Συγκλίσεις και αποκλίσεις στο έργο των Don DeLillo και Philip Roth, με αφορμή μια δεύτερη ανάγνωση του μυθιστορήματος του DeLillo «Σημείο Ωμέγα» (μτφρ. Ελένη Γιαννακάκη, εκδ. Εστία) ανήμερα της επετείου γέννησης του Roth.
Του Παναγιώτη Γούτα
Το Σημείο Ωμέγα
Ο Αμερικανός συγγραφέας Ντον ΝτεΛίλλο, θαρρείς για να εξιλεωθεί για τη μεγάλη έκταση του μυθιστορήματός του Υπόγειος κόσμος –βιβλίο άνω των 900 σελίδων, που ωστόσο συγκαταλέγεται στις κορυφαίες στιγμές της αμερικανικής λογοτεχνίας, αφού περιλαμβάνει συμπυκνωμένες όλες τις συγγραφικές εμμονές, τα θεματικά μοτίβα και τις υπαρξιακές αγωνίες του ΝτεΛίλλο– στράφηκε, από ένα σημείο και μετά, στη συγγραφή μίνιμαλ μυθιστορημάτων (ως προς την έκταση), με σημαντική όμως πύκνωση ιδεών και μηνυμάτων, σε βαθμό που οι 150 ή οι 200 σελίδες του εκάστοτε μυθιστορήματος να αντιστοιχούν στον αναγνώστη με την ανάγνωση υπερδιπλάσιας έκτασης απαιτητικού κειμένου. Συχνά αυτή η πύκνωση της γραφής κάνει τα κείμενα του Αμερικανού συγγραφέα να προσιδιάζουν με τον δοκιμιακό ή τον ποιητικό λόγο ή και με τα δύο αυτά μαζί.. Σ’ αυτόν τον άξονα γραφής –πυκνός λόγος με ποιητικά-δοκιμιακά στοιχεία, με φιλοσοφικές και πολιτικές προεκτάσεις, αλλά, παράλληλα, και με θεατρική εκφορά του λόγου– κινείται και το σύντομο, μόλις 122 σελίδων, μυθιστόρημα Σημείο Ωμέγα (μτφρ. Ελένη Γιαννακάκη, Εστία, 2010).
Ο τίτλος του βιβλίου είναι παρμένος από τη διδασκαλία του Τεγιάρ ντε Σαρντέν[1] αναφορικά με το υψηλότερο σημείο ανάπτυξης της συνείδησης του ανθρώπου, που, ωστόσο, φτάνοντας σ’ αυτό ο βασικός ήρωας, ο Ρίτσαρντ Έλστερ, διανοούμενος που επηρέασε ιδεολογικά, επιχειρηματικά και στρατηγικά τη στρατιωτική επέμβαση του Αμερικανών στο Ιράκ, αποσυρμένος στην έρημο για να απομονωθεί και να ηρεμήσει, οδηγείται στην εκμηδένιση της δικής του συνείδησης, στην ψυχική εξουθένωση και στη βίωση του αισθήματος της απώλειας, ύστερα από την εξαφάνιση της αγαπημένης (πλην ιδιόρρυθμης) κόρης του, Τζέσι. Ένας νεαρός σκηνοθέτης, ο Τζιμ Φίνλεϊ, που έχει τα μισά χρόνια του Έλστερ, προσπαθεί να πείσει τον παροπλισμένο διανοούμενο να συμφωνήσει στο γύρισμα μιας ταινίας για τη ζωή του, ένα είδος μονολόγου, με μοναδικό πρωταγωνιστή-αφηγητή τον ίδιον και φόντο τον τοίχο κάποιου εγκαταλελειμμένου κτηρίου. Ο Έλστερ διστάζει για άγνωστους λόγους να συμφωνήσει στην υλοποίηση αυτής της ιδέας, ωστόσο δέχεται αδιαμαρτύρητα τη διαμονή-παρέα του σκηνοθέτη στο σπίτι του, ο οποίος με νύξεις και ερωτήσεις σε μπεκετικού τύπου διαλόγους, «ξύνει» και «σκαλίζει» το παρελθόν και τις επιλογές του διανοούμενου, που νιώθει ηθικά υπόλογος για τον «πόλεμο χαϊκού» που διοργάνωσε.
Ο ΝτεΛίλλο, πέρα από τις υπαρξιακές και φιλοσοφικές ενατενίσεις των ηρώων του, την έμμεση κριτική στο ζήτημα των πολεμικών ενεργειών της πατρίδας του, τον ρόλο της τεχνολογίας, το πάντρεμα της λογοτεχνίας με τις άλλες τέχνες –εν προκειμένω του κινηματογράφου– και τον εντοπισμό της παρακμής των ανθρωπιστικών αξιών, εστιάζει, κυρίως, στο συγκεκριμένο βιβλίο, στις έννοιες του χρόνου και της απώλειας...
Ο ΝτεΛίλλο, πέρα από τις υπαρξιακές και φιλοσοφικές ενατενίσεις των ηρώων του, την έμμεση κριτική στο ζήτημα των πολεμικών ενεργειών της πατρίδας του, τον ρόλο της τεχνολογίας, το πάντρεμα της λογοτεχνίας με τις άλλες τέχνες –εν προκειμένω του κινηματογράφου– και τον εντοπισμό της παρακμής των ανθρωπιστικών αξιών, εστιάζει, κυρίως, στο συγκεκριμένο βιβλίο, στις έννοιες του χρόνου και της απώλειας, που στη συνείδηση του Έλστερ αποκτούν εφιαλτικές διαστάσεις. Ο διανοούμενος έφυγε από τον πολύ κόσμο και την πόλη γιατί «οι πόλεις χτίστηκαν για να μετράνε τον χρόνο, για να απομακρύνουν τον χρόνο απ’ τη φύση» (σελ. 51), ενώ στην έρημο όπου έχει αποσυρθεί «ο χρόνος παραμένει τυφλός». Σ’ αυτό το κοντράστ διεσταλμένου και συμπυκνωμένου χρόνου, με όλα τα υπαρξιακά συνδηλούμενα που εξ αυτών προκύπτουν, λειτουργεί θαυμάσια και το εύρημα με το Μουσείο τέχνης που επισκέπτεται στις πρώτες σελίδες ο αφηγητής κι όπου παρατηρεί τους δύο βασικούς ήρωες του βιβλίου, επισκέπτες κι αυτοί στην προβολή της ταινίας «Ψυχώ» που προβάλλεται σε ταχύτητα δύο καρέ ανά δευτερόλεπτο. Η ταινία, πάντα ασπρόμαυρη, ολοκληρώνεται στη διάρκεια ενός εικοσιτετραώρου.
ΝτεΛίλλο – Ροθ: δύο «αταίριαστοι» που συγκλίνουν σε κάποια σημεία
Στο ζήτημα του τρόμου του θανάτου και της βασανιστικής ιδέας της απώλειας ο ΝτεΛίλλο φαίνεται πως συγγενεύει και συνομιλεί με τον αταίριαστο (κυρίως θεματολογικά) μεγάλο συνοδοιπόρο του στα γράμματα, τον Φίλιπ Ροθ, που εδώ και περίπου τρία χρόνια έφυγε από τη ζωή. Σε πρώτο επίπεδο αυτή η σύγκριση ξενίζει κάπως· πώς είναι δυνατόν ο μεταμοντέρνος, εγκεφαλικός, εμμονικός με τον ψυχρό πόλεμο και τον τρόμο των συνεπειών της τεχνολογίας, ο επινοητής μυθιστορημάτων ΝτεΛίλλο να προσεγγίζει τον σωματικό, συχνά αυτοαναφορικό, άμεσο στη γραφή του και ακραιφνώς ρεαλιστή Ροθ, ιδίως όταν οι, κατά δήλωση του πρώτου, επιρροές του ήταν πρωτίστως ο Φόκνερ και ο Πίντσον; Κι όμως, αν ανατρέξουμε κάπως σχολαστικότερα και πιο προσεκτικά στα βιβλία και των δύο θα βρούμε την ιδέα του θανάτου, της απώλειας αγαπημένων προσώπων, τη στηλίτευση του αμερικανικού ονείρου, το συλλογικό τραύμα των πολεμικών επιχειρήσεων της υπερδύναμης, μέχρι και το μπέιζμπολ ως σημεία σύγκλισης των δύο μεγάλων αυτών Αμερικανών συγγραφέων.
Ο Έλστερ από το Σημείο Ωμέγα έχει στοιχεία τόσο από τον Μίκυ Σάμπαθ (Το θεάτρο του Σάμπαθ) που οδηγείται στον παραλογισμό ύστερα από την απώλεια της Κροάτισσας ερωμένης του από καρκίνο, όσο και από τον Σάιμον Άξλερ, τον ηθοποιό της Ταπείνωσης του Ροθ (συνομίληκος ήρωας με τον Σάμπαθ) που οδηγείται σε τραγικό τέλος, δίνοντας την πιο μεστή και ολοκληρωμένη παράσταση της ζωής του. Αλλά και με τον μανιακό, πρώην σύζυγο της βασικής ηρωίδας του Ανθρώπινου στίγματος, της Φιόνα, θα βρούμε ομοιότητες – εκείνος βετεράνος πολεμιστής του Βιετνάμ, με εμμονική συμπεριφορά απέναντι στην πρώην γυναίκα του, ο Έλστερ διανοούμενος σε συνειδησιακού τύπου κρίση για τον πόλεμο του Ιράκ, τον οποίο διοργάνωσε. Η απώλεια, πάλι, της κόρης του Έλστερ, της Τζέσι, μας φέρνει στο μυαλό μια άλλη ιδιόρρυθμη κόρη βασικού ήρωα βιβλίου του Ροθ, που αποσυντονίζει τον πατέρα της οδηγώντας τον στην ολοκληρωτική κατάρρευση – μιλώ φυσικά για τη ειρηνίστρια-ζαϊνίστρια, βραδύγλωσση Μέρι από το Αμερικανικό ειδύλλιο, η οποία υπερασπιζόμενη τον αγώνα του βιετναμέζικου λαού τσάκισε με τις επιλογές της τον Σιμούρ Λιβόβ, τον «Σουηδό», τον άψογο Αμερικανό οικογενειάρχη και σύζυγο, το πρότυπο του ειλικρινούς, λογικού, δοτικού και χαρισματικού άντρα – και πρώην πρωταθλητή του μπέιζμπολ, παρακαλώ, στο φοιτητικό πρωτάθλημα της χώρας· ένας τέλειος ενσαρκωτής τού, τελικώς, «σαθρού» ιδεολογήματος του αμερικανικού ονείρου.
Και μια που μιλάμε για μπέιζμπολ, να και η απάντηση του ΝτεΛίλλο: Στο Αντίο Κολόμπους του Ροθ και στο Αμερικανικό ειδύλλιο, που βρίθουν πληροφοριών για το μπέιζμπολ, ο ΝτεΛίλλο αντιπαραβάλλει τον Υπόγειο κόσμο του, όπου όλα ξεκινούν από έναν περίφημο αγώνα μπέιζμπολ στη Νέα Υόρκη του 1951, ανάμεσα στους Τζάιαντς και τους Ντότζερς, ενώ η βολή του Μπόμπυ Τόμσον διαπλέκεται στο εν λόγω μυθιστόρημα με το παρασκήνιο του Ψυχρού Πολέμου, τις πυρηνικές δοκιμές και τα κάθε είδους απόβλητα της αμερικανικής κοινωνίας. Υπόγειος κόσμος και Αμερικανικό ειδύλλιο, άλλωστε, έχουν και γενικότερες ομοιότητες ως βιβλία, αναφορικά με το τι αυτά εκφράζουν: Είναι δύο σύνθετες και ολοκληρωμένες απεικονίσεις της αμερικανικής κοινωνίας στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, με πιο σκοτεινά χρώματα στο βιβλίο του Ροθ, πιο φωτεινά και αισιόδοξα σ’ εκείνο του ΝτεΛίλλο.
Και μια τελευταία σύγκλιση: Δύο τουλάχιστον βιβλία των δύο αυτών δημιουργών είναι συντονισμένα στην κοινή γραμμή του «τι θα γινόταν, εάν…», κάτι που ο Ροθ ακολουθεί κατά κόρον και ως συγγραφική διαπίστωση-ανάλυση αναφορικά με την πορεία των ηρώων του και τα αδιέξοδα που βιώνουν. Το Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής (2004) του Ροθ είναι ένα δυστοπικό, πολιτικό μυθιστόρημα βασισμένο στο υποτιθέμενο σενάριο «τι θα γινόταν εάν τις εκλογές του 1940 στην Αμερική δεν τις κέρδιζε ο δημοκρατικός Ρούζβελτ, αλλά ο αντίπαλός του, ο αντισημίτης, προσωπικός φίλος του Χίτλερ, Τσαρλς Λίντμπεργκ;». Συντονισμένος σε ίδιου τύπου προβληματισμό, στο δικό του πάντα ύφος, ο ΝτεΛίλλο στο πρόσφατο ευσύνοπτο βιβλίο του Η σιωπή (2020)[2] καταγράφει «τι θα γινόταν εάν κάποια προσεχή μέρα σταματήσουν να λειτουργούν όλες οι τεχνολογικές συσκευές στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Διαφορετικοί οι αφηγηματικοί χρόνοι των δύο βιβλίων (το παρελθόν για τον Ροθ, το εγγύς δυστοπικό μέλλον για τον ΝτεΛίλλο), διαφορετικά στόρι, όμως η καταγραφή του κλίματος τρόμου και οι συνέπειές του στους ανθρώπους, κοινή και στους δύο δημιουργούς στα εν λόγω βιβλία τους.
Η περιπλάνηση στο έργο του Ροθ είναι σωματική και προσωπική (διά των ηρώων του πάντα), ενώ στον ΝτεΛίλλο, που πάνω απ’ όλα με τα βιβλία του στοχεύει στη διαμόρφωση ενός συγγραφικού κλίματος, είναι εσωτερική και υπαρξιακή.
Ροθ και ΝτεΛίλλο, λοιπόν, έχουν περισσότερες συγκλίσεις και ομοιότητες απ’ όσες θα μπορούσε να φανταστεί ο μέσος αναγνώστης. Το ότι και οι δύο είναι ακριβολόγοι στη διατύπωση της σκέψης τους και λάτρεις της σαφήνειας του λόγου, είναι διαπίστωση προφανής για τους αναγνώστες των βιβλίων τους[3]. Φυσικά ως κορωνίδα των συγγραφικών υποθεμάτων που απασχόλησαν και τους δύο, ως κοινός τόπος τρόπον τινά, κυριαρχούν η στηλίτευση του αμερικανικού ονείρου αλλά και ένα είδος περιπλάνησης των ηρώων τους – απότοκος ίσως της επιρροής του προγενέστερου ρεύματος του βρόμικου ρεαλισμού και στους δύο, με μια διαφορά: Αυτή η περιπλάνηση στο έργο του Ροθ είναι σωματική και προσωπική (διά των ηρώων του πάντα), ενώ στον ΝτεΛίλλο, που πάνω απ’ όλα με τα βιβλία του στοχεύει στη διαμόρφωση ενός συγγραφικού κλίματος, είναι εσωτερική και υπαρξιακή. Τέλος, ας μη λησμονούμε πως Ροθ και ΝτεΛίλλο υπήρξαν φίλοι στην πραγματική ζωή, ενώ ο Ροθ, ως πρόεδρος κριτικής επιτροπής του βραβείου PEN / Soul Bellow, δεν δίστασε να εισηγηθεί να βραβευτεί ο ΝτεΛίλλο, το 2010, για το σύνολο του έργου του.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή με νουβέλες «Μποέμ και Ρικάρντο» (εκδ. Κέδρος).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Γάλλος παλαιοντολόγος, γεωλόγος, Ιησουίτης Ρωμαιοκαθολικός ιερέας και φιλόσοφος, που συμμετείχε στην ανακάλυψη του Ανθρώπου του Πεκίνου. Συνέλαβε την ιδέα του «Σημείου Ωμέγα» και ανέπτυξε την έννοια της νοόσφαιρας του Βλαντιμίρ Βερνάτσκυ.
[2] Παναγιώτης Γούτας, Η σιωπή, του Ντον ΝτεΛίλλο – η κενή οθόνη και ο χωροχρόνος του Αϊνστάιν, Book Press, 26 Ιανουαρίου 2021
[3] Ο Δημήτρης Δουλγερίδης σε κείμενό του στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» (4-3-2016) εύστοχα επισημαίνει πως (ο ΝτεΛίλλο) «στο ύφος είναι συνοδοιπόρος του Φίλιπ Ροθ. Οι δυο τους χτίζουν προτάσεις με τα καλύτερα υλικά της αγγλικής γλώσσας, διακλαδώνοντας τη σκέψη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια».
Απόσπασμα από το βιβλίο «Σημείο Ωμέγα»
«Είμαστε ένας όχλος, ένα σμήνος. Σκεφτόμαστε κατά ομάδες, ταξιδεύουμε κατά στρατιές. Οι στρατιές κουβαλάνε το γονίδιο της αυτοκαταστροφής. Μια βόμβα δεν είναι ποτέ αρκετή. Η θολούρα της τεχνολογίας, εκεί οι μάντεις σχεδιάζουν τους πολέμους τους. Γιατί τώρα έρχεται η ενδοστρέφεια. Ο πατήρ Teilhard το ήξερε, το σημείο ωμέγα. Ένα άλμα έξω από τη βιολογία μας. Γιατί δεν αναρωτιέσαι. Πρέπει να είμαστε άνθρωποι για πάντα; Η συνείδηση έχει εξαντληθεί. Πίσω λοιπόν στην ανόργανη ύλη. Αυτό θέλουμε. Θέλουμε να γίνουμε πέτρες σ’ ένα χωράφι».