Συνομιλία με τον Νίκο Χατζόπουλο, εκδότη των εκδόσεων Brainfood, υπό τη σκέπη των οποίων βρίσκονται οι ετικέτες Οξύ, Floral, Η Τέχνη της Ζωής, Φουρφούρι και Οξύ Comics.
Συνέντευξη στον Κώστα Αγοραστό
Οι εκδόσεις Οξύ έκαναν την εμφάνισή τους στα μέσα της δεκαετίας του ’90, φέρνοντας έναν ξεχωριστό αέρα στον εκδοτικό χώρο της εποχής. Ποπ αισθητική, τολμηρή θεματολογία, σπάσιμο της σοβαροφάνειας, που χαρακτήριζε τους περισσότερους εκδοτικούς οίκους. Εσείς, πώς ανακαλείτε εκείνα τα πρώτα χρόνια;
Με μεγάλη αγάπη. Ουσιαστικά ήμασταν μια παρέα ανθρώπων από διαφορετικούς καλλιτεχνικά χώρους. Ήταν γραφίστες, μουσικοί, άνθρωποι του θεάτρου κι εγώ που ήμουν πιο κοντά στο βιβλίο και παρακολουθούσα τι γίνεται στο εξωτερικό. Όλο αυτό που βλέπαμε να συμβαίνει έξω προσπαθήσαμε να το αναπαράγουμε μέσα από το δικό μας πρίσμα. Ήταν μια εποχή πάρα πολύ όμορφη γιατί τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά, εκτός συστήματος. Ζούσαμε το τέλος μιας εποχής πιο ελευθεριακής και μέσα από τα βιβλία θέλαμε να εκφραστούμε, να εκφράσουμε την κουλτούρα μας και τα ερεθίσματα που τότε είχαμε και τα θεωρούσαν «περιθωριακά» και «ανεξάρτητα». Όλες αυτές οι λέξεις σήμερα είναι λίγο αστείες έτσι κι αλλιώς.
Θυμάμαι τότε εκδώσαμε το περιοδικό Οξύ, που είχε περίεργο για την εποχή format και εξίσου περίεργα χρώματα. Μας άρεσε, τότε και τώρα, πάρα πολύ η τυπογραφία αλλά τότε ειδικά ήταν αρκετά έξω από τα ενδιαφέροντα των άλλων εκδοτών. Πειραματιστήκαμε με τα χαρτιά, τα εξώφυλλα, τα χρώματα, τις διαστάσεις και προσπαθήσαμε να δώσουμε μια άλλη φόρμα και μια άλλη αισθητική στο βιβλίο.
Η δεκαετία του ’90 ήταν μια καλή, μια άνετη περίοδος για τον χώρο του βιβλίου. Υπήρχαν λιγότεροι εκδοτικοί, οι οποίοι συγκέντρωναν πλήθος συγγραφέων και μεταφραστών, ενώ και οι πωλήσεις που σημείωνε ένα βιβλίο με επιτυχία, ήταν σε απόλυτους αριθμούς υψηλότερες απ’ ότι σήμερα. Στο ξεκίνημά σας αισθανθήκατε ότι υπήρχε έντονος ανταγωνισμός από τους μεγαλύτερους εκδοτικούς;
Θεωρώ ότι η δεκαετία του ’90 ήταν για το βιβλίο πιο ωραία εποχή, κι όχι επειδή έχω μεγαλώσει. Όσον αφορά τους εκδοτικούς οίκους, υπήρχε μικρότερη παραγωγή στη λογοτεχνία και οι επιλογές ήταν πιο ουσιαστικές. Επίσης, οι άνθρωποι που επέλεγαν τα βιβλία ήξεραν από βιβλία και δεν πιέζονταν από ατζέντηδες. Όλοι οι εκδοτικοί μπορούσαν να βρίσκονται με τα βιβλία τους σε περισσότερα βιβλιοπωλεία. Όσον αφορά τον κόσμο, θεωρώ ότι δεν ήταν τόσο κατευθυνόμενος –μπορούσε να κάνει μπεστ σέλερ βιβλία τα οποία επί της ουσίας δεν διαφημίζονταν–, ενώ σήμερα αυτό είναι σπάνιο έως αδύνατον.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ των εκδοτών δεν ήταν αυτός που είναι σήμερα, οι σχέσεις ήταν πιο γλυκές. Θυμάμαι, κάθε Παρασκευή, βρισκόμασταν στο κέντρο της Αθήνας, πίναμε, συζητούσαμε – σήμερα δεν υπάρχει αυτό.
Σημείο καμπής στην εκδοτική σας πορεία ήταν το 2009, τότε που η Brainfood συνένωσε όλα τα αυτόνομα label κάτω από έναν κεντρικό σχεδιασμό; Πείτε μας δύο λόγια για τη νέα ταυτότητα; Ποιες δυνατότητες είδατε ότι προέκυπταν από τον νέο σχήμα;
Για τις εκδόσεις Οξύ το σημείο καμπής ήταν λίγο πιο πριν, όταν μας άφησαν με πάρα πολύ μεγάλα χρέη. Εκεί λοιπόν, η εταιρεία επί της ουσίας σταμάτησε να λειτουργεί κι εγώ αναγκάστηκα να πάω στο Σουδάν. Εκεί, για μένα, έσβησε για λίγο το όνειρο του Οξύ.
Μέχρι τότε αυτό το οποίο κάναμε ήταν άλλες δουλειές εκδοτικές (την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, με τον Λυμπέρη, τη σειρά Οι Μεγάλοι Έλληνες, για τον Σκάι) και ό,τι κερδίζαμε το βάζαμε στα δικά μας. Με αυτή όμως τη λογική, ποτέ δεν μπορέσαμε να έχουμε στην αγορά σωστή διανομή.
Γυρίζοντας έπειτα από τρία χρόνια στο Σουδάν, αποφάσισα να κάνω κι άλλα πράγματα, τα οποία μου άρεσαν πια και ως πατέρας, δηλαδή τις εκδόσεις Φουρφούρι αλλά και άλλα βιβλία τα οποία θα έχουν αισθητικό στίγμα και ταυτότητα. Πλέον εκδίδουμε μια μεγάλη γκάμα βιβλίων –130 βιβλία τον χρόνο– που καλύπτουν όλους τους αναγνώστες και για τα οποία είμαστε υπερήφανοι. Υπάρχουν εκδότες που όσα βιβλία ντρέπονται να εκδώσουν τα βγάζουν σε άλλο label, εμένα όμως δεν μου λέει τίποτα αυτό. Πιστεύω στην ταυτότητα που πρέπει να χτίσουμε. Όταν ήμουν παιδί αγόραζα δίσκους της 4AD απλώς και μόνο επειδή ήταν της 4AD, αντίστοιχα σήμερα υπάρχουν αναγνώστες που αγοράζουν βιβλία γιατί εμπιστεύονται την Άγρα, τις εκδόσεις Πόλις, το Δώμα.
Τα τελευταία πέντε περίπου χρόνια, κινείστε γύρω από το όριο των 100 βιβλίων το χρόνο, με αυξητικές τάσεις –130 πέρσι όπως μας αναφέρατε πριν–, έχοντας ενισχύσει όλα τα επιμέρους είδη βιβλίων [μυθιστορήματα, graphic novel, λογοτεχνία του φανταστικού, non fiction, βιβλία αυτοβοήθειας και πολλά ακόμα]. Στην ελληνική πεζογραφία κρατάτε μια πιο επιφυλακτική στάση. Δεν βρίσκετε κείμενα νέων συγγραφέων που να σας ικανοποιούν; Ή μήπως η τριβή με νέους συγγραφείς και οι απαιτήσεις τους ζητούν δυσανάλογα χρόνο και ενέργεια;
Αυτή είναι μια πάρα πολύ ωραία ερώτηση. Στην παγκόσμια λογοτεχνία σπανίζουν πλέον οι ενδιαφέροντες άνθρωποι. Όταν η ζωή ενός συγγραφέα είναι πολύ δομημένη και πολύ συνηθισμένη, αντίστοιχα και τα γραπτά του θα είναι τέτοια. Τα τελευταία χρόνια που παρακολουθώ την παγκόσμια πεζογραφία δεν μπορώ να πω ότι υπάρχει κάποιο βιβλίο που θα γίνει κλασικό. Αναλογιστείτε, τη ζωή του Ντοστογιέφσκι, τη ζωή του Σεφέρη – ζωές πολύ ιδιαίτερες, άρα και τα βιβλία τους το ίδιο.
Στην παγκόσμια πεζογραφία σπανίζουν πλέον οι ενδιαφέροντες άνθρωποι.
Δεν είμαστε ένας εκδοτικός που βγάζει λογοτεχνία, και παρόλα αυτά δεχόμαστε κατά μέσο όρο 2-3 χειρόγραφα τη μέρα, αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται ένας άνθρωπος για να τα δει όλα αυτά, κι αυτό ανεβάζει το κόστος της έκδοσης. Επίσης, να πω ότι εμείς, σε αντίθεση με άλλους εκδότες, δεν έχουμε βγάλει ποτέ ούτε ένα βιβλίο πληρωμένο. Υπάρχουν μεγάλοι εκδότες, στους οποίους οι συγγραφείς πληρώνουν τα βιβλία τους, το οποίο, το λιγότερο που μπορώ να πω, είναι αίσχος γιατί δημιουργεί μια υπερπληθώρα βιβλίων, τα οποία δεν καταναλώνονται από κανέναν και όλα μαζί συμπαρασύρουν και πράγματα πολύ ενδιαφέροντα.
Τέλος, εκτός από το βιβλίο που θα διαβάσουμε και θα μας αρέσει, για μας έχει σημασία και ο άνθρωπος, αν θα μπορέσουμε να συνδεθούμε μαζί του. Είναι δύσκολο ένας συγγραφέας να έχει και γνώση της αγοράς, πράγμα πολύ δικαιολογημένο. Πάντως, ανέκαθεν μας ενδιέφερε περισσότερο η αντικουλτούρα, για παράδειγμα, θα ξεκινήσουμε τώρα μια νέα σειρά μεταφρασμένης πεζογραφίας με τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη που ξέρουμε εκ των προτέρων ότι δεν είναι αυτό το οποίο θα μας στηρίξει σαν εκδοτικό οίκο αλλά θα είμαστε περήφανοι γι’ αυτό που κάνουμε.
Στη Brainfood φαίνεται ότι αγαπάτε ιδιαιτέρως τις σειρές βιβλίων και θα ήθελα να σταθούμε σε κάποιες από αυτές, ξεκινώντας με τα «Κλασικά Εικονογραφημένα». Είναι ένα από τα διαβάσματα της εφηβείας σας;
Προφανώς και είναι, όπως και ό,τι εικονογραφημένο υπήρχε τη δεκαετία εκείνη, από αρκετά σοβαρό, όπως είναι τα «Κλασικά Εικονογραφημενα», μέχρι και τα ιταλικά Πορνογραφικά Εικονογραφημένα, όλα αυτά ήταν από τα αγαπημένα μου αναγνώσματα. Είμαι παιδί της εικόνας.
Η σειρά «Επίλεκτα» περιλαμβάνει μεγάλη βεντάλια κειμένων. Ποιος είναι ο κοινός τόπος των κειμένων αυτής της σειράς;
Τα «Επίλεκτα» είναι μια σειρά πενήντα τόμων και κάθε χρόνο εκδίδουμε δέκα βιβλία. Περιλαμβάνει κείμενα δοκιμιακά, φιλοσοφικά, πολιτικά ακόμα και λογοτεχνικά, τόσο από τη δυτική όσο και από την ανατολική κουλτούρα. Από τα βιβλία αυτής της σειράς ξεχωρίζω τη Βίβλο των Εκλεκτών, του Ρόμπερτ Άθλι Ρότζερς, ένα βιβλίο-προάγγελος του κινήματος των Ρασταφάρι και του κύματος της ρέγκε μουσικής που ακολούθησε μερικές δεκαετίες μετά.
Όταν διαβάζεις για τον Ντίλαν και το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο άλλαξε τον ήχο του, πιστεύω ότι το βιβλίο όχι απλώς σε παρακινεί αλλά σε υποχρεώνει να ακούσεις και τον δίσκο. Αν και νομίζω, για να είμαι ειλικρινής, ότι τα βιβλία αυτά αγοράζονται κυρίως από ανθρώπους που έχουν λιώσει αυτούς τους δίσκους...
Η σειρά 33 1/3 είναι μια πραγματικά καλή ιδέα, που μπορεί να ήρθε απ’ έξω, βρίσκει όμως εφαρμογή και σε δίσκους της ελληνικής δισκογραφίας. Πιστεύετε ότι σήμερα, ένα βιβλίο έχει τη δύναμη να συστήσει και να παρακινήσει έναν νέο άνθρωπο -αν όχι να αγοράσει έναν δίσκο σε φυσική μορφή, βινύλιο ή cd- τουλάχιστον να τον ακούσει από την αρχή μέχρι το τέλος, σε κάποια πλατφόρμα; Αν όχι, η σειρά εκδίδεται και καλύπτει ανάγκες αρχείου;
Όλοι σχεδόν οι δίσκοι που υπάρχουν στην εν λόγω σειρά, τη διεύθυνση της οποίας έχει ο Μάκης Μηλάτος, μπορούν να σε κάνουν να ερωτευτείς, να παρατήσεις τη δουλειά σου και να φύγεις. Όταν διαβάζεις για τον Ντίλαν και το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο άλλαξε τον ήχο του, πιστεύω ότι το βιβλίο όχι απλώς σε παρακινεί αλλά σε υποχρεώνει να ακούσεις και τον δίσκο. Αν και νομίζω, για να είμαι ειλικρινής, ότι τα βιβλία αυτά αγοράζονται κυρίως από ανθρώπους που έχουν λιώσει αυτούς τους δίσκους, αλλά το δικό μας μέλημα είναι να παρακινήσει και νέους ανθρώπους να ασχοληθούν με αυτό το υλίκό και ελπίζω ότι σε ένα βαθμό τα καταφέρνει. Το επόμενο διάστημα θα ενταχθούν στη σειρά βιβλία για Τα διάφανα κρίνα, τη Λένα Πλάτωνος, τις Τρύπες, τον πρώτο ελληνικό τζαζ δίσκο αλλά και για τον Τσιτσάνη και τον Θεοδωράκη.
Είστε άνθρωπος των απολογισμών ή κοιτάζετε διαρκώς μπροστά; Μέχρι σήμερα ποιο είναι το σημαντικότερο που έχετε καταφέρει στον χώρο των εκδόσεων και τι αποφύγατε να κάνετε;
Δυστυχώς δεν απέφυγα να κάνω κάτι. Προσπαθώ να κάνω τα πάντα και πάρα πολλές φορές έχω κάνει και πολύ μεγάλα λάθη σ’ όλη αυτή την πορεία. Ο απολογισμός δεν είναι πάντα θετικός; Θέλω να πω, εφόσον η ζωή προχωράει, το πρόσημο είναι πάντα θετικό. Για μένα σημασία έχει η παραγωγή βιβλίων, ίσως το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου είναι η παραγωγή βιβλίων, εξαιτίας των βιβλίων έχω χωρίσει δύο φορές, αλλά είναι και ο λόγος που ξυπνάω κάθε πρωί και πηγαίνω χαρούμενος στη δουλειά μου.
Επίσης ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που μου έχουν συμβεί σε όλη αυτή την πορεία είναι η επαγγελματική σχέση μου με τον συνέταιρό μου Τάσο Βογιατζή που είναι ο υπεύθυνος όλου του ψηφιακού τμήματος της Brainfood.
Πώς πιστεύετε ότι θα είναι το εκδοτικό τοπίο σε δέκα χρόνια και σε ποια θέση βλέπετε τις εκδόσεις σας;
Η τεχνολογία είναι κομμάτι πλέον αναπόσπαστο του εκδοτικού χώρου και όποιος δεν την ακολουθήσει θα μείνει πολύ πίσω. Υπάρχει μια πτώση στις πωλήσεις των βιβλίων σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά το παιχνίδι έχει μεταφερθεί όχι στα e-book αλλά στα audio books και εδώ χρειάζεται αφενός διάφανες διαδικασίες για τις πλατφόρμες που θα παρέχουν αυτή την υπηρεσία αλλά και καλό μάρκετινγκ από μεριάς μας για τη σωστή διαφήμιση του νέου αυτού προϊόντος.
Η τεχνολογία είναι κομμάτι πλέον αναπόσπαστο του εκδοτικού χώρου και όποιος δεν την ακολουθήσει θα μείνει πολύ πίσω.
Κλείνοντας, αν υπάρχει ένα βιβλίο που έχετε εκδώσει και μ’ αυτό θα θέλατε να σας συνδέουν, ποιο είναι αυτό;
Υπάρχει και αυτό είναι ένα βιβλίο που θα εκδώσουμε το επόμενο διάστημα και για το οποίο είμαι ενθουσιασμένος, μια έκδοση που με αντιπροσωπεύει σε όλα τα επίπεδα, μιλάω για μια εικονογραφημένη έκδοση της Κόλασης του Δάντη. Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει σε μεγάλο φορμάτ, αν και είχαμε σκέψεις να βγάλουμε και μια συλλεκτική υπερπολυτελή έκδοση, την οποία για την ώρα έχουμε μεταθέσει για το προσεχές μέλλον. Για να είμαι δίκαιος όμως υπάρχουν και κάποια από τα πρώτα μας βιβλία που αγαπώ ιδιαίτερα. Για κάθε εκδότη, κάθε βιβλίο του είναι και μια μικρή ψηφίδα της καρδιάς του.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.