Συνέντευξη με τον συγγραφέα και μεταφραστή Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη με αφορμή τη νέα σειρά βιβλίων από τις εκδόσεις Οξύ, τις οποίες θα επιμελείται.
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Αεικίνητος, νευρώδης, πάντα έτοιμος για νέες προκλήσεις. Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης είναι γνωστός για τις μεγάλες του αγάπες (τις διατρανώνει σε κάθε κείμενό του, σε κάθε έκφανση της ζωής του). Για εκείνον το παρελθόν δεν πέρασε ποτέ, αλλά και αν συνέβη δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να επανατοποθετηθεί στο σήμερα με άλλους όρους.
Κάπως έτσι, η νέα σειρά βιβλίων που θα κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις Οξύ, την οποία θα επιμελείται, θα έχει όλα αυτά τα στοιχεία που συνθέτουν την προσωπικότητά του, τα διαβάσματά του, αλλά και το συγγραφικό του credo. Μας μίλησε γι’ αυτή τη νέα σειρά, τη φιλοσοφία της, καθώς και σε ποιους θα απευθύνεται. Κοινώς, να έχουμε όρεξη και ζέση να την περιμένουμε προς ανάγνωση.
Ποια είναι η φιλοσοφία που θα διέπει τη νέα σειρά;
Εδώ και μια δεκαετία παρατηρώ και παρακολουθώ το μπουμ μυθιστορημάτων και συγγραφέων μιας λογοτεχνίας που παράγεται σε εργαστήρια γραφής. Συνήθως μάλιστα, πρόκειται για βιβλία που μεταφράζονται σχεδόν ταυτόχρονα με την κυκλοφορία τους στο πρωτότυπο (ενίοτε και πριν από αυτήν) σε καμιά τριανταριά γλώσσες, γίνονται παγκόσμια μπεστ-σέλερ, ή διαφημίζονται και προωθούνται αγρίως ως τέτοια, συζητιούνται για ένα χρονικό διάστημα, αφού έχουν ξετρελάνει δεκάδες ευειδείς ινφλουένσερ (που απορώ πότε προλαβαίνουν να διαβάσουν όλα αυτά τα πολυσέλιδα που προμοτάρουν), και ύστερα από λίγο χάνονται άδοξα στις λίμνες της λήθης.
Λείπουν –έστω: μου λείπουν– βιβλία γραμμένα επειδή η συγγραφή τους ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου, ήταν μια περιπέτεια, ήταν υπόθεση σάρκας και οστών, ήταν μια αναμέτρηση με το υπαρξιακό και ποιητικό πάθος· βιβλία μακριά από το παστεριωμένο χιούμορ και την αντισηπτική αντιμετώπιση των παθών· βιβλία ανάσας και «οξυγόνου αντιδιαστολής», για να θυμηθώ την ισχυρή αυτή φράση του ποιητή Νίκου Καρούζου· βιβλία που έπαιξαν με τη φωτιά.
Λείπουν –έστω: μου λείπουν– βιβλία γραμμένα επειδή η συγγραφή τους ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου, ήταν μια περιπέτεια, ήταν υπόθεση σάρκας και οστών...
Αυτή θέλει να είναι η φιλοσοφία της σειράς: να αποτελέσει η σειρά (και όσα θα τη συνοδεύσουν) μια δημιουργική σφήνα, μιαν επαναφορά στο κεκαυμένο βίωμα, στο έγκαυμα του τρελού έρωτα, σε ό,τι, από τον καιρό των ζοφερών εγκλεισμών και της καραντίνας, μου αρέσει να λέω ροκενρόλλα. Μια φιλοσοφία επίκαιρης, είμαι σίγουρος, επανόδου στο τόσο επικοδομητικό αξίωμα: «Γράφουμε αυτά που κάνουμε. Κάνουμε αυτά που γράφουμε». Το αναγνωστικό κοινό είχε, ασφαλώς, κουραστεί από τις εντάσεις και στράφηκε σε ετοιμοπαράδοτα μυθιστορήματα, με προκατεψυγμένες εκπλήξεις, και προκάτ συγκινήσεις. Φρονώ ότι θα είναι γόνιμη μια γκαγκάν-γκαγκάν επιστροφή στο απροσδόκητο και στην τόλμη, στους οδοδείκτες μας.
Πώς προέκυψε η ιδέα;
Ως συνήθως, η ιδέα προέκυψε από κάποιες σκόρπιες συζητήσεις που άρχισαν να παίρνουν σχήμα και μορφή. Ένα μπαλκονάκι, ένα τραπέζι, δύο σταχτοδοχεία, μερικά ποτήρια βότκας, ένας δίσκος του Captain Beefheart στο πικάπ, δύο παλιόφιλοι που τα λένε και παραμένουν σχεδόν εφηβικά ανήσυχοι στα τριάντα χρόνια που γνωρίζονται, και τσουπ!, αρχίζει το ματς, ή βουρ στον πατσά!, όπως λέγαμε. Συνέπραξα με τον Νίκο Χατζόπουλο και τον Πάρι Κούτσικο ήδη από τα πρώτα, θρυλικά πια, βήματα των εκδόσεων Οξύ. Στήσαμε μιαν επιθεώρηση πραγμάτωσης και υπέρβασης της τέχνης και της φιλοσοφίας, την Propaganda· και μια σειρά πειραματικά βιβλία, τις Φωτοβολίδες, εστιάζοντας στην Beat Generation, στο κίνημα Dada, στους λετριστές και τους καταστασιακούς του Γκυ Ντεμπόρ. Ωραίες, κεφάτες μέρες! Είπαμε, λοιπόν, να ανανεώσουμε τη σύμπραξή μας, μιας και, μολονότι μεσόκοποι πια, διατηρούμε τα κέφια μας.
Η ιδέα προέκυψε από κάποιες σκόρπιες συζητήσεις που άρχισαν να παίρνουν σχήμα και μορφή. Ένα μπαλκονάκι, ένα τραπέζι, δύο σταχτοδοχεία, μερικά ποτήρια βότκας, ένας δίσκος του Captain Beefheart στο πικάπ, δύο παλιόφιλοι που τα λένε και παραμένουν σχεδόν εφηβικά ανήσυχοι.
Όπως επαναλάμβαναν δύο από τους αείζωους ήρωές μας, ο Γουίλιαμ Μπάροουζ και ο Γκυ Ντεμπόρ, επαναλαμβάνοντας τα τελευταία λόγια του περιλάλητου Γέρου του Βουνού, του Χασάν Ιμπν Σαμπάχ, Τίποτα δεν είναι αληθινό, όλα παίζονται. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι μια πιτσιρικαρία αυτή τη στιγμή διψάει για βιβλία σαν αυτά που θα εκδώσουμε, αφού έχει στρέψει τα νώτα στα προβλέψιμα. Κι ακόμα, ότι κάποιοι μεγαλύτεροι θα θεωρήσουν ευπρόσδεκτη αυτή την επαναφορά στο οργανωμένο ζοριλίκι βιβλίων που είναι γραμμένα με πάθος. Πρόκειται για ένα είδος back to the basics, όχι μόνο από νοσταλγία ή για να μην ξεχνιόμαστε, αλλά και για να προκαλέσουμε κάποιους λυτρωτικούς επαναπροσδιορισμούς του ποιοι είμαστε, από πού προερχόμαστε, πού το πάμε.
Ο πρώτος τίτλος που ετοιμάζετε είναι το “The Dreamers” («Οι Ονειροπόλοι») του Γκίλμπερτ Ανταίρ. Τι το ιδιαίτερο έχει το συγκεκριμένο βιβλίο;
O Σκοτσέζος μυθιστοριογράφος Gilbert Adair (1944 – 2011) εμπλέκει και συνοψίζει στους Ονειροπόλους όλα όσα αγαπήσαμε μες στην αστρόσκονη μιας εποχής.
Πρώτον, την επίμονη κινηματογραφοφιλία, αυτό το πνεύμα του σινεφίλ που δεν είχε να κάνει μόνο με το να βλέπεις απανωτά ταινίες αλλά και με έναν ολόκληρο, πολύ γοητευτικό τρόπο ζωής. Το να τρέχεις στο σινεμά ήταν ολοκληρη τελετουργία – επιλογή φιλμ και σκηνοθέτη, ενδυματολογική μέριμνα (στρατιωτικό αμπέχονο, μοντγκόμερι, ή κοτλέ σακάκι, ανάλογα με την ταινία και την αίθουσα), ευλαβική θέαση της ταινίας, παθιασμένες συζητήσεις μετά. Όπως και οι ήρωες των Ονειροπόλων, δεν πηγαίναμε ποτέ μόνοι στον κινηματογράφοι, αλλά τρεις και τέσσερις, ενίοτε και δέκα φίλοι και φίλες μαζί. Ακολουθούσαν αναλύσεις επί αναλύσεων, ακόμα και σφοδρές αντιπαραθέσεις: για τον «Αμερικανό Φίλο» του Βέντερ, καβγαδίζαμε επί ένα εξάμηνο (όντως! υπάρχουν μάρτυρες!) για το κατά πόσον (αυτό το αριστούργημα, κατ᾽ εμέ) ανανεώνει ή προδίδει το noir.
Δεύτερον, ο κινηματογράφος ήταν συνδεδεμένος με τη μουσική, με το σκάκι, με την κοινωνική κριτική, με την περιπέτεια της αυτογνωσίας, και με το πνεύμα της εξέγερσης. Ήταν πανεπιστήμιο. Οι ήρωες του Gilbert Adair ενηλικιώνονται παίζοντας δημιουργικά με τον κινηματογράφο. Ο κινηματογράφος τούς ωθεί στην συνειδητοποίηση, και η συνειδητοποίηση στα οδοφράγματα του Μάη του 1968, της πρώτης παγκοσμίως επανάστασης πολυτελείας, μιας επανάστασης που διεκδικούσε την ποίηση της καθημερινής ζωής, την εποποιία των εικοσιτετραώρων.
Τρίτον, το μυθιστόρημα Ονειροπόλοι, όπως και η σπουδαία ταινία που έκανε απ᾽ αυτό ο μέγας Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, συνδυάζει όλα όσα αποτελούν τη φιλοσοφία της σειράς που στήνουμε στο Οξύ: τη ροκενρόλλα, τη σεξουαλική επανάσταση, το στοίχημα της αιώνιας νιότης. Μιλάει για το 1968 και, πενήντα πέντε χρόνια μετά την παρισινή εξέγερση, αλλά και μισόν αιώνα μετά την εξέγερση του Πολυτεχνίου το 1973, βλέπουμε πόσο επίκαιρα παραμένουν τα όσα θίγονται στο μυθιστόρημα αυτό. Διόλου τυχαία, αλλά στρατηγικά, μεταφέρουμε, ο σκηνοθέτης Πέρης Μιχαηλίδης κι εγώ, το βιβλίο του Gilbert Adair στο θέατρο: από τις 18 Δεκεμβρίου και για δύο μήνες, στο Θέατρο Φούρνος, θα ανεβεί η θεατρική μεταφορά των Ονειροπόλων και παράλληλα θα κάνουμε εκδηλώσεις για το μυθιστόρημα και τα όσα πρεσβεύει, για τον Μάη του 1968 και για το Πολυτεχνείο του 1973.
Ολα τα βιβλία της σειράς είναι γραμμένα από φυσιογνωμίες που απέκτησαν την αίγλη του θρύλου στην αέναη κοινότητα των ανήσυχων πνευμάτων.
Να περιμένουμε ότι τα επόμενα βιβλία θα κινούνται στο ίδιο ύφος;
Ναι, βεβαίως. Στο ίδιο πνεύμα, στην ίδια φιλοσοφία: ροκενρόλλα, κινηματογράφος, εικαστικά, βιωμένες καταστάσεις, βιβλία (όλα, ναι, όλα) γραμμένα από άντρες και γυναίκες που έζησαν παθιασμένα με όλα τους τα κύτταρα, με όλες τους τις αισθήσεις, και τις έξι, σε εγρήγορση και σε επιφυλακή. Το γράψιμο, θα έλεγα παραφράζοντας την περίφημη ρήση περί πολέμου και στρατού, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε στους επαγγελματίες γραφιάδες. Πολλές φορές, τα απομνημονεύματα, τα χρονικά, οι επιστολογραφίες, τα εν θερμώ γραμμένα αφηγήματα, είναι πολύ πιο κοντά στη λογοτεχνία που αγαπάμε απ᾽ ό,τι τα λογοτεχνήματα γραφείου των επαγγελματιών της συγγραφής.
Δεν θα ήθελα να μιλήσω τώρα για τίτλους, ονόματα, και διευθύνσεις, αλλά σε βεβαιώνω ότι όλα τα βιβλία της σειράς είναι γραμμένα από φυσιογνωμίες που απέκτησαν την αίγλη του θρύλου στην αέναη κοινότητα των ανήσυχων πνευμάτων· φυσιογνωμίες που ακόμη συζητιούνται έντονα, που γίνονται θέματα μελετών, βιογραφιών, διδακτορικών διατριβών, ακριβώς γιατί έζησαν —κάποιοι ζούνε ακόμη, φυσικά— με καρδιά από φλόγα, τάραξαν λιμνάζοντα ύδατα, άφησαν εποχή και ίχνη βαθιά στους καιρούς μας.
Υπάρχει χώρος στις μέρες μας για βιβλία που κουβαλούν ριζοσπαστισμό, ροκ διάθεση, ακόμα και μια χροιά αντικουλτούρας; Είναι αυτό μια εναλλακτική εκδοτική πρόταση;
Υπήρχε, υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει. Βλέπεις, η αναζήτηση ταυτότητας, το φθέγμα του πρώτου ροκενρόλλα στοχαστή, του πύρινου Ηράκλειτου, το ἐδιζησάµην ἐµεωυτόν (τον εαυτό μου γύρεψα και διερεύνησα), όπως και το ἔνδον σκάπτε (το μέσα σου ν᾽ ανασκάπτεις) του Μάρκου Αυρήλιου είναι αέναα αιώνια προτάγματα/προγράμματα.
Και όλα αυτά (ριζοσπαστισμός, ροκενρόλλα, αντικουλτούρα), όπως εξερράγησαν στο Γλέντι των Σίξτις παραμένουν πεισματικά παρόντα. Δεν είναι μόδες και τρεντίλες, ανακαλύπτονται με τρόπους υπέροχα ζωντανούς ξανά και ξανά, επανέρχονται και επηρεάζουν. Πράγματι, είναι μια εναλλακτική εκδοτική πρόταση που δεν θα μείνει μόνο στο τυπωμένο χαρτί αλλά θα συνδυαστεί με εκδηλώσεις, προβολές, συναυλίες, εικαστικά δρώμενα. Μετράμε ήδη καμιά δεκαριά αναβιώσεις της ροκενρόλλας, κι αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια φλόγα που ποτέ δεν θα σβήσει, υπάρχει μια δίψα που ποτέ δεν θα κορεστεί, υπάρχει ένα πάθος που ποτέ δεν θα γίνει γραφικό απολειφάδι.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).