (γι’ αυτό και η ερώτηση σε έναν συγγραφέα σχετικά με τον τρόπο που γράφει –με το χέρι, σε γραφομηχανή ή σε υπολογιστή– είναι μια ασφαλής μέθοδος για να προκαλέσεις τον εκνευρισμό του). Το βλέμμα είναι θέμα ταλέντου αλλά και μιας διαρκούς εκπαίδευσης και όξυνσης. Μέρος της εκπαίδευσης αποτελούν οι ταινίες που βλέπουμε και είδαμε, οι μουσικές που ακούμε, τα κόμικς που ξεφυλλίζουμε, τα άλλα βιβλία που (ξανα)διαβάζουμε, ένας καυγάς στον δρόμο, ένα φιλί σε μια γέφυρα, μια ταπείνωση που συνέβη μπροστά στα μάτια μας και δεν μιλήσαμε. Έχω επηρεαστεί από όλα τα παραπάνω και συνεχίζω να έχω τις κεραίες μου συντονισμένες στο μέγιστο της ευαισθησίας τους. Αποδέχομαι αυτό που είχε δηλώσει η Marianne Faithful σε μια συνέντευξη για τον εαυτό της, πως είναι: ένα «work in progress», τονίζοντας αυτό το αέναο ψάξιμο της δημιουργίας.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Δεν θεωρώ πως η προσωπική μου ιστορία είναι αντιπροσωπευτική. Προσέγγισα εξ αρχής τον ιστορικό εκδοτικό οίκο της Εστίας επιδιώκοντας το καλύτερο για το βιβλίο μου. Η αποδοχή από την εκδότρια κα Εύα Καραϊτίδη –την οποία και ευχαριστώ– και τελικά η έκδοση, αποτέλεσε την εκπλήρωση ενός ονείρου. Φυσικά γνωρίζω πολλούς, φίλες και φίλους, να έχουν ταλαιπωρηθεί από γνωστούς ή μικρότερους εκδοτικούς οίκους (χωρίς να ρίχνω τις ευθύνες στους εκδότες με δεδομένη την πληθώρα των κειμένων που λαμβάνουν και έχουν να διαχειριστούν, αν και δυσκολεύομαι να κατανοήσω την αγένεια από ορισμένους). Αν κάποια ή κάποιος ετοιμάζεται να αναμετρηθεί μ’ αυτό το οποίο ονομάζεται «έκδοση του πρώτου βιβλίου», θα τον προέτρεπα πέρα από το να ζητήσει τη συμβουλή ανθρώπων εμπιστοσύνης (αλλά που έχουν ενεργή σχέση με τη λογοτεχνία) σχετικά με την ποιότητα του κειμένου, αλλά και να αποταθεί σε κάποιον επαγγελματία επιμελητή λογοτεχνίας. Να το δουλέψουν μαζί ώστε να βελτιωθεί η εικόνα του χειρόγραφου, πριν χτυπήσει την όποια πόρτα. Και μετά, υπομονή και επιμονή… Και να μην πάψει να πιστεύει –αλλά ταυτόχρονα να προσπαθεί να βελτιώσει– το έργο του.
* Ο ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΑΛΟΥΣΗΣ είναι δημοσιογράφος.